του Ευάγγελου Αυδίκου*
Είδες τον εγγονό μου, τον Βασσάλο μου; Κούκλος είναι. Η Ελευθερία είχε πάρει τη συνήθη θέση της στο μπαλκόνι της δυτικής πλευράς του διαμερίσματός της.
Αέρινες ήταν οι κινήσεις, μ’ όλο που τα κιλά της την απασχολούσαν κάθε πρωί. Τότε, μετάνιωνε για τις αμαρτίες της προηγούμενης μέρας, ορκιζόταν πως άρχιζε τη δίαιτα αμέσως. Από αυτό το πρωινό.
Θύμα της τα λαχταριστά κουλουράκια που τα γλυκοκοίταζε ώς το μεσημέρι. Μέτραγε τη συνέπεια στη δίαιτα με τον χρόνο που έκανε να απλώσει το χέρι της στην αμαρτία που είχε κατσικωθεί στο πιάτο με τα κουλουράκια.
Ο Ιούνιος είχε μεσιάσει, ο εγγονός ερχόταν γύρω στις εννιά, ούτε λεπτό περισσότερο ή λιγότερο. Οι κινήσεις της Ελευθερίας ακριβείς.
Καλώς τον Βασσάλο μου, ακουγόταν η φωνή της Ελευθερίας και τα βιαστικά της βήματα έσμιγαν με αγκαλιάσματα.
Είστε καλά; Η ανήσυχη φωνή της ακουγόταν τρεμουλιαστή, η διαβεβαίωση από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν προφανής, όταν το τρέμουλο εξαφανιζόταν.
Η Ελευθερία ήταν διακριτική. Φορούσε πασουμάκια στη βεράντα, δεν ήθελε να ξυπνήσει τους άλλους.
Μετά ήταν και η Αννα, κόντευε στα ογδόντα τρία της, που είχε κάνει το αυτί της χωνί, λαχταρούσε την παρέα να σπάσει την κρούστα της νυχτερινής ανημπόριας.
Η Ελευθερία αγαπούσε τη μοναδικότητα του πρωινού. Αυτή, ο καφές και τα τσιγάρα της. Ο καπνός από τα πολλά τσιγάρα που έκανε με τον καφέ πύκνωνε.
Αυτό ήταν το σημάδι, η Ελευθερία ήταν στο μπαλκόνι μόνη. Με τις γλάστρες της. Είχε ένα μικρούλι τραπέζι γι’ αυτές τις περιστάσεις, το σφήνωσε πίσω από δυο-τρεις υψηλόκορμες γλάστρες.
Ερχεται το καμάρι μου, ο Ευάγγελος. Ο έγγονάς μου. Κι ο Βασσάλος; Γέλασε. Ο ίδιος είναι.
Με κοίταζε εξεταστικά στο πρόσωπο. Δεν… δίστασε. Εκανε τον σταυρό της. Μη μου πεις ότι… Σταμάτησε. Δεν βλέπεις σαρβάιβορ; Δεν είναι σαν τον Βασσάλο ο έγγονάς μου; Πανέμορφος. Μπρατσωμένος. Δεμένο κορμί. Εξυπνος. Μακάρι να μοιάσει στην ομορφάδα του Βασσάλου.
Η Ελευθερία πήρε ανάσα. Ούτε η κυρά σου; Ούτε.
Α, εσείς έχετε πρόβλημα, απάντησε, τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν.
Και πώς περνάει η ώρα σας; Με τις ειδήσεις; Το μόνο που ξέρουν να κουνάνε το δάχτυλο. Νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι μου.
Με τις επαναλήψεις; Το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός. Καλά, ξέρω. Εσύ διαβάζεις, έχεις άλλα γούστα. Εγώ βρήκα την υγειά μου. Γιατί να μη γίνει ο έγγονάς μου σαν τον Βασσάλο. Μωρέ, ζούγκλα έγινε η κοινωνία.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου