του Γιάννη Μάρκοβιτς
Ο ευτραφής μεσήλικας είναι αναψοκοκκινισμένος από την ένταση που έχει η πολιτική συζήτηση. Εν τω μεταξύ έχει καμακώσει το καλαμαράκι, βουτάει το ψωμί στη χωριάτικη σαλάτα και κοιτάζει με αλλοπαρμένο βλέμμα τις κουτσομούρες που βλέπει ότι λιγοστεύουν με ευθύνη των συνδαιτυμόνων. Όμως τι να κάνει; Μπορεί να παραμένει σιωπηλός; Μ’ αυτά που ακούει κι ετούτα που γίνονται;
«Μα δεν το βλέπετε αγαπητοί μου; Είναι πασιφανές! Πιο ξεκάθαρα δε γίνεται! Δεν ξέρουν πώς να κυβερνήσουν! Είναι ανίδεοι. Διαβάστε τι γράφεται στα σάιτς και θα δείτε με τα μάτια σας! Να, για παράδειγμα χτες διάβασα ότι…»
Η κυρία των πενήντα και κάτι Μαΐων με το έντονα κόκκινο κραγιόν και την απλωτή γραμμή στο ύψος των ματιών, ξεφυσάει από αγανάκτηση. Οι φιλενάδες που είναι μαζί της δε συμμερίζονται τον καημό της. Τόση ώρα στην καφετερία, πίνουν τον καφέ τους, καπνίζουν αρειμανίως και συζητούν -τρόπος του λέγειν- περί ανέμων και υδάτων. Με την πρώτη ευκαιρία, μια απ’ όλες τους λέει γι’ αυτό έκανε η κυβέρνηση ή για κείνο που άλλαξε στα νοσοκομεία!
Η κυρία των πενήντα και κάτι Μαΐων με το έντονα κόκκινο κραγιόν και την απλωτή γραμμή στο ύψος των ματιών, ξεφυσάει από αγανάκτηση. Οι φιλενάδες που είναι μαζί της δε συμμερίζονται τον καημό της. Τόση ώρα στην καφετερία, πίνουν τον καφέ τους, καπνίζουν αρειμανίως και συζητούν -τρόπος του λέγειν- περί ανέμων και υδάτων. Με την πρώτη ευκαιρία, μια απ’ όλες τους λέει γι’ αυτό έκανε η κυβέρνηση ή για κείνο που άλλαξε στα νοσοκομεία!
«Όλα καλά είναι για σας; Μα είστε τόσο, μα τόσο, πωρωμένες; Αυτοί έχουν απαξιώσει τα πάντα! Ετούτοι είναι αναθεματισμένοι! Δεν έχουν μήτε ιερό, ούτε όσιο. Ξέρετε τι διάβασα σ’ ένα μπλογκ ότι έκαναν στην πόλη μας; Ε λοιπόν… ακούστε καλά για να μαθαίνετε!»
Ο προσφάτως ενηλικιωθείς νεαρός με το ξυρισμένο μαλλί στους κροτάφους και το μπλουζάκι με το ανορθόγραφο σύμβολο, γλιστερό από την ηθελημένη απλυσιά, απευθύνεται υψηλόφωνα στους κολλητούς του που πληκτρολογούν με μανία τα σμάρτφονς τους, με ύφος παντογνώστη και ειδήμονα επί παντός επιστητού.
Ο προσφάτως ενηλικιωθείς νεαρός με το ξυρισμένο μαλλί στους κροτάφους και το μπλουζάκι με το ανορθόγραφο σύμβολο, γλιστερό από την ηθελημένη απλυσιά, απευθύνεται υψηλόφωνα στους κολλητούς του που πληκτρολογούν με μανία τα σμάρτφονς τους, με ύφος παντογνώστη και ειδήμονα επί παντός επιστητού.
«Ρε μαλάκες, όλα είναι στημένα! Κι αυτοί είναι σαν τους άλλους… Ρε μας δουλεύουν σας λέω όλοι. Ψιλό γαζί! Μου το ’πε κι ο μπάρμπας μου! Ξέρετε… είναι στα μέσα και στ’ έξω! Πάντα ήταν στα κουμάντα, να πούμε! Λοιπόν…, χαϊβάνια, διάβασα στο φου μπου τι θα κάνουν μ’ όλους τους λεχρίτες που μάζεψαν. Εμάς ξέρετε… χεσμένους μας έχουν! Ποιους εμάς; Τους Έλληνες! Θα σας τα πω εγώ… εγώ που τα ξέρω καλά… εγώ που τα διαβάζω καθημερινά… είναι στις αναρτήσεις. Ακούτε καλά ρε ζώα! Θα κάνουν…»
Η έφηβος κοπελιά πίνει τον φραπέ της στο μισοσπασμένο παγκάκι του πλημμελώς συντηρημένου πάρκου, στέλνοντας με μανία μηνύματα στις φίλες της. Μόνη πάλι. Οι γονείς της στην κοσμάρα τους! Οι κολλητές της κι αυτές με τα δικά τους! Τα αγόρια χαμένα στην αναζήτηση των ψηφιακών θησαυρών…, στα πόκεμον και στα μόκεμον! Μονολογεί:
Η έφηβος κοπελιά πίνει τον φραπέ της στο μισοσπασμένο παγκάκι του πλημμελώς συντηρημένου πάρκου, στέλνοντας με μανία μηνύματα στις φίλες της. Μόνη πάλι. Οι γονείς της στην κοσμάρα τους! Οι κολλητές της κι αυτές με τα δικά τους! Τα αγόρια χαμένα στην αναζήτηση των ψηφιακών θησαυρών…, στα πόκεμον και στα μόκεμον! Μονολογεί:
«Θεέ μου, τι πλήξη είναι αυτή! Αφόρητη βαρεμάρα! Κι αυτοί δεν καταλαβαίνουν; Όλοι κι όλα τούς πειράζουν! Να τ’ αλλάξουν! Γιατί δεν είναι καλά; Εμένα μου λένε ότι μια χαρά ήταν! Έκαναν αυτό που ήθελαν και μείς είχαμε τη βόλεψή μας! Περνούσαν οι μέρες. Έτσι λέει ο μπαμπάς κι η μαμά! Τι θέλαμε να τους ψηφίζαμε; Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να πάω για να ψηφίσω. Θα το έκανα… έτσι για να τη σπάσω στους γέρους! Πάλι είμαι στο πάρκο μόνη! Κι αυτό το ίνσταγκραμ… όλο κολλάει! Κι οι γονείς μου; Τίποτα, μα τίποτα; Ουφ! Αϊ στο καλό όλοι τους! Να δω κάνα νέο χάσταγκ».
Ο ηλικιωμένος πολιτευτής με το κοντοκουρεμένο μαλλί και το καλοξυρισμένο πρόσωπο, κλειδώνει ράθυμα το γραφείο του. Τα βήματά του είναι αργά. Δικαιολογούνται από την ηλικία και την κόπωση. Όμως η κούραση είναι περισσότερο ψυχολογική, παρά σωματική. Μια ακόμη μέρα χωρίς λόγο. Καταβαραθρώνεται. Χαμένος πια ο χρόνος, σκέφτεται.
Ο ηλικιωμένος πολιτευτής με το κοντοκουρεμένο μαλλί και το καλοξυρισμένο πρόσωπο, κλειδώνει ράθυμα το γραφείο του. Τα βήματά του είναι αργά. Δικαιολογούνται από την ηλικία και την κόπωση. Όμως η κούραση είναι περισσότερο ψυχολογική, παρά σωματική. Μια ακόμη μέρα χωρίς λόγο. Καταβαραθρώνεται. Χαμένος πια ο χρόνος, σκέφτεται.
«Με τους άλλους ακόμα κι όταν ήμασταν στην αντιπολίτευση κάτι γινόταν. Το «μαγαζί» κουτσοδούλευε! Τώρα πια, από τη στιγμή που μας κάθισαν στο σβέρκο αυτοί… άντε να μη πω καμία χοντράδα, όλα παν κατά διαόλου! Όσο περνάει ο καιρός, τόσο χάνουμε τα ερείσματα! Μια το ’να, μια τ’ άλλο… αυτά που ξέραμε τελείωσαν. Όσοι έμειναν φαίνεται ότι έχουν λουφάξει! Έχει γούστο να τους βγουν αυτά που θέλουν να κάνουν. Μετά να δω τι θα γίνει με μας! Τόσα και τόσα τους λέμε μέσα απ’ το ιντερνέτ, αυτοί το χαβά τους. Να διορθώσουν τα πράγματα, να φέρουν τα πάνω κάτω! Κι απ’ την άλλη ο κοσμάκης δεν έρχεται πίσω μαζί μας! Συνεχίζει να πιστεύει ότι μ’ αυτούς θα είναι καλύτερα. Σκατά όλα πάνε. Σε λίγο καιρό να δούμε τι θα κάνει ο γαμπρός μου. Πως θα τρώει τα θαλασσινά! Και τι θα γίνει η κόρη μου που δεν χάνει απογευματινό καφεδάκι με τις φίλες της! Μην πω τίποτα για τα εγγόνια μου... χαραμοφάηδες! Πω, πω! Παν τα μπερεκέτια! Α ρε πού είναι τα παλιά μεγαλεία! Είναι δυνατόν αυτό; Μόνο που σκέφτομαι τι χάνω κάθε μέρα τρομάζω! Όσο πιο πολύ χρόνο είναι αυτοί στην κυβέρνηση, τόσο το χειρότερο για μένα και τους δικούς μου! Αυτό είναι: Δεν το αντέχω αυτό που συμβαίνει!»
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου