του Τάσου Κωστόπουλου
Ογδόντα χρόνια μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, του πιο βάρβαρου πολιτικού καθεστώτος που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα σε συνθήκες ειρήνης, η εγχώρια συντηρητική ιστοριογραφία δείχνει αποφασισμένη ν’ αποκαταστήσει πολιτικά αυτή την «παρεξηγημένη» εμπειρία ως μια κατά βάθος θετική εξέλιξη.
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολιτικών ανατροπών, η δρακόντεια διασφάλιση της (καθεστηκυίας) τάξης από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου εκτιμάται πλέον πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν ο σεβασμός των ατομικών ελευθεριών ιεραρχούνταν ως πρωταρχική αξία και το δικαίωμα των λαϊκών τάξεων ν’ αγωνιστούν για τη βελτίωση της ζωής τους αναγνωριζόταν ως αυτονόητο.
Γενεαλογικό δέντρο με ξένες ρίζες
Το πιο εντυπωσιακό δείγμα αυτής της επανεκτίμησης αποτελεί το βιβλιαράκι «Ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος για το έργο και τη δράση εννέα πολιτικών ανδρών», που κυκλοφόρησε πέρσι τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις Ικαρος.
Ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος (και πρώην πρόεδρος) της Ακαδημίας Αθηνών, ιδρυτής και γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Καραμανλής, επίτιμος διευθυντής του σαλονικιού ΙΜΧΑ, ο συγγραφέας θεωρείται κατά κάποιον τρόπο ο πρύτανης της δεξιάς ιστοριογραφίας στη χώρα μας.
Σε αντίθεση με τους τίτλους του, αλλά και με άλλους συντηρητικούς συναδέλφους του, το συγγραφικό έργο του δεν έχει ασκήσει κάποια ιδιαίτερη επίδραση στην ευρύτερη ιστοριογραφική παραγωγή ή τον επιστημονικό διάλογο των τελευταίων δεκαετιών.
Μοναδική ίσως εξαίρεση η εκ μέρους του επιμέλεια της δωδεκάτομης έκδοσης ενός τμήματος του αρχείου Καραμανλή (1997), με εμφανείς αγιογραφικές προθέσεις και πολιτικά στοχευμένες λογοκριτικές παρεμβάσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ντοκουμέντα.
Η τελευταία ωστόσο παρέμβασή του έχει εμφανώς κανονιστικό χαρακτήρα, όπως διαπιστώνουμε από τον κατάλογο των εννέα βιογραφούμενων: Ρήγας Βελεστινλής, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ιωάννης Καποδίστριας, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Χαρίλαος Τρικούπης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Ιωάννης Μεταξάς, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και, φυσικά, Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για συνολική επισκόπηση των κεντρικών φυσιογνωμιών της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, αφού απουσιάζουν ουκ ολίγες μορφές εξίσου ή και περισσότερο εμβληματικές - από τον εμπνευστή της Μεγάλης Ιδέας Ιωάννη Κωλέττη, τον κατεξοχήν εκφραστή του μαχητικού αλυτρωτισμού (και δέκα φορές πρωθυπουργό) Αλέξανδρο Κουμουνδούρο ή τον πρωτεργάτη του εθνολαϊκισμού Θεόδωρο Δηλιγιάννη, μέχρι τους Γεώργιο και Ανδρέα Παπανδρέου (η πολιτική εμβέλεια των οποίων υπήρξε απείρως σημαντικότερη απ’ ό,τι π.χ. του Κανελλόπουλου).
Περισσότερο θυμίζει κατασκευή ενός αυθαίρετου «γενεαλογικού δέντρου» της σημερινής ελληνικής Δεξιάς, με κάποιες καταξιωμένες μορφές του απώτερου παρελθόντος να καλούνται να νομιμοποιήσουν τους λιγότερο αποδεκτούς «επιγόνους» τους.
Η αναζήτηση επαναστατικών απαρχών γι’ αυτό το πάνθεο, με την αναγόρευση του εθνομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή σε πολιτικό προπάτορα του Ιωάννη Μεταξά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκαλεί βέβαια το χαμόγελο κάθε πικραμένου· δεν πρόκειται όμως για την πρώτη φορά που κάποια κομματικά στρατευμένη ιστοριογραφία επιδίδεται σε ακροβασίες, προκειμένου να προσδώσει στην παράταξή της το επιθυμητό ιστορικό βάθος και κύρος.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Σβολόπουλος επιχειρεί να εξηγήσει τα κριτήρια που επέβαλαν τη συγκεκριμένη επιλογή, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα τα βασικά διαχρονικά χαρακτηριστικά της επίμαχης νοερής κοινότητας· η αυθαιρεσία του όλου σχήματος προδίδεται, ωστόσο, από τη διακριτική παραδοχή (μη κατονομαζόμενων) εξαιρέσεων σε κάθε περίπτωση.
Παραδέχεται πως «η συμβολή των εννέα ανδρών δεν υπήρξε ισομερής και ισομεγέθης» και πως «η ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία τους δεν ήταν κοινή»(σ. 11), αντιτάσσει όμως τον ισχυρισμό ότι «κατά πλειονότητα διακρίνονταν από ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική τάση, την οποία, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, δοκίμασαν να εφαρμόσουν· και, επιπλέον, διατηρούσαν κατά κανόνα μιαν αισιόδοξη άποψη για τις ικανότητες και τις δυνατότητες των Ελλήνων. Απαξιώθηκε, εν τούτοις, βραχυπρόθεσμα ή και εκβλήθηκε από την εξουσία μέρος των πολιτικών αυτών ηγετών υπό το κράτος πλειοψηφικών ή και δημαγωγικών συνθημάτων» (σ. 11-12).
Εκτός από την αποδοκιμασία του «ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού» από τον δημαγωγημένο λαό, άλλα δομικά χαρακτηριστικά του γενεαλογικού δέντρου αφορούν την προσκόλληση στη «Δύση» και τις «εκσυγχρονιστικές» επαγγελίες:
● «Από την ανακήρυξη, τουλάχιστον, του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το πολιτικό πρόγραμμά τους είχε -με ελάχιστες εξαιρέσεις- βασιστεί στη σύμπλευση με τις ισχυρές δυνάμεις της Δύσης» (σ. 12).
«Είχαν τη συνείδηση ότι η επίδραση του διεθνούς περίγυρου, ανεξάρτητα από τη δυνατότητα της Ελλάδας να διαφοροποιηθεί, είναι καθοριστική· και θεωρούσαν, κατά πλειονότητα, ότι η χρήση πολιτικού λόγου καταληπτού και διεθνώς αποδεκτού είναι αναγκαία» (σ. 13).
● «Επιδίωξαν, τέλος, κατά πλειονότητα να συγκροτήσουν ένα ορθολογικό πρόγραμμα και να προβούν σε κυβερνητική δράση σύμφωνη με το πνεύμα και τις προβλέψεις της εποχής, επιδιώκοντας τον χαρακτηρισμό του εκσυγχρονιστή» (σ. 13).
Η ένταξη και μόνο του δικτάτορα σ’ αυτό το εκσυγχρονιστικό πάνθεο αρκεί για ν’ αποτελέσει ιστοριογραφική είδηση πρώτου μεγέθους.
Ομως ο Σβολόπουλος δεν περιορίζεται σ’ αυτό, αλλά ωραιοποιεί απροσχημάτιστα τα πεπραγμένα του Μεταξά, πριν και μετά την 4η Αυγούστου.
Εκτός από την αμφισβήτηση των φασιστικών χαρακτηριστικών του μεταξικού καθεστώτος και την εμμονή στην «εργατική και αγροτική βάση» ή τον«αντιπλουτοκρατικό χαρακτήρα» του (σ. 174-5), αποκαλυπτική είναι επίσης η πλήρης αποσιώπηση της εμπλοκής του Μεταξά, ως κοινοβουλευτικού υπουργού Συγκοινωνιών (1926-28), σε δυο από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της περιόδου προς όφελος βρετανικών συμφερόντων· σκάνδαλα που οδήγησαν, μάλιστα, στη μη επανεκλογή του κατά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο αναγνώστης παραπληροφορείται, αντίθετα, πως αυτή η εκλογική αποτυχία του Μεταξά οφειλόταν στην απροθυμία του να επιδοθεί σε πελατειακές εξυπηρετήσεις των εκλογέων του.
Η αδόκητη αποδοκιμασία ενός «χρηστού» και «ικανού» πολιτικού επιστρατεύεται μάλιστα ως δικαιολογία για τον μετέπειτα αντικοινοβουλευτισμό του:
«Νέα απογοήτευση θα δοκιμάσει όταν, ως υπουργός Συγκοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη, 1926-28, παράλληλα με την επιτέλεση αξιόλογου έργου θα γίνει δέκτης σωρείας προσωπικών αιτημάτων. “Αποκτώ την πεποίθησιν ότι είναι αδύνατον να προοδεύσωμεν με κοινοβουλευτικόν πολίτευμα”. Το αίσθημα αυτό θα επιταθεί όταν, κατά τις εκλογές του 1928, θα αποτύχει να εκλεγεί έστω και βουλευτής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κεφαλονιά, γεγονός που θα προκαλέσει την ανίατη απογοήτευσή του» (σ. 173).
Αν κάποιος έφταιγε για τη δικτατορική εκτροπή της 4ης Αυγούστου, αυτός ήταν λοιπόν ο ίδιος ο λαός, που με την ψήφο του τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τον ψυχικό κόσμο του μελλοντικού εθνικού ηγέτη…
Ο φασισμός ως «πολιτικός πραγματισμός»
Οι βασικές πηγές στις οποίες παραπέμπει ο Σβολόπουλος είναι το ημερολόγιο του ίδιου του Μεταξά και οι εξωραϊστικές βιογραφίες του δικτάτορα από τον Παναγιώτη Γερασίμοφ Βατικιώτη («Μια πολιτική βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά. Φιλολαϊκή απολυταρχία στην Ελλάδα, 1936-1941», Αθήνα 2005) και την Μαρίνα Πετράκη («Ο Ιωάννης πίσω από τον Μεταξά», Αθήνα 2014).
Αν η πρώτη απ’ αυτές τις βιογραφίες προέρχεται από έναν δεδηλωμένο θαυμαστή αυταρχικών μοντέλων, η δεύτερη σηματοδοτεί την αποκατάσταση του «εθνικού κυβερνήτη» από την πρωτοπορία του μνημονιακού ελληνικού αστισμού.
Το βιβλίο εκδόθηκε από την «Καθημερινή» με χορηγό την Alhpa Bank, στο πλαίσιο της σειράς «Ηγέτες» που επιμελήθηκε ο καθηγητής Θάνος Βερέμης - πάλαι ποτέ κάτοχος της «έδρας Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο υπερατλαντικό Fletcher School (2001-2003), πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας επί Καραμανλή του νεότερου (2004-2010) και υποψήφιος βουλευτής με τη «Δράση» του Στέφανου Μάνου το 2012.
Ο κατάλογος των δέκα βιογραφούμενων της σειράς καλύπτει εδώ όλο το διάστημα από την αρχαιότητα μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: Περικλής, Αριστοτέλης, Μ. Αλέξανδρος, Ιουστινιανός, Ρήγας, Κολοκοτρώνης, Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος και… Μεταξάς.
Στον γενικό πρόλογο της σειράς, ο Βερέμης είναι εξαιρετικά λακωνικός για τα προσόντα που ανέδειξαν τον Μέγα Κυβερνήτη σε μορφή ισάξια του Περικλή και του Μακεδόνα στρατηλάτη:
«Ο Ιωάννης Μεταξάς, αν και δικτάτορας, προετοίμασε τη χώρα για την ξένη εισβολή και τον ελληνικό θρίαμβο στα βουνά της Αλβανίας» (σ. 13).
Με άλλα λόγια, του οφείλουμε προσωπικά όχι μόνο το «Οχι» στον Γκράτσι, αλλά και όλα όσα θετικά ακολούθησαν.
Η τεκμηρίωση αυτής της αποτίμησης, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θυμόσοφη λαϊκή έκφραση των επόμενων δεκαετιών («υπέρ αεροπορίας»), στηρίζεται από την Πετράκη σ’ ένα και μοναδικό, εξόφθαλμα προπαγανδιστικό βρετανικό σύγγραμμα του 1942 (σ. 199-200).
Κατά τα άλλα, συναντάμε κι εδώ (ή, μάλλον, πρωτοσυναντάμε) την προσπάθεια αμφισβήτησης των φασιστικών χαρακτηριστικών της 4ης Αυγούστου, με επιχειρήματα όπως η απουσία εμφανίσεων του δικτάτορα με στρατιωτική στολή ή ότι«η ενδελεχής έρευνα εντόπισε μόνο δύο φωτογραφίες όπου [ο Μεταξάς] χαιρετά φασιστικά» (σ. 132).
Η «φιλεργατική», «φιλαγροτική» και εν γένει «φιλολαϊκή» πολιτική της δικτατορίας «τεκμηριώνονται» σχεδόν αποκλειστικά με βάση τις προπαγανδιστικές εκδόσεις του καθεστώτος (σ. 108-137), οι ισχυρισμοί των οποίων αναπαράγονται συχνά αυτούσιοι.
Για τη συγγραφέα, «οι αγρότες του Αργους» ήταν, λ.χ., αυτοί που -ως ενιαίο προφανώς σύνολο- «τον Ιούλιο του 1937 ανακήρυξαν τον Μεταξά σε “Πρώτο Αγρότη”» (σ. 127-8).
Αλλά και η προπαγανδιστική εικόνα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η διατεταγμένη προσωπολατρία του «πατέρα του έθνους», ισχυρίζεται, «στηριζόταν σε πολλά πραγματικά στοιχεία του. Μια εικόνα ενός απλού καλοκάγαθου ανθρώπου, που αγκάλιαζε όλα τα τμήματα της κοινωνίας και, πάνω απ’ όλα, ενός ανθρώπου του καθήκοντος με ηθικές αξίες και όχι ενός δημαγωγού εντυπωσιακής εμφάνισης» (σ. 122).
Εξίσου εύγλωττος είναι, προλογίζοντας τον ίδιο τόμο, ο δημοσιογράφος Στέφανος Κασιμάτης – ο ίδιος που πριν από μερικά χρόνια διακήρυσσε πως «όσοι πιστεύουμε στη δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή, για την ευκαιρία που μας προσφέρει» ώστε «η νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της αριστεράς· αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης που όλοι το φοβούνται και κανείς δεν το αγγίζει· αυτό που σήμερα αποτελεί το βασικό εμπόδιο στη μετάβαση της χώρας από την εποχή των σοβιέτ με αστακομακαρονάδα στη σύγχρονη πραγματικότητα» («Καθημερινή» 16/9/2012).
«Η κρατούσα πολιτική αντίληψη θέλει τον Μεταξά “φασίστα”», παραδέχεται με αποτροπιασμό, για να ξεκαθαρίσει αμέσως πως αυτό συμβαίνει «σε μια εποχή όπως η σημερινή, που ο πολιτικός πραγματισμός εξισώνεται ακρίτως με τον φασισμό». (Για το ακριβές περιεχόμενο αυτού του «πραγματισμού», κάθε εικασία δεκτή).
«Ο Μεταξάς ήταν δικτάτωρ», παραδέχεται. «Πάντως, φασίστας, με την έννοια που έχει ο όρος στην ιστορία και την Πολιτική Επιστήμη, δεν ήταν».
Αλλωστε, όσα διέπραξε «συνέβαιναν σε μια εποχή έντονης απογοήτευσης με τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό και μέσα στη χώρα και έξω από αυτήν. […] H κοινοβουλευτική ισοδυναμία Βενιζελικών και Μοναρχικών-Αντιβενιζελικών είχε καταστήσει το ΚΚΕ με τους 15 βουλευτές του ρυθμιστή. Ο κοινοβουλευτισμός έδειχνε τα όριά του, ενώ η κοινωνική αναταραχή εντεινόταν ολοένα: στους τρεις τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας Δεμερτζή, προτού πεθάνει αιφνιδίως και τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία ο Ιωάννης Μεταξάς, είχαν γίνει 200 απεργίες» (σ. 16-17).
Φως φανάρι πως όλοι αυτοί οι ταραξίες χρειάζονταν πάγο και ρετσινόλαδο.
Γιατί όχι και οι σύγχρονοι μιμητές τους που, όπως καταγγέλλει ο πρόσφατος απολογισμός του ΔΝΤ, δεν άφησαν τη χώρα μας να βγει στην ανάπτυξη με τη βοήθεια των μνημονίων.
Τα «ξεχασμένα» σκάνδαλα
Ιωάννης Μεταξάς- 1937 |
Οπως οι δικτατορίες, έτσι και οι δικτάτορες δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό·εκκολάπτονται σε συγκεκριμένες συνθήκες, που καθορίζουν και την τελική επιλογή τους από τα ενδιαφερόμενα κέντρα εξουσίας.
Αν ο ΚΥΠατζής Γεώργιος Παπαδόπουλος ξεκίνησε την καριέρα του ως γραμματέας της «αφανούς συντονιστικής επιτροπής» του καραμανλικού παρακράτους, που συγκροτήθηκε το 1958 για να εκμηδενίσει τη λαϊκή ετυμηγορία που μόλις είχε αναδείξει την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, ο πολιτικός Ιωάννης Μεταξάς είχε δώσει τα δικά του διαπιστευτήρια, ως κοινοβουλευτικός υπουργός, σχεδόν μία δεκαετία προτού του ανατεθεί από τον βασιλιά Γεώργιο η ανεξέλεγκτη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο λόγος για τη θητεία του μελλοντικού «εθνικού κυβερνήτη» ως υπουργού Συγκοινωνιών της οικουμενικής κυβέρνησης του τραπεζίτη Αλέξανδρου Ζαΐμη (4/12/1926 - 4/7/1928), μια θητεία σημαδεμένη από τη σκανδαλώδη εξυπηρέτηση των βρετανικών οικονομικών συμφερόντων σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου:
◼ Στις 11/2/1927 ο Μεταξάς απέσπασε από τη Βουλή την επικύρωση της αποικιακής σύμβασης που είχε συναφθεί από την πρόσφατη δικτατορία του Πάγκαλου, με την οποία μια κοινοπραξία μ’ επικεφαλής τη βρετανική Power and Traction Co. αποκτούσε μονοπωλιακά δικαιώματα στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και σε μεγάλο μέρος των δημόσιων μεταφορών της πρωτεύουσας.
Οι όροι της αρχικής σύμβασης, επισημαίνει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Χρήστος Χατζηιωσήφ, «ελάχιστες πιθανότητες είχαν να γίνουν δεκτές από μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Με την πτώση της δικτατορίας η ισχύς της αμφισβητήθηκε ευρύτατα και η διάσωσή της οφείλεται στην απροκάλυπτη παρέμβαση της αγγλικής κυβέρνησης, που χωρίς περιφράσεις δήλωσε στην ελληνική ότι η επικύρωση της σύμβασης ήταν η προϋπόθεση για την παροχή δανείων στο Ελληνικό Δημόσιο από την αγγλική χρηματαγορά».
Για να αποσπάσει την έγκριση του Κοινοβουλίου, ο Μεταξάς επιστράτευσε μιαν εξαιρετικά επίκαιρη επιχειρηματολογία για τα αντικειμενικά όρια της εθνικής κυριαρχίας: «Είμεθα απολύτως κύριοι εν τοις ορίοις του κράτους ημών από απόψεως νομοθετικής. Αλλά υπάρχουν εκτός ημών και άλλα Κράτη, τα οποία επίσης είναι παντοδύναμα εν τοις ορίοις αυτών, με τα οποία όμως Κράτη ευρισκόμεθα εις σχέσεις. Η αυτοδυναμία ημών περιορίζεται υπό της παντοδυναμίας εκείνων» (¹).
Από τη στιγμή εκείνη, ο μελλοντικός δικτάτορας αποτελούσε ήδη τον άνθρωπο του Λονδίνου στην Ελλάδα.
◼ Ακολούθησε τον Μάιο του 1928 η υπογραφή ακόμη μιας προβληματικής σύμβασης για την κατασκευή δρόμων μήκους 2.600 χιλιομέτρων, για την οποία ενδιαφερότ
αν η εταιρεία Shell, με κύριο χρηματοδότη του έργου τη βρετανική τράπεζα Χάμπρο.
Οι εκκρεμότητες που κληροδότησε αυτή η σύμβαση, κυρίως όσον αφορά τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναδόχου εταιρείας, επρόκειτο να λυθούν ευνοϊκά για τους Βρετανούς μετά την αναγόρευση του Μεταξά σε δικτάτορα (1937) (²).
Αποτέλεσμα αυτών των επιλογών, και της γενικευμένης κατακραυγής που τις συνόδευσε, υπήρξε η πανηγυρική αποτυχία του Μεταξά στις επόμενες εκλογές (19/8/1928), όταν δεν κατάφερε να εκλεγεί ούτε καν βουλευτής.
Αποδοκιμασία εξαιρετικά εύγλωττη για την τότε δημόσια εικόνα του, η οποία όμως μεταμφιέζεται από τους σημερινούς εξωραϊστές του δικτάτορα σε φωτοστέφανο μιας υποτιθέμενης αντιπαράθεσής του με τη «διαφθορά» και τον «λαϊκισμό» του κοινοβουλευτισμού.
Ο Σβολόπουλος αποσιωπά, όπως είδαμε, πλήρως κάθε αναφορά στα μεταξικά σκάνδαλα, ενώ η Πετράκη αποφαίνεται κατηγορηματικά πως αυτή η «στοχοποίηση» του υπουργού Συγκοινωνιών αποτελούσε «συκοφαντική επίθεση», λόγω -«κυρίως»- της «άρνησής του να εξυπηρετήσει τα ατελείωτα ρουσφέτια φίλων» (σ. 81-2).
Διαπίστωση που στηρίζεται σ’ ένα μόνο τεκμήριο: το προσωπικό ημερολόγιο του ίδιου του κατηγορούμενου υπουργού και μελλοντικού δικτάτορα!
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου