του Γρηγόρη Τραγγανίδα
Σήμερα συμπληρώνονται 130 χρόνια από την εργατική Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο και την μεγάλη απεργία με αίτημα την καθιέρωση της οχτάωρης ημερήσιας δουλειάς. Ηταν η εποχή που τα αφεντικά μπορούσαν να απαιτούν από τους εργάτες να δουλεύουν από το πρωί μέχρι την νύχτα για ψίχουλα.
Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη ημέρα! Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος και για τη δίκαιη εργάσιμη ημέρα, δικαιοσύνη που είναι ίδια και απαράλλαχτη με τη δικαιοσύνη για το μισθό. Αλλά (…) το παλιό σύνθημα έφαγε τα ψωμιά του και είναι αμφίβολο αν μας κάνει για σήμερα. Η δικαιοσύνη της πολιτικής οικονομίας, όσο η τελευταία εκφράζει πιστά τους νόμους με τους οποίους διοικείται η σημερινή κοινωνία, είναι η δικαιοσύνη που τάσσεται εξ ολοκλήρου με τη μια πλευρά. Με την πλευρά του κεφαλαίου. Ας θάψουμε λοιπόν για πάντα το παλιό σύνθημα και ας το αντικαταστήσουμε με το εξής: Τα μέσα εργασίας – πρώτες ύλες, φάμπρικες, μηχανές – στην ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών»
(Ενγκελς)
Σήμερα συμπληρώνονται 130 χρόνια από την εργατική Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο και την μεγάλη απεργία με αίτημα την καθιέρωση της οχτάωρης ημερήσιας δουλειάς. Ηταν η εποχή που τα αφεντικά μπορούσαν να απαιτούν από τους εργάτες να δουλεύουν από το πρωί μέχρι την νύχτα για ψίχουλα.
Επειδή αυτή η περιγραφή θυμίζει επικίνδυνα τη σημερινή κατάσταση της μισθωτής εργασίας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλο τον κόσμο, μια αναδρομή στα γεγονότα που σημάδεψαν το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, μέσα από το μνημειώδες έργο των Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε, «Η Αγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος των ΗΠΑ» (μτφ. Αθηνά Παναγουλοπούλου, «Σύγχρονη εποχή») είναι περισσότερο από χρήσιμη. Είναι ιστορικά επιβεβλημένη. Από μια άποψη, μάλιστα, συνδέεται και με το αρχέγονο, αναγεννητικό νόημα της γιορτής που σήμερα έχει την μορφή του Πάσχα.
«(…) “Παντού βλέπει κανείς αναταραχή για το οχτάωρο”, έγραφε ο Τζον Σουίντον στην εφημερίδα του, στις 18 του Απρίλη 1886. Οι εργάτες διαδήλωναν και τραγουδούσαν από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φραντσίσκο. Οι εφημερίδες ομόφωνα και με μικρές διαφοροποιήσεις, δήλωναν ότι το κίνημα ήταν “κομμουνιστικό, ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο”. Δήλωναν ότι θα έφερνε “μείωση των μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση του αμερικανού εργάτη”, ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε “αλητεία και χαρτοπαιξία, βία, κραιπάλη και αλκοολισμό”. Η Νιου Γιορκ Τάιμς, στις 25 του Απρίλη 1886, χαρακτήρισε το κίνημα “αντιαμερικανικό”, προσθέτοντας ότι “οι εργατικές αναταραχές προκαλούνται από ξένους”.
Οι εργάτες δεν φαίνονταν να επηρεάζονται από τέτοιου είδους προειδοποιήσεις (…) Τραγουδούσαν ένα τραγούδι που ηχούσε απειλητικά στα αυτιά της εργοδοσίας:
“Θέλουμε να τ” αλλάξουμε τα πράγματα/ Βαρεθήκαμε να μοχθούμε απ” τα χαράματα/ Ισά – ίσα μόνο για να ζούμε/ και να μην έχουμε μια ώρα να σκεφτούμε/ Θέλουμε να νιώσουμε του ήλιου τη φωτιά/ και των λουλουδιών την ευωδιά/ Και θέλημα του θεού μες στους αιώνες/ να εφαρμοστούν οι οχτώ ώρες/ Μαζεύουμε τις δυνάμεις μας απ” τα γιαπιά,/ τα εργοστάσια,/ τα μαγαζιά/ Οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες δουλειά/ κι οχτώ ώρες για ό,τι θέλει ο καθένας από μας!”
(…) ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη ήταν διαπρεπείς σοσιαλιστές, σαν τον Αντολφ Στράσερ και τον Πίτερ Μαγκουάιρ. Ενας άλλος, ο εξαιρετικά δραστήριος Σάμιουελ Γκόμπερς, εκείνο τον καιρό δήλωνε μαρξιστής. Με τέτοια ηγεσία δεν είναι παράξενο που το νέο εθνικό κέντρο, το οποίο εξελίχτηκε στην Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας το 1886, υιοθέτησε τον εξής πρόλογο στο καταστατικό του:
“Στα έθνη όλου του κόσμου συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα στους καταπιεστές και καταπιεζόμενους όλων των χωρών, μια πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, που θα ενταθεί από χρόνο σε χρόνο και μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για τα εκατομμύρια των εργαζομένων σε όλες τις χώρες, αν δεν ενωθούν για την αμοιβαία προστασία και το συμφέρον τους”.
(…) Στο συνέδριο του 1884 αποφασίστηκε ομόφωνα ένα ψήφισμα που πρότεινε να γίνει συγκέντρωση ολόκληρης της εργατικής τάξης την 1η του Μάη 1886, για την καθιέρωση του οχτάωρου. (…)
Οι εφημερίδες και οι βιομήχανοι διέδιδαν ότι η πρώτη του Μάη ήταν η ημερομηνία που θα γινόταν μια κομμουνιστική εργατική εξέγερση, σύμφωνα με το μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας (…) οι μεγαλοβιομήχανοι του Σικάγου, ακόμα και σε ομαλές εποχές, διακρίνονταν για τη νεξαιρετική σκληρότητά τους. Η αστυνομία (…) “χρησιμοποιούνταν από καιρό σαν ιδιωτική δύναμη στην υπηρεσία της εργοδοσίας (…)
Τους δύο μήνες που προηγήθηκαν της Πρωτομαγιάς, “γίνονταν συνέχεια ταραχές και οι αστυνομικές άμαξες, γεμάτες οπλισμένους άντρες, περιπολούσαν αδιάκοπα και ξεφύτρωναν σε κάθε σημείο της πόλης” (…) Ο Αλμπερτ Ρ. Πάρσονς και ο Ογκαστ Σπάις δούλεψαν όσο ποτέ άλλοτε, πείθοντας τα τιπικά σωματεία να υποστηρίξουν την κινητοποίηση του Μάη (…)
Ενώ οι εργοδότες προετοίμαζαν την κινητοποίηση της εθνοφρουράς, των Πίνκερτον* και των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, οι εργάτες πραγματοποίησαν δύο μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις: Μία με πρωτοβουλία των Ιπποτών της Εργασίας (…) στις 17 του Απρίλη (…) Η άλλη έγινε στις 25 του Απρίλη και μίλησαν ο Πάρσονς και ο Σπάις μπροστά σε 25.000 εργάτες. Οι εφημερίδες του Σικάγου, και η Τρίμπιουν με τις παραλλαγές στο αγαπημένο της θέμα για το “ένα κομμουνιστικό κουφάρι σε κάθε φανοστάτη”, συγκέντρωσαν τα πυρά τους πάνω στον Πάρσονς και τον Σπάις (…)
Η 1η του Μάη ήταν μια θαυμάσια μέρα (…) Ολα ήταν ήσυχα: τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειστές, τα φορτηγά βαγόνια αχρησιμοποίητα, οι δρόμοι έρημοι, οικοδομές παρατημένες. Δεν έβγαινε καπνός από τα φουγάρα των εργοστασίων και οι μάντρες των ζώων ήταν σιωπηλές.
Ηταν Σάββατο, εργάσιμη μέρα. Ομως οι εργάτες γελώντας, κουβεντιάζοντας και ντυμένοι με τα καλά τους, κατευθύνονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στη λεωφόρο Μίτσιγκαν. Ο δρόμος είχε αποκτήσει ατμόσφαιρα γιορτής. Μεγαλόσωμοι άντρες με κόκκινο σβέρκο, λίγο άβολα μέσα στα έτοιμα ρούχα τους, επαναλάμβαναν με ικανοποίηση: “Ολοι είναι εδώ, στο πλευρό μου. Ακόμα και η γάτα”. Ομως στους πλαϊνούς δρόμους και τις γύρω στέγες η ατμόσφαιρα ήταν απειλητική.
Εξω από τον κύριο όγκο της διαδήλωσης και στους γειτονικούς δρόμους ήταν παραταγμένοι λόχοι αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων (…) Σε στρατηγικά σημεία, στις στέγες, ήταν μαζεμένοι αστυνομικοί, Πίνκερτον και αξιωματικοί της εθνοφρουράς, κρατώντας όπλα (…) Στους στρατώνες, 1.350 εθνοφρουροί με στολή, οπλισμό και πολυβόλα περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν (…)
Ο Αλμπερτ Πάρσονς ένιωθε πολύ όμορφα. Περπατούσε μέσα στο ηλιούλοστο πρωινό μαζί με την Λούσι και τα δύο παιδιά του προς τη λεωφόρο Μίτσιγκαν και η καρδιά του φτερούγιζε, καθώς έβλεπε τις χιλιάδες των εργατών να συγκεντρώνονται. Ο Ογκαστ Σπάις, ο καλύτερός του φίλος, με το κίτρινο μουστάκι του να τρέμει από την έξαψη της χαράς, έτρεξε προς το μέρος τους με ένα φύλλο της Σικάγκο Μέιλ. Γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα. Περίπου 190.000 είχαν κατέβει σε απεργία. Στο Σικάγο 80.000 απεργούσαν (…)
Η διαδήλωση άρχιζε. Οι χιλιάδες ξεκινούσαν την πορεία και ο καθένας ένιωθε μέσα του τη δύναμη, την τεράστια δύναμη της λληλεγγύης. Τα παιδιά συχνά έφευγαν από τους γονείς και έτρεχαν μπροστά. Ολοι γελούσαν (…)
Ο Πάρσονς μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη της ενωμένης εργατικής τάξης (…) Δεν έγινε αιματοχυσία, ούτε επαναλήφθηκε η Παρισινή Κομμούνα (…)».
Τόσο η επιτυχία της απεργίας, όσο και το γεγονός ότι οι εργάτες δεν έδωσαν το παραμικρό πρόσχημα για καταστολή, είχε εξοργίσει τα αφεντικά και την αστυνομία. Δεν μπορούσαν να «χωνέψουν» μια τέτοιου ηθικού μεγέθους νίκη. Οι αστοί έχουν ένστικτο επιβίωσης και γνωρίζουν πού μπορεί να φτάσουν όλα αυτά. Χρειαζόταν κάτι άμεσο.
Ο Πάρσονς επέστρεψε στο Σινσινάτι και το βράδυ της 4ης Μάη μίλησε σε εργατική συγκέντρωση. Η ομιλία του τέλειωσε στις δέκα. Χωρίς καμία αφορμή, ξαφνικά, μια μεγάλη ομάδα αστυνομικών πλησιάζει προς τον επόμενο ομιλητή και απαιτεί να διαλυθεί η συγκέντρωση. Την ώρα που ο ομλητής, ο Φίλντεν, προσπαθούσε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα. Μεταξύ των θυμάτων ήταν ένας νεκρός αστυνομικός και εφτά βαριά τραυνατισμένοι. Η προβοκάτσια είχε ξεκινήσει.
«Την άλλη μέρα», σημειώνουν οι συγγραφείς, «το Σικάγο και όλη η χώρα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα τέρας που διψούσε για εκδίκηση (…) Οι εφημερίδες της χώρας δήλωναν με ένα στόμα ότι δεν είχε σημασία αν ο Πάρσονς, ο Σπάις και ο Φόλντεν είχαν βάλει τη βόμβα ή όχι. Επρεπε να κρεμαστούν για τις πολιτικές απόψεις τους (…)».
Η δίκη ξεκίνησε στις 21 Ιούνη. Οι ένορκοι ήταν κυρίως επιχειρηματίες.
Ο Σπάις, απευθυνόμενος στον δικαστή είπε: «Αν νομίζετε ότι με το να μας κρεμάσετε, θα συντρίψετε το εργατικό κίνημα, το κίνημα απ” όπου τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων, τα εκατομμύρια αυτών που εργάζονται σκληρά μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, περιμένουν τη λύτρωση, αν αυτή είναι η γνώμη σας, τότε κρεμάστε μας! Εδώ θα ποδοπατήσετε μια σπίθα, αλλά εκεί κι εκεί, πίσω σας και μπροστά σας, παντού φλόγες ξεφυτρώνουν. Είναι μια υπόγεια φωτιά. Δεν μπορείτε να τη σβήσετε…».
Οι Σπάις, Φίσερ, Ενγκελ και Πάρσονς οδηγήθηκαν στην αγχόνη. Στο τελευταίο του γράμμα προς την γυναίκα του, την Λούσι έγραψε: «Φτωχή μου, αγαπημένη μου γυναίκα… Σε αφήνω κληρονομιά μου στο λαό. Εσενα, γυναίκα του λαού. Θέλω να σου ζητήσω κάτι: Μην κάνεις καμιά απερισκεψία όταν φύγω, αλλά να αναλάβεις εσύ στη θέση μου τον αγώνα για τον σοσιαλισμό (…)».
Λίγο πριν την αγχόνη ο Σπάις φώναξε: «Θα έρθει μια μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που πνίγετε σήμερα»…
* σσ: Διάσημο γραφείο ιδιωτικών ντεντέκτιβ, το οποίο είχε «ειδικευθεί» στις απεργοσπασίες, τις απειλές σε πρωτοπόρα συνδικαλιστικά στελέχη, ακόμη και σε δολοφονίες.
- το περιοδικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου