Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Μα γιατί δεν έρχονται οι επενδυτές;



του Κώστα Παπαπαναγιώτου*
Γιατί υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, γιατί το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον είναι ασταθές γιατί δεν έχουμε μπει ακόμα στην ποσοτική χαλάρωση, γιατί έχουμε ισχυρά συνδικάτα, γιατί έχουμε κατρακυλήσει μερικές θέσεις στον πίνακα της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, γιατί, γιατί… Γνωστά και χιλιοειπωμένα. Όμως, μήπως μας ξεφεύγει κάτι;
Οι επενδυτές, αναζητούν μια σχέση ρίσκου - απόδοσης που να τους ικανοποιεί. Συζητάμε για τον υψηλό κίνδυνο  που τους αποτρέπει, αλλά δεν εξετάζουμε την περίπτωση του γνώστη της ελληνικής αγοράς, εκείνου που πρόθυμα θα δεχόταν να επενδύσει αρκεί να έχει το ανάλογο κέρδος. Πώς θα μπορούσαμε, όμως,  να το υπολογίσουμε αυτό, αφού κανένα κέρδος δεν μοιάζει ικανοποιητικό για έναν καπιταλιστή όταν υπάρχει δυνατότητα για κάτι περισσότερο; Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη συνθήκη μεγιστοποίσης του κέρδους, τη μεγαλύτερη δυνατή διαφορά μεταξύ τιμής πώλησης και τιμής αγοράς.
Τι πρόκειται να πουλήσει; Προϊόντα και υπηρεσίες. Οι τιμές τους είναι λίγο πολύ γνωστές, με προβλέψιμες αποκλίσεις και - καθώς οι μεγαλύτερες μειώσεις έχουν ήδη συμβεί- μπορεί κανείς  με σχετική ασφάλεια να υπολογίσει την ελάχιστη δυνατή τιμή. Άρα το «ταβάνι» των τιμών μπορεί να θεωρηθεί γνωστό. Ας δούμε το κόστος.
 Τι πρόκειται να αγοράσει; Εργατική δύναμη, επιχειρήσεις, brand names, γη, πρώτες ύλες. Οι πρώτες ύλες είναι συνήθως εισαγόμενες οπότε οι τιμές τους καθορίζονται εξωγενώς και δεν επηρεάζουν τον υπολογισμό αυτό.  Μένει να δούμε αν οι τιμές των άλλων συντελεστών είναι οι ελάχιστες δυνατές. Με άλλα λόγια το ερώτημα που απασχολεί τον δυνητικό επενδυτή είναι «αν η αγορά έχει πιάσει πάτο». Καθώς δεν υπάρχει απόλυτο όριο, πώς το καταλαβαίνει κανείς αυτό; Απλώς από κάποιο σημείο και μετά οι τιμές των συντελεστών παραγωγής παύουν να πέφτουν και αρχίζουν να αυξάνουν. Εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαστε ότι το σημείο από το οποίο περάσαμε ήταν ελάχιστο.
Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται το ζήτημα. Ο υποψήφιος επενδυτής που δεν φοβάται τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού περιβάλλοντος  δεν βιάζεται καθώς διαπιστώνει ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια εσωτερικής υποτίμησης. Και αν μεν οι μισθοί είναι πλέον – ακόμα και για τα μέτρα του ΟΟΣΑ- επαρκώς χαμηλοί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις τιμές των ακινήτων και των επιχειρήσεων.
Τι περιμένει λοιπόν; Να πέσουν οι τιμές υπαρχόντων μεγάλων επιχειρήσεων στο μηδέν ή να κλείσουν. Έτσι, είτε θα αγοράσει πολύ φθηνά ένα γνωστό brand με το δίκτυο πωλήσεών του, είτε θα ανοίξει ο χώρος για να παίξει χωρίς ανταγωνισμό καταλαμβάνοντας τη θέση ολιογοπωλητή ή ακόμα και μονοπωλητή. Χώρια που όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση τόσο αυξάνεται ο αριθμός των πρόθυμων ανθρώπων να εργαστούν για λιγότερα.
Σκληρό το σενάριο αυτό, αλλά ρεαλιστικό. Έτσι σκέφτονται. Το ζήτημα είναι:  μπορεί να κάνει κάτι η ελληνική πλευρά; Πολίτες, επιχειρήσεις και ηγεσία; Ναι, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης μπορεί να αναχθεί η εργασία και η επιχειρηματικότητα σε στρατηγικό στόχο. Μάλιστα στο σκοπό αυτό μπορεί να συνταχθεί ένα ευρύτατο μέτωπο που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατο να υπάρξει:
Εργαζόμενοι, άνεργοι, μικρές και μεγάλες - με εξαίερση τις αμιγώς εξαγωγικές- επιχειρήσεις έχουν κοινό συμφέρον να σταματήσουν την εσωτερική υποτίμηση. Η κυβέρνηση μπορεί σε συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς να ανταμείψει ηθικά με βραβεία, αλλά και υλικά με φοροαπαλλαγές, τις επιχειρήσεις εκείνες που ανάλογα με το μέγεθος και τον κλάδο τους, έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων. Τα προγράμματα του ΟΑΕΔ πρέπει να συνεχίσουν στην κατεύθυνση της δημιουργίας βιώσιμων θέσεων εργασίας, βλέποντας ότι στις πρωτοφανείς συνθήκες που ζούμε υπάρχει πλέον κοινό συμφέρον στήριξης τόσο της επιχείρησης όσο και του εργαζόμενου. Να εστιάσουν στη θεραπεία της ασθένειας και όχι στη χορήγηση παυσίπονων.
Τρίτο, και κυριότερο κατά την άποψη μας, οι πολίτες μπορούν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους δημιουργώντας τις δικές τους δουλειές, με μορφήΚΟΙΝΣΕΠ παραγωγικού σκοπού, κάτι που πλέον είναι ευκολότερο μετά την ψήφιση του νέου νόμου. Μάλιστα  η ίδρυση Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας που θα εκπαιδεύει και θα υποστηρίζει τους πρώην ανέργους και νυν κοινωνικούς επιχειρηματίες στα πρώτα τους βήματα μπορεί να δώσει φτερά στα εγχειρήματα αυτά.
Είναι λοιπόν η εμπιστοσύνη που θα δείξουμε εμείς οι ίδιοι στην οικονομία μας, η με κάθε τρόπο εσωτερική ανατίμηση που θα φέρει  τους επενδυτές και όχι το αντίστροφο. Και παρά τους περιορισμούς της ΕΕ και των μνημονίων είναι καθαρά ζήτημα πολιτικής του ελληνικού κράτους.
* Ο Κώστας Παπαπαναγιώτου είναι Μαθηματικός - M.Sc. Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου