Συντάκτης: Τάσος Παππάς
Στην πολιτική το πιο αποκρουστικό είδος είναι οι επαγγελματίες γυρολόγοι. Οι άνθρωποι που δεν έχουν κανένα ιδεολογικό έρεισμα, καμία πολιτική ταυτότητα, που υποδύονται ρόλους για να βρίσκονται στην επικαιρότητα και δεν διστάζουν να μεταπηδήσουν από το ένα κόμμα στο άλλο για να επιβιώσουν. Μισθοφόροι παντός καιρού.
Σκαρταδούρες που επιπλέουν. Στομφώδεις μασκαράδες. Γι’ αυτούς η λέξη παραίτηση είναι άγνωστη, η διαδικασία της αυτοκριτικής και η επιστροφή στον ιδιωτικό βίο θεωρούνται πράξεις μη επιτρεπτές. Η διαδρομή τους μπορεί να είναι μακρά και δαιδαλώδης, τόσο δαιδαλώδης που προκαλεί μερικές φορές και στους ίδιους ζαλάδα.
Την ξεπερνούν όμως «τρουπώνοντας» στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς μεγάλους και μικρούς. Ξεχνάνε ό,τι έλεγαν, αποθεώνουν εκείνο που έβριζαν και γλείφουν εκεί όπου έφτυναν.
Δεν τους εμποδίζει τίποτε. Ούτε η κριτική των άλλων γιατί την απαξιώνουν ως υποβολιμαία ούτε η συνείδησή τους γιατί έχουν φροντίσει να τη φιμώσουν πριν αρχίσει να τους θέτει ενοχλητικά ερωτήματα του τύπου: «Γιατί, ρε αθεόφοβε, κοροϊδεύεις τον κόσμο;».
Το παν γι’ αυτούς είναι η πάση θυσία παρουσία τους στην πρώτη γραμμή της πολιτικής, είτε γιατί δεν ξέρουν να κάνουν τίποτε άλλο είτε γιατί δεν διανοούνται ότι μπορούν να κάνουν κάτι άλλο.
Με θράσος χιλίων καρδιναλίων υποστηρίζουν ότι δεν φταίνε αυτοί που φεύγουν από ένα κόμμα, φταίει το κόμμα που απομακρύνθηκε από τις αρχές του. Οι ίδιοι παραμένουν πιστοί στις θέσεις τους, όμως το κόμμα που τους ανέδειξε, εγκατέλειψε τις θέσεις του.
Δεν είναι αυτοί σαλταδόροι, δεν αναποδογυρίζουν αυτοί την πραγματικότητα, δεν είναι αυτοί που μεταμφιέζονται για να εξαπατήσουν, αλλά το αγαπημένο μέχρι χθες κόμμα τους που έβαλε νερό στο κρασί του, νόθευσε το πρόγραμμά του, ακύρωσε τη στρατηγική του και ξεπούλησε τα ιδανικά του.
Συνεπώς, το διαζύγιο είναι αναπόφευκτο. Το κακό είναι ότι βρίσκουν και κάνουν. Τα νέα αφεντικά στρώνουν χαλί για να τους υποδεχτούν, επιβραβεύουν την αποστασία (όταν αφορά τους άλλους, γιατί αν αφορά τους ίδιους κάνουν λόγο για επαίσχυντη προδοσία και για αργυρώνητους χαμαιλέοντες), χαίρονται γιατί οι τάξεις των κομμάτων τους πυκνώνουν και ελπίζουν ότι μαζί με τους κωλοτούμπες θα έρθουν και οι ψηφοφόροι τους.
Μερικές φορές δυστυχώς συμβαίνει και αυτό. Οι πολίτες αντί να τιμωρούν παραδειγματικά, επιδοκιμάζουν αυτές τις άθλιες συμπεριφορές. Στην περίπτωση πάντως που αποδειχθεί ότι οι γυρολόγοι, παρά τις υποσχέσεις που έχουν δώσει, δεν κουβαλούν αξιόλογη προίκα, θα βρεθούν σύντομα στα αζήτητα. Πολλοί από δαύτους είναι μιας χρήσεως.
Καραδοκεί το ερώτημα: Δεν δικαιούται κάποιος να αναθεωρήσει τις απόψεις του; Βεβαίως. Αν σήμερα εξακολουθούμε να λέμε όσα λέγαμε τις δεκαετίες του '70 και του '80 και ενώ έχουν μεσολαβήσει κοσμοϊστορικά γεγονότα, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Είναι σαν μην έχουμε πάρει χαμπάρι τι έχει γίνει. Με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και στην Ευρώπη, με τις συνεχείς ανατροπές των βεβαιοτήτων μας και τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των προσδοκιών μας, δεν μπορείς να σφυρίζεις αδιάφορα ταμπουρωμένος στο οχυρό της στενοκεφαλιάς σου.
Μόνον οι αθεράπευτα δογματικοί και οι νεκροί παραμένουν αμετακίνητοι. Οι πρώτοι γιατί είναι ετερόφωτοι και φοβούνται να αναμετρηθούν με τις προκλήσεις χωρίς τα δεκανίκια του δόγματος, οι δεύτεροι γιατί δεν μπορούν να μετακινηθούν.
Το θέμα μας, όμως, είναι η διαχείριση της απογοήτευσης. Δεν αναφέρομαι στους απλούς πολίτες, αλλά στους επαγγελματίες πολιτικούς. Κι αυτοί δικαιούνται να αναθεωρήσουν. Υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για ειλικρινή και ανιδιοτελή μεταβολή και όχι για μετάλλαξη με σκοπό το προσωπικό όφελος.
Ο πολιτικός που νιώθει ότι το κόμμα του δεν βαδίζει στη σωστή κατεύθυνση, για να μην κατηγορηθεί για συναλλαγή είναι υποχρεωμένος να κάνει ορισμένες κινήσεις: βάζει στο κόμμα τις απόψεις του, παλεύει γι’ αυτές, προσπαθεί να πείσει για την ορθότητά τους με στόχο να γίνουν κάποια στιγμή πλειοψηφικές.
Αν αποτύχει, έχει τρεις δρόμους: είτε παραμένει και επιμένει περιμένοντας να δικαιωθεί από τη ζωή είτε πηγαίνει σπίτι του και ιδιωτεύει είτε προσχωρεί σε άλλο κόμμα, με το οποίο εκτιμά ότι ταιριάζουν τα χνώτα του, αφού όμως προηγουμένως παραδώσει την έδρα του.
Αυτή δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά στάση. Είναι μια τίμια στάση. Η τακτική: καταγγέλλω, φεύγω, δηλώνω ανεξάρτητος (μέχρι να αποφασίσω πού με συμφέρει να πάω για να επανεκλεγώ) ή εντάσσομαι σε χρόνο ρεκόρ σε άλλο κόμμα γιατί ξαφνικά ανακάλυψα πως μόνο αυτό μπορεί να σώσει την πατρίδα, κουβαλώντας και την έδρα μου, είναι ο ορισμός του οπορτουνισμού στην πιο χυδαία εκδοχή του.
Η συγκεκριμένη τακτική έχει γίνει μανιέρα για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών αυτής της κατηγορίας. Οι εξαιρέσεις μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το θλιβερό θέαμα το βλέπουμε να παίζεται ξανά στις μέρες μας.
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου