του Δημήτρη Ψαρρά
Οπως συμβαίνει συνήθως τον τελευταίο καιρό, οι πολιτικές εξελίξεις προκαλούν νέους κάθετους διαχωρισμούς στους ευρωπαϊκούς λαούς, με συνέπεια να αναδιατάσσονται οι πολιτικές συμμαχίες και να προβάλλουν νέες στρατηγικές, αδιανόητες μέχρι πριν από λίγους μήνες.
Μετά το αρχικό σοκ από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, διαμορφώθηκαν δύο πανευρωπαϊκά στρατόπεδα.
Η μια πλευρά μιλά για καταστροφή και διεκτραγωδεί τις συνέπειες του Brexit, η άλλη για νίκη της δημοκρατίας και θρίαμβο της ανεξαρτησίας.
Κοινό χαρακτηριστικό των δύο, ο εξωραϊσμός της εκδοχής που έχει καθένας επιλέξει και η δαιμονοποίηση της επιλογής του αντιπάλου.
Ομως μέσα σ’ αυτές τις δύο τόσο αντίθετες τοποθετήσεις συνυπάρχουν τέσσερις αποκλίνουσες έως και αλληλοαποκλειόμενες πολιτικές στρατηγικές.
Ηδη από τις πρώτες αναλύσεις της ψήφου τού «Μέσα» και του «Εξω» στη Βρετανία γνωρίζουμε ότι υπήρξε σαφής ταξική διαφοροποίηση στην επιλογή των ψηφοφόρων, με τα εργατικά στρώματα και τους ανέργους να επιλέγουν σε μεγάλο ποσοστό την αποχώρηση.
Την ίδια τοποθέτηση όμως είχε και η βρετανική ελίτ καθώς και τα πιο συντηρητικά κομμάτια του πληθυσμού.
Από πολιτική πλευρά αυτός ο διχασμός εκφράστηκε με τον ηγετικό ρόλο που είχε στο κίνημα του Brexit ο ακροδεξιός Φάρατζ, ενώ την ίδια στιγμή το υποστήριζαν και επιφανή στελέχη του Εργατικού Κόμματος καθώς και πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο εσωτερικό του στρατοπέδου του Bremain, με τον υπό παραίτηση πρωθυπουργό Κάμερον να βρίσκεται στο ίδιο στρατόπεδο με τους κύριους επικριτές του από την αντιπολίτευση.
Στην Ελλάδα γίνεται ακόμα πιο διάφανος αυτός ο εσωτερικός διαχωρισμός των δύο στρατοπέδων, ο οποίος βέβαια εξαπλώνεται σε διαφορετικό βαθμό σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Σε εκείνους που θεωρούν αρνητική εξέλιξη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανήκει πρώτα πρώτα ο πρωθυπουργός, αλλά ταυτόχρονα και οι άσπονδοι φίλοι του της αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Και από την άλλη μεριά σε εκείνους που έσπευσαν να χαιρετίσουν τη βρετανική έξοδο ανήκει η Χρυσή Αυγή, η οποία επιχειρεί τυχοδιωκτικά να προσκολληθεί στους ευρωσκεπτικιστές, ο κ. Μπαλτάκος, ο οποίος έσπευσε να εκφράσει τη χαρά και την αγαλλίασή του για το Brexit, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που διαφώνησε πριν από ένα χρόνο και αποχώρησε μετά τον συμβιβασμό του Ιουλίου.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έσπευσε μάλιστα να συγκρίνει τα δύο δημοψηφίσματα:«Μετά το υπερήφανο ΟΧΙ του ελληνικού λαού, στις 5 Ιουλίου 2015, ένας άλλος λαός όρθωσε το ανάστημά του και αμφισβήτησε τη δεσποτεία της Ε.Ε. που μέσω των οργάνων της έχει πάψει να λειτουργεί ως διεθνής οργανισμός και έχει μετατραπεί σε μια νέου τύπου, αμετανόητη και αδίστακτη μνημονιακή απολυταρχία, με αποικιοκρατικά και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά». Το συμπέρασμά της ήταν ότι «αυτή η Ευρώπη δεν έχει τίποτε να προσφέρει στους λαούς και στους πολίτες και είναι θετικό ότι ξεκινά η αμφισβήτησή της».
Αλλά και στελέχη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς έφτασαν στο σημείο να θεωρήσουν βέβαιο ότι η Τζο Κοξ δολοφονήθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στο πλαίσιο μιας διεθνούς συνωμοσίας για να αποφευχθεί -το προφανώς επαναστατικό- Brexit (Γιώργος Δελαστίκ, «Πριν» και «Ισκρα», 17.6.2016).
Ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος -συνεπής στην τακτική του- πατά και στις δύο βάρκες, απέφυγε να τοποθετηθεί στο κρίσιμο ερώτημα.
Αρκέστηκε στη σιβυλλική δήλωση: «Ανεξαρτήτως αν βλέπω θετικά ή αρνητικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οφείλουμε όλοι να σεβόμαστε τις αποφάσεις των λαών και τη δυνατότητά τους για αυτοδιάθεση».
Από τη δική του πλευρά το ΚΚΕ κρατά ίσες αποστάσεις από τα δύο στρατόπεδα και περιορίζεται σε διαπιστώσεις: «Φορείς του αντιδραστικού “ευρωσκεπτικισμού” είναι εθνικιστικά, ρατσιστικά ή και φασιστικών αντιλήψεων κόμματα, όπως π.χ. το Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Βρετανίας (UKIP) του Φάρατζ, το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία και παρόμοια σχήματα στην Αυστρία, στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα, π.χ. η φασιστική Χρυσή Αυγή, η Εθνική Ενότητα του Καρατζαφέρη και άλλα. Η τάση του “ευρωσκεπτικισμού” εκφράζεται κι από κόμματα που χρησιμοποιούν αριστερή ταμπέλα, ασκούν κριτική ή απορρίπτουν την Ε.Ε. και το ευρώ, υποστηρίζουν το εθνικό νόμισμα, αναζητούν άλλες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και σε κάθε περίπτωση κινούνται εντός των καπιταλιστικών τειχών».
Στην πραγματικότητα λοιπόν το κεντρικό διακύβευμα της αμέσως προσεχούς περιόδου δεν είναι μόνο το αν θα ξεκινήσει μια διαδικασία αποσύνθεσης της Ε.Ε., αλλά κατ' αρχάς το ποιος θα ηγεμονεύσει σε καθένα απ’ αυτά τα δύο στρατόπεδα.
Οι σημερινές τάσεις δεν προδιαγράφουν τίποτα ευοίωνο. Γνωρίζουμε ήδη ότι στη Βρετανία δεν είναι τα εργατικά συνδικάτα και η Αριστερά των Εργατικών εκείνα που οδηγούν την πορεία της χώρας, αλλά η ξενοφοβική και αντιμεταναστευτική ρητορική του Φάρατζ.
Και από την άλλη πλευρά, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε τις απόψεις του κ. Σόιμπλε που καθορίζουν τη στρατηγική της ακρωτηριασμένης Ενωσης.
Εδώ όμως έγκειται και η ιδιαιτερότητα της σημερινής συγκυρίας.
Παρά το γεγονός ότι για πρώτη φορά έχει τεθεί με τόσο οξύ τρόπο το ερώτημα της διατήρησης ή της διάλυσης της Ε.Ε., επικεφαλής και των δύο αντίπαλων τάσεων βρίσκεται η πιο αντιδραστική πτέρυγά τους.
Μπορεί και από τις δύο πλευρές να ακούγονται ωραιοποιημένα συνθήματα (για την εθνική ανεξαρτησία από τη μια, για την κοινοτική αλληλεγγύη από την άλλη), αλλά το πάνω χέρι και στις δυο περιπτώσεις έχει ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός.
Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση ο ρόλος της όποιας Αριστεράς θα ήταν να συμβάλει στην άρση αυτού του διχασμού.
Γιατί όσο επιχαίρει για την επικύρωσή του τόσο αυτοακυρώνεται η ίδια και ανοίγει τον δρόμο στις πιο σκληρές αντιλαϊκές δυνάμεις, αδιάφορο αν αυτές επικαλούνται την ευρωπαϊκή ιδέα ή ομνύουν στον ευρωσκεπτικισμό.
EFSYN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου