της Κυριακής Μπειόγλου
Η καινούργια χρονιά μάς καλεί πάντα σ’ έναν «ανασχηματισμό» του εαυτού μας. Πώς θα αυτοπροσδιοριστούμε στις νέες συνθήκες της δύσκολης εποχής που ζούμε; Χρειάζεται ίσως να επανεξετάσουμε θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης φύσης; Τι θέλουμε πραγματικά να είμαστε; Με ποιους πρέπει να πάμε και ποιους να αφήσουμε; Περίπλοκα και μπερδεμένα στο μυαλό μας τα πρέπει, τα μη, τα θέλω, τα γιατί! Καταιγισμός σκέψεων, αμφιβολιών, πληροφοριών και διλημμάτων.
Οι ερωτήσεις μεταξύ μας πέφτουν βροχή, σαν κι αυτές που έγραφε ο Διονύσης Σαββόπουλος στον «καλό του φίλο»: «Θα έχει φαγοπότι και φως όλο το χρόνο; (ας βάλουμε και το νερό!). Θα βγάζουν λόγο και οι μουγκοί; (γιατί οι κουφοί μιλούσαν μόνο!). Θα επιτραπεί ο έρως όπως τον θέλει ο καθείς; Θα παντρευτούνε και οι καλόγεροί μας, μα κατόπιν δοκιμής; Και ως διά μαγείας θα εξαφανιστούν κάτι κρετίνοι, κάτι απαίσιοι, που μας ταλαιπωρούν;».
Απροσδιόριστο το μέλλον. Αγνωστο το τι θα μας φέρει ο καινούργιος χρόνος. Η πραγματικότητα έχει αποδειχθεί περισσότερο απρόβλεπτη κι από τα πιο ευφάνταστα σενάρια.
Τα χρόνια όμως που περνάνε μπορούμε να τα σκεφτούμε και να τα «επανεκτιμήσουμε». Εστω κι αν ξαναθυμηθούμε, για λίγο, «όσα μας βρήκαν κι όσα μας πόνεσαν». Υπάρχουν όμως κι άλλα, πολλά και σημαντικά μέσα μας, που μας έδωσαν χαρά. Κατεβαίνοντας στις αποθήκες ή ανεβαίνοντας στα πατάρια, είμαι σίγουρη πως θα σχηματιστεί ένα χαμόγελο στην άκρη της σκάλας.
Στις παλιές φωτογραφίες, στα μισοσβησμένα γράμματα, στα ρούχα που δεν μας κάνουν, στα σπίτια όπου ζήσαμε, στα ξενοδοχεία όπου κοιμηθήκαμε, στα παιδιά που μεγαλώνουν, στους ξεφλουδισμένους τοίχους των μπαρ και των μαγαζιών που αγαπήσαμε, στα βιβλία που έχουν αποτυπώματα από τα χέρια μας, στους ανθρώπους που χάσαμε, στους ανθρώπους που κερδίσαμε, στις μικρές και μεγάλες ρυτίδες, μετράνε οι χρόνοι που περάσαμε.
Ξέρουμε όλοι πως φεύγουν μόνο εκείνα που θέλουμε να ξεχάσουμε. Κι αν ακόμα δεν καταφέρουμε να ξεχάσουμε τα άσχημα που συνέβησαν την περασμένη χρονιά, τουλάχιστον ας ευχηθούμε να ξεθωριάσει η ανάμνησή τους από το φως του νέου χειμερινού ηλιοστασίου, που γεννιέται κάθε χρόνο αυτές τις μέρες του Δεκέμβρη.
Ανεξίτηλες θα μείνουν όμως οι εικόνες των μικρών παιδιών του βάρβαρου πολέμου στα χρονικά του αιώνα μας. Θέλω να πιστεύω πως κάθε παιδί που χάθηκε, κάθε άνθρωπος που πνίγηκε στις θάλασσες της ελευθερίας, έγινε «άνθος του γιαλού». Ενα φως που εκπέμπει τις νύχτες, σαν ήρωας στα «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη:
«Μερικοί λένε, πως το Ανθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος. Κι’ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».
Το φως του νεογέννητου χρόνου ας φωτίσει όλα τα σκοτάδια της ψυχής. Και κυρίως τις ψυχές εκείνες που έχουν σήμερα τη δύναμη και την εξουσία να σταματήσουν την ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη πορεία των πραγμάτων στον κόσμο. Καλή χρονιά!
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου