Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Η «Μαίρη Παναγιωταρά» στην εποχή της κρίσης



Το 2014 ήταν η πρώτη χρονιά που οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν τους θρησκευτικούς αλλά και το έτος εκτίναξης των συμφώνων συμβίωσης, +170% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, φτάνοντας από τα 581 στα 1.573 παρότι αφορούσε μόνον τα ετερόφυλα ζευγάρια.
της Ιωάννας Σωτήρχου
Μπορεί να έχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια από το εμβληματικό τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη που μιλούσε για τη Μαίρη Παναγιωταρά, «μια εργαζόμενη γυναίκα, μια καλή νοικοκυρά».
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το διάστημα πολλά έχουν αλλάξει. Ας πούμε, σε σχέση με τη δημιουργία οικογένειας και τη συντροφικότητα: πραγματοποιούνται λιγότεροι γάμοι και με καθυστέρηση, δηλαδή οι σύζυγοι έχουν μεγαλύτερη ηλικία πια για διάφορους λόγους εκπαίδευσης, ανεργίας ή εργασιακής ανασφάλειας.
Το 2014 ήταν η πρώτη χρονιά που οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν τους θρησκευτικούς αλλά και το έτος εκτίναξης των συμφώνων συμβίωσης, +170% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, φτάνοντας από τα 581 στα 1.573 παρότι αφορούσε μόνον τα ετερόφυλα ζευγάρια.
Από την άλλη μεριά, ο γάμος έγινε περισσότερο ευάλωτος και εύθραυστος καθώς πλέον ο ένας στους τρεις καταλήγει σε διαζύγιο. Επιπλέον, συνεχής είναι η μείωση του αριθμού των γεννήσεων («Εφ.Συν.» «Από τη «χαμένη γενιά» στα... αγέννητα της κρίσης» 4/11/2015).
Μάλιστα, το 2014 σημειώνεται το ιστορικό χαμηλό των 92.149 γεννήσεων τη στιγμή που οι ετήσιοι θάνατοι ξεπερνούν τις 120.000, ενώ η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση αυξάνεται φτάνοντας πλέον τα 31 χρόνια...
Είναι, όμως, και η κρίση που επέφερε ανατροπές, καθώς σήμερα η Μαίρη Παναγιωταρά μπορεί να είναι και η μοναδική κουβαλήτρια στο σπίτι: δηλαδή το μοναδικό εργαζόμενο άτομο της οικογένειας.
Αλλα πράγματα, πάλι, έμειναν ίδια: και σε αυτά συγκαταλέγεται η μονίμως ελλιπής σε δομές κρατική πρόνοια, πόσο μάλλον τώρα που την έχει περισσότερο ανάγκη η δοκιμαζόμενη πολλαπλώς κοινωνία. Και αυτό όσες προεδρικές συγγνώμες και αν διατυπωθούν δεν φαίνεται να αλλάζει.

Η αλλαγή νοοτροπίας

Ομως η εικόνα είναι αρκετά πιο σύνθετη, αφού ακόμη και στην αλλαγή νοοτροπίας που είχε αρχίσει να παρατηρείται σε πολλούς συντρόφους που συμμετέχουν στην οικογενειακή ζωή ή, αλλιώς, στην απλήρωτη οικιακή εργασία, όπως την αποκαλούν οι επιστήμονες, ήρθε η οικονομική ασφυξία να σαρώσει τις ζωές όλων: έτσι, σε πολλές περιπτώσεις η ανεργία, η έλλειψη εισοδήματος αλλά και οι περικοπές στις επιχορηγήσεις δημόσιων δομών είχαν αποτέλεσμα η φροντίδα των εξαρτημένων μελών να πισωγυρίσει στις παραδοσιακές της μορφές και να αποτελεί «γυναικεία υπόθεση».
Τις αλλαγές που έχουν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια και τις τάσεις που διαμορφώνονται τόσο στις συμπεριφορές όσο και στον καταμερισμό εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών συζητήσαμε με την επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Λάουρα Μαράτου - Αλιπράντη, που μας παρείχε τα στοιχεία που προαναφέραμε και παρουσίασε στο συνέδριο με θέμα «Ισορροπία εργασίας, οικογένειας και προσωπικής ζωής σε κρίση;» που συνδιοργάνωσαν το Κέντρο Μέριμνας Οικογένειας και Παιδιού (ΚΜΟΠ), το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και το Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας.
Στη συζήτησή μας ξεδιπλώθηκε το μωσαϊκό που συνθέτει τα νέα δεδομένα:
■ Η απώλεια θέσεων εργασίας των γυναικών ήταν δυσανάλογα μεγάλη καθώς αυτές εργάζονται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα που γνωρίζει μεγάλη ανεργία, γεγονός που σημαίνει ότι οι περισσότερες επιστρέφουν στο σπίτι.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε λιγότερες παροχές στην οικογένεια από το κράτος λόγω των περικοπών, την ίδια στιγμή που έχουμε μεγαλύτερη ζήτηση για δημόσιες υπηρεσίες, καθώς οι γονείς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα δίδακτρα των ιδιωτικών παιδικών σταθμών, με αποτέλεσμα, αν και οι θέσεις δεν μειώθηκαν στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς, να υπάρχουν περισσότερα παιδιά εκτός δομών κι εκεί που κάλυπταν το 91% της ζήτησης να καλύπτουν πλέον μόλις το 67%, ενώ πολλά παιδιά μένουν εκτός λόγω μεγαλύτερης ζήτησης.
■ Υπάρχουν αλλαγές στις αναπαραγωγικές συμπεριφορές και μεγάλη καθυστέρηση στην ανεξαρτητοποίηση των νέων που μέχρι την ηλικία των 34 χρόνων σε μεγάλο ποσοστό παραμένουν στην πατρική στέγη, κάτι που σαφώς αποτελεί οπισθοδρόμηση για τη συνομιλήτριά μας.
Συγκεκριμένα, το 2014 το 63,5% των νέων 18-34 ετών ζούσαν με τους γονείς από το αντίστοιχο 59,8% το 2009, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 27 είναι 47,6%.
Αλλαγές παρατηρούνται και στους τύπους των οικογενειών: κυριαρχεί η συμβατική οικογένεια παντρεμένων ζευγαριών με ή χωρίς παιδιά (82,22%), ακολουθούν οι μονογονεϊκές οικογένειες (15,4%) με επικρατέστερη μορφή αυτή της μητέρας με παιδί/ιά (12,9%), ενώ αισθητή κάνουν την παρουσία τους τα συμβιούντα ζευγάρια (σχεδόν 2,5%) κι ας απογράφηκαν για πρώτη φορά το 2011.
«Φαίνεται λοιπόν ότι η συζυγική ομάδα σήμερα είναι πιο εύθραυστη, η ρήξη συνήθης, το διγονεϊκό μοντέλο οικογένειας υπό αμφισβήτηση, οι νέοι καθυστερούν κι άλλο στην ανεξαρτητοποίησή τους και αντιμετωπίζουν διαφορετικά τα θέματα γάμου και συμβίωσης, καθυστερώντας να συνάψουν γάμο, να τεκνοποιήσουν, ενώ σημειώνεται αύξηση στον αριθμό των ζευγαριών που επιλέγει σύμφωνο συμβίωσης και τις γεννήσεις εκτός γάμου, ενώ αντίθετα οι γεννήσεις μειώνονται», παρατηρεί η ερευνήτρια.
■ Οσο για τη συμφιλίωση οικογένειας και εργασίας: Οι νέοι γονείς αρχίζουν και συμβάλλουν πιο πολύ στην καθημερινότητα της κοινής ζωής, στις οικιακές εργασίες, ενώ σε μεγαλύτερο βαθμό ασχολούνται και με τη φροντίδα του μικρού παιδιού σε σχέση με παλιότερα: «Φαίνεται ξεκάθαρα ότι από τα τέλη του ‘90 τα παραδοσιακά στερεότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων υποχωρούν.
»Από την άλλη, όμως, βλέπουμε από τα στατιστικά στοιχεία ότι μειώνονται οι οικογένειες διπλού εισοδήματος, που ήταν και οι περισσότερες, και αυξάνονται αντίστοιχα οι δύο άλλες μορφές οικογένειας: αυτή στις οποίες εργάζεται μόνο η γυναίκα και ο άντρας φροντίζει τα του οίκου και η οικογένεια των δύο ανέργων που σημαίνει ότι πολλά νοικοκυριά δεν έχουν κανένα εισόδημα».
Ετσι, στις νέες μορφές οικογένειας που προκύπτουν από την κρίση αυξάνονται οι γυναίκες κουβαλήτριες και τα νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανένας και αυτές είναι οι πιο ορατές συνέπειες της κρίσης στα μοντέλα οικογένειας που αφορά ζευγάρια με τουλάχιστον ένα παιδί κάτω των 18.
Ενώ βλέπουμε το 2008 ότι στο 55% αυτών των ζευγαριών εργάζονταν και οι δύο γονείς, το 2014 το ποσοστό πέφτει στο 44% - μείωση άνω των δέκα μονάδων.
Τα νοικοκυριά όπου η γυναίκα εργάζεται και ο άντρας δεν εργάζεται υπερτριπλασιάστηκαν καθώς από 2,5% το 2008 έφτασαν το 8,6% το 2014, ενώ το ποσοστό σε αυτά που και οι δύο δεν εργάζονται τετραπλασιάστηκε: από 2,5% το 2008 έφτασε στο 10% το 2014.

Συρρίκνωση των παροχών

Τι σημαίνει αυτό; «Οτι πολλά παιδιά θα μεγαλώσουν σε οικογένειες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη εργασίας, ενώ οι παροχές και οι υπηρεσίες για παιδιά σταδιακά συρρικνώνονται.
»Ετσι τα καινούργια δεδομένα, όταν και οι δύο γονείς ήταν εργαζόμενοι και είχαν αρχίσει και οι σύζυγοι να συμβάλουν στην καθημερινότητα, έχουν αρχίσει να ανατρέπονται λόγω των συνθηκών, ενώ καιροφυλακτεί η οπισθοδρόμηση πολλές γυναίκες να είναι πάλι αποκλειστικές φροντίστριες καθώς δεν εργάζονται, μοντέλο που έχει αρχίσει να γίνεται πάλι ορατό».
Γι’ αυτό, για την καθηγήτρια οι συνέπειες της κρίσης στις οικογένειες ήταν ολέθριες καθώς μειώθηκε δραματικά η γυναικεία απασχόληση, κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009-2013 σε μόλις 4 χρόνια, αντιστρέφοντας την πρόοδο που είχε συντελεστεί καθώς μάλιστα η ανεργία πλήττει περισσότερο τους νέους ανεξαρτήτως φύλου.
Η κ. Μαράτου - Αλιπράντη επισημαίνει ακόμη ότι «η οικογένεια είναι αυτή που συμβάλλει ακόμη ως προστατευτική ασπίδα καθώς οι γονείς ζούνε πλέον πολλά χρόνια μετά τη σύνταξη και συμβάλλουν στην ανατροφή των παιδιών», για να καταλήξει: «Θέλει δουλειά ακόμη η διανομή ρόλων και η ισότητα»…
! Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο www.worlbal.eu ενώ οι ποιοτικές μελέτες με τις σε βάθος συνεντεύξεις με γυναίκες επαγγελματίες αναμένεται να εκδοθούν από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Ισλανδία: Ενα κράτος-υπόδειγμα για τις εργαζόμενες γυναίκες

Παρότι την έπληξε αδυσώπητα η κρίση, οι πολιτικές που εφαρμόζει για την οικογένεια επιτρέπουν και στους δύο γονείς να συμμετέχουν ισότιμα στην επαγγελματική αλλά και οικογενειακή ζωή
Κι όμως υπάρχουν και ευτυχισμένες εργαζόμενες και μητέρες και μάλιστα όχι μόνο στις πλούσιες χώρες του Βορρά, με το αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας, αλλά και σε μία χώρα που έπληξε αδυσώπητα η κρίση, την Ισλανδία.
Πρόκειται για τη χώρα που έχει το μικρότερο χάσμα ανάμεσα στα φύλα, κάτι που κατάφερε να διατηρήσει ακόμη και μετά την κρίση και κατατάσσεται πρώτη το 2016 ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, σε αντίθεση με την Ελλάδα που κατέχει την 92η θέση ως η προτελευταία ευρωπαϊκή χώρα της κατάταξης (με σκορ 0,680) με τελευταία τη Μάλτα (0,664).
Η συμμετοχή γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι υψηλή, άνω του 80%, ενώ καταφέρνουν να έχουν τουλάχιστον δύο παιδιά, μακράν ακόμη και των σκανδιναβικών χωρών, σύμφωνα με τα στοιχεία των dr. Gudbjorg Andrea Jonsdottir και dr. Gudny Bjork Eydal Professor από το Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας.
Εκεί η εφαρμογή ίσων δικαιωμάτων στις αμοιβές και τη φροντίδα αποτελεί προτεραιότητα της πολιτικής τους, που περιλαμβάνει ακόμη συστήματα ποσόστωσης για την εκλογή υποψηφίων για τα πολιτικά κόμματα και την πολιτική ενδυνάμωση.
Με ποιον τρόπο οι πολιτικές οικογένειας και φροντίδας συνεισέφεραν και επέτρεψαν και στους δύο γονείς να συμμετέχουν ισότιμα στην επαγγελματική αλλά και οικογενειακή ζωή; Δαπανούν ως ποσοστό του ΑΕΠ το ένα τέταρτο σε κοινωνικές δαπάνες (25,2%), που πάντως δεν είναι το υψηλότερο του περιβόητου βόρειου μοντέλου, αν κανείς αναλογιστεί ότι πρώτοι σε σχετικές δαπάνες βρίσκονται οι Δανοί με 34,6% του ΑΕΠ τους.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά δαπάνες για την οικογένεια και τα παιδιά, οι Ισλανδοί επενδύουν το 2,7% του ΑΕΠ τους, έναντι 4% στη Δανία, 3,3% στη Φινλανδία, 3,2% στη Σουηδία και 3% στη Νορβηγία.
Σε αυτές περιλαμβάνονται βοηθήματα για μονογονεϊκές οικογένειες, επιδόματα στέγης, κοινωνική βοήθεια ή δάνεια για σπουδαστές ή συνταξιούχους με παιδιά, εκτεταμένη και γενναιόδωρη υποστήριξη πληρωμένων γονεϊκών αδειών αλλά και δημόσιας ημερήσιας φροντίδας και εκπαίδευσης νηπίων.
Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για την ανάπτυξη του μοντέλου των οικογενειών όπου και οι δύο γονείς όχι μόνο εργάζονται αλλά και φροντίζουν τα παιδιά σε αυτές τις χώρες.
Προκειμένου να ενισχυθεί η συμμετοχή του πατέρα στη φροντίδα του παιδιού, παρέχουν γονική άδεια και στους δύο γονείς για τους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους ήδη από την περασμένη δεκαπενταετία, της οποίας κάνουν χρήση ολοένα και περισσότεροι μπαμπάδες διατηρώντας την αμοιβή τους, ενώ η συμμετοχή των παιδιών σε υπηρεσίες ημερήσιας φροντίδας κυμαίνεται από το 85% για τα παιδιά 1-2 ετών έως 96% για αυτά που είναι 3-5 ετών.
Παράλληλα αυξήθηκε το ποσοστό των παιδιών που φοιτούν 8 ή και περισσότερες ώρες στα νηπιαγωγεία, φτάνοντας στο 80% τα τελευταία χρόνια οδηγώντας στο αποτέλεσμα η φροντίδα τους να μοιράζεται ανάμεσα στα δύο φύλα.

Πιο ευάλωτες οι μορφωμένες γυναίκες

Οι ώρες επαγγελματικής απασχόλησης επηρεάζουν αρκετά τη δυνατό­- τητα εξισορρόπησης μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής
Δυστυχώς η... Μαίρη Παναγιωταρά ως κατάσταση επιβιώνει ακόμη και στις οικογένειες των μορφωμένων γυναικών, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε και αφορούσε 1.000 κατά κύριο λόγο μορφωμένες γυναίκες (καθώς το 70% είχε μεταλυκειακές σπουδές και σε μεγάλο ποσοστό -46%- τριτοβάθμια εκπαίδευση), κατά μέσον όρο 40 ετών και μητέρες ανηλίκου, τα 2/3 των οποίων ήταν εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα.
Μπορεί το δείγμα της έρευνας να μη θεωρείται αντιπροσωπευτικό της ελληνικής κοινωνίας, ωστόσο είναι σημαντικά τα ευρήματά της:
«Οι ώρες επαγγελματικής απασχόλησης επηρεάζουν αρκετά τη δυνατότητα εξισορρόπησης μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Επίσης αυτό που επηρεάζει είναι τα παιδιά και η ηλικία του πιομικρού παιδιού, καθώς όσο πιο μικρά είναι τόσο περισσότερες υποχρεώσεις δημιουργούν, με αποτέλεσμα να αυξάνει η δυσκολία εξισορρόπησης μεταξύ επαγγέλματος και προσωπικής ζωής, συνθήκη που υπήρχε σε όλες τις περιπτώσεις.
Ακόμη φάνηκε ότι δεν υπήρχαν δυνατότητες υποστήριξης από τις κρατικές δομές, δεν ήταν πολλές που είχαν την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν ιδιωτικές δομές λόγω κόστους, ενώ συχνά στην κάλυψη αυτού του κενού φαίνεται να έχουν αρωγούς όχι τους συζύγους/συντρόφους, αλλά κυρίως τις γιαγιάδες και σε μικρότερο βαθμό τους παππούδες», όπως λέει στην «Εφ.Συν.» ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Αθανάσιος Κατσής.
Γονεϊκή εξάρτηση που καθυστερεί επ’ αόριστον την… ανεξαρτητοποίηση και άνετα θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως οπισθοδρόμηση, ελλείψει σύγχρονου κράτους αλλά και κάθε δυνατότητας χειραφέτησης, που εμποδίζει κάτι ακόμη: μια παγιωμένη αναχρονιστική νοοτροπία, που δύσκολα απ’ ό,τι φαίνεται αλλάζει.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, μόλις το 1/3 περίπου έχει πάει τα παιδιά σε ολοήμερο σχολείο, μόνο οι μισές (51%) έχουν κάνει χρήση άδειας μητρότητας, το 1/3 περίπου έχει κάνει χρήση άδειας ανατροφής και το 28% έχει χρησιμοποιήσει το ευέλικτο ωράριο.
Ακόμη, η μία στις τέσσερις περίπου έχει χρησιμοποιήσει τα κέντρα απασχόλησης, ενώ σχεδόν οι μισές (50,3%) έχουν στείλει το παιδί τους σε δημόσιο παιδικό σταθμό, τo 19% έχει στείλει τα παιδιά του σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό και το 7% σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο.
Για την πλειονότητα (48%), το ατομικό μηνιαίο εισόδημα ήταν της τάξης των 450-900 ευρώ, το 29% αμειβόταν με 900-1.500 ευρώ, ενώ για το 17% δεν ξεπερνούσε τα 450 ευρώ.
Αν κάτι όμως αποτυπώνει την επαγγελματική τους ανασφάλεια και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι ότι 52% των γυναικών θεωρούν πολύ ή αρκετά πιθανό να χάσουν την κύρια απασχόλησή τους στους επόμενους 6 μήνες, ενώ μόλις 22% θεωρούν πολύ ή αρκετά πιθανό να βρουν μια δουλειά με παρόμοιο μισθό.

Τα μνημόνια βλάπτουν σοβαρά την οικογένεια

Με το κράτος πρόνοιας απόν τα τελευταία 7 χρόνια η εξισορρόπηση του κόσμου της εργασίας και της οικογένειας εμφανίζεται σαν ένα επιπλέον επώδυνο «καθήκον» των γυναικών
Στο συνέδριο παρουσιάστηκαν μια σειρά ποιοτικών διερευνήσεων που πραγματοποίησε το ΕΚΚΕ και κατέδειξαν τον τρόπο που τα άλλοτε θεωρούμενα προνομιούχα επαγγέλματα γυναικών έχουν πληγεί εξίσου από την κρίση, με αποτέλεσμα σήμερα να συγκροτούν τις νέες ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, για να αποδειχτεί ότι η λαίλαπα που σαρώνει τη χώρα επτά χρόνια τώρα δεν έχει αφήσει τίποτα αλώβητο στο εισόδημα, την εργασία, το κράτος πρόνοιας, την προσωπική ζωή.
Οι μελέτες περίπτωσης επικεντρώθηκαν σε 110 γυναίκες, 25-50 ετών, με ανήλικα παιδιά, που εργάζονται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, είναι ετεροαπασχολούμενες και γυναίκες άνεργες, ανήκουν σε διαφορετικές επαγγελματικές κατηγορίες και προσδιορίστηκαν είτε με το κριτήριο της άσκησης επαγγέλματος υψηλής ευθύνης, είτε με το κριτήριο του υψηλού εκπαιδευτικού κεφαλαίου, είτε με το κριτήριο της άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος, είτε με το κριτήριο της προστασίας του επαγγέλματος από το κράτος.
«Ανεξάρτητα με το αν πρόκειται για γυναίκες ιστορικούς που εργάζονται ως μέλη ΔΕΠ και ερευνήτριες, δικαστές, γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, φαρμακοποιούς, αρχιτέκτονες/πολιτικούς μηχανικούς, κοινωνιολόγους, επιχειρηματίες/αισθητικούς, δημοσίους υπαλλήλους και κοινωνιολόγους, κοινός παρονομαστής όλων των μελετών είναι ότι σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, η σχέση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής αποκλίνει όλο και περισσότερο από την προοπτική της συμφιλίωσης.
»Η εξισορρόπηση του κόσμου της εργασίας και της οικογένειας εμφανίζεται σαν ένα επιπλέον επώδυνο “καθήκον” στον μακρύ κατάλογο επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των γυναικών αυτών.
»Εν απουσία υποστηρικτικών κρατικών δομών και σε συνθήκες συρρίκνωσης των εισοδημάτων, η προσφυγή σε αμειβόμενες εξωτερικές υπηρεσίες βοηθητικού χαρακτήρα, τόσο στην εργασία όσο και στην οικογένεια, καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής.
»Αντίθετα, οι υιοθετούμενες μνημονιακές πολιτικές επιδεινώνουν τις συνθήκες άσκησης των επαγγελμάτων και πλήττουν ποικιλοτρόπως τις γυναίκες που μελετήθηκαν.
»Οι πολιτικές αυτές λειτουργούν σε βάρος της προοπτικής συμφιλίωσης του κόσμου της εργασίας και της οικογένειας, ωθώντας, σε κάποιες περιπτώσεις, τις γυναίκες αυτές να αναζητούν διέξοδο στην πρόωρη έξοδο από το επάγγελμα και στην επιστροφή στον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας ως μητέρας και νοικοκυράς στο σπίτι», παρατηρούν οι Ιωάννα Τσίγκανου και Μαρία Θανοπούλου, υπεύθυνες των ερευνών που πραγματοποίησαν περισσότερες από δέκα ερευνήτριες του ΕΚΚΕ σε αντίστοιχες επαγγελματικές κατηγορίες που κατατάσσονται στις κοινωνικές «ελίτ», έρευνες που πρόκειται να εκδοθούν προσεχώς.
Οι γυναίκες, ανεξάρτητα από επάγγελμα, στις αφηγήσεις τους είναι σαν να μιλάνε εξ ονόματος όλων των γυναικών με ανήλικα παιδιά: από τις μαρτυρίες τους περνάνε οι δυσμενείς ανατροπές στους όρους και τις συνθήκες εργασίας, οι δυσκολίες που βιώνουν στην καθημερινότητα για να καταφέρουν να συνδυάσουν τις υποχρεώσεις της δουλειάς με τη φροντίδα της οικογένειας, η σύγκρουση μερικές φορές μεταξύ μητρότητας και εργασίας, η οδύνη για την απομάκρυνση της προοπτικής να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής για τις ίδιες και τα παιδιά τους, τα διλήμματα και τελικά οι θυσίες στην καριέρα και την προσωπική τους ανάπτυξη προκειμένου να έχουν χρόνο με τα παιδιά τους.

Η ανδροκρατία

Οσο για τα προβλήματα: παρά τις προβλέψεις για «ισότητα» στις σχέσεις των δύο φύλων στο θεσμικό πλαίσιο, αυτή παρεμποδίζεται τόσο δομικά όσο και εμπράκτως και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ανδροκρατική στελέχωση ή τον ιεραρχικό κατά φύλο καταμερισμό στην αγορά εργασίας.
Πέρα από τα νομοθετικά κενά, η Μανίνα Κακεπάκη, εντεταλμένη ερευνήτρια (ΕΚΚΕ), κατέθεσε στο συνέδριο την «ομόφωνη πεποίθηση ότι δεν καλύπτονται επαρκώς οι ανάγκες».
Στην έρευνά της ανάμεσα σε γυναίκες εμπειρογνώμονες και στελέχη της δημόσιας διοίκησης με εμπειρία στον σχεδιασμό και την υλοποίηση ή την αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών για το φύλο, είτε λόγω της μακρόχρονης ερευνητικής/ακαδημαϊκής ενασχόλησης, είτε λόγω θέσης σε φορείς χάραξης πολιτικής, «όλες οι ερωτώμενες επέμειναν ότι δεν έχει αντιμετωπιστεί όπως θα έπρεπε η αλλαγή νοοτροπίας και η εξάλειψη των στερεοτύπων σε συνάρτηση με το θέμα της κατανομής των ρόλων στην οικογένεια».
Οι επιπτώσεις της κρίσης δεν επέφεραν μόνο εκτεταμένες περικοπές στους πόρους άσκησης κοινωνικής πολιτικής αλλά και την επιβολή άτυπων σχέσεων εργασίας, εκτός νόμου και προστασίας, με αποτέλεσμα αυτές οι διεκδικήσεις να θεωρούνται «πολυτέλεια».
«Οι πολιτικές εναρμόνισης της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής συνέτειναν στο να διευκολυνθούν οι γυναίκες στην οργάνωση του οικογενειακού και εργασιακού τους βίου, εντούτοις δεν συνέβαλαν στην ανατροπή παγιωμένων και στερεοτυπικών διακρίσεων αλλά περισσότερο διευκόλυναν τις γυναίκες για την επιτέλεση των διπλών τους καθηκόντων.
»Δεν υπήρξε κάποιος ουσιαστικός κεντρικός σχεδιασμός στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής που να ενσωματώνει πραγματικά τη διάσταση του φύλου. Οι υφιστάμενες πολιτικές δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν ή και δημιούργησαν μια άλλη “διάκριση” μεταξύ εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα», είναι η αξιολόγηση της κ. Κακεπάκη.

Το 80% των εργαζομένων γυναικών δέσμιες των οικιακών εργασιών και των μικρών παιδιών

Ο όρος work life balance χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ισορροπία μεταξύ των ευθυνών των γονέων που σχετίζονται αφενός με την αμειβόμενη εργασία και αφετέρου με δραστηριότητες της μη αμειβόμενης εργασίας.
Τα μέτρα που μπορούν να ενισχύσουν αυτή την ισορροπία μπορεί να είναι υπηρεσίες φροντίδας των εξαρτημένων μελών της οικογένειας έως και μέτρα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, μέτρα που διευκολύνουν τον συνδυασμό εργασίας και οικογένειας (ευέλικτο ωράριο ή μορφές απασχόλησης) και μέτρα που προωθούν την ανακατανομή των γονεϊκών ευθυνών στην καθημερινή οικογενειακή ζωή.
Αν και το θέμα δεν είχε τύχει ιδιαίτερης μελέτης στο παρελθόν, σύμφωνα με την ερευνήτρια καθηγήτρια κ. Αλιπράντη, που έχει ασχοληθεί εκτενώς με θέματα οικογενειακής πολιτικής, αγοράς εργασίας και τις έμφυλες διακρίσεις στην κοινωνία, το 80% των εργαζόμενων γυναικών παρέμεναν δέσμιες των οικιακών εργασιών και της φροντίδας των μικρών παιδιών, με ισχυρότερο παράγοντα αναπαραγωγής της ανισότητας τις υπάρχουσες αντιλήψεις για τον ρόλο των δύο φύλων.
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου