Ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές του πεποιθήσεις και δεν σταμάτησε να αντιμάχεται γι αυτές με ημέτερους και αντιπάλους. Κάθε άλλο παρά δογματικός ήταν. Μέχρι τέλους όμως έμεινε πιστός σε μια παράδοση που θέλει την συντροφικότητα μεταξύ κομουνιστών (εντός ή εκτός κόμματος, πρώην ή νυν δεν έχει σημασία) υπέρτατη αρχή και αξία. Από τον Σαραμάνγκου μέχρι και τον Λιόσα. Ψιλά γράμματα θα μου πείτε σήμερα. Όμως οι «λεπτομέρειες» κάνουν την διαφορά στον άνθρωπο και το έργο.
του Νίκου Κουρμουλή
Ο νομπελίστας θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Ντάριο Φο, ονομαστός για την κοφτερή πολιτική του σάτιρα, έφυγε πλήρης ημερών στα ενενήντα του χρόνια. Η τραγική ειρωνεία, δουλεμένη στο έπακρο από τον Φο, είναι πως την ίδια μέρα η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντύλαν! Το σκεπτικό ήταν πως ο τροβαδούρος «ανέπτυξε και διαμόρφωσε νέες ποιητικές εκφράσεις στην παράδοση του τραγουδιού, διαχρονικά». Μια φάρσα; Σίγουρα όμως αυτή η απονομή, είναι ο τυχαίος θάνατος ενός...αστείου.
Για να ξαναγυρίσουμε στον Ντάριο Φο, όσοι τον ήξεραν είχαν να λένε πως υπήρξε ευτυχής και απολύτως προσηλωμένος σε ότι έκανε. Ψηλός, ευθυτενής και με την μόνιμα μπουφόνικη έκφραση στο πρόσωπο και τις κινήσεις, ο Φο δημιούργησε νέους δρόμους στο θέατρο και την υποκριτική, που πατούν πάνω στην μεγάλη παράδοση των αυτοσχέδιων παραστάσεων δρόμου της Κομέντια ντελ άρτε και του ποιητικού λόγου στη δημόσια παρέμβαση. Κάτι που έχει ξεχαστεί σήμερα ή έχει ευκόλως διαστρεβλωθεί.
Ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές του πεποιθήσεις και δεν σταμάτησε να αντιμάχεται γι αυτές με ημέτερους και αντιπάλους. Κάθε άλλο παρά δογματικός ήταν. Μέχρι τέλους όμως έμεινε πιστός σε μια παράδοση που θέλει την συντροφικότητα μεταξύ κομουνιστών (εντός ή εκτός κόμματος, πρώην ή νυν δεν έχει σημασία) υπέρτατη αρχή και αξία. Από τον Σαραμάνγκου μέχρι και τον Λιόσα. Ψιλά γράμματα θα μου πείτε σήμερα. Όμως οι «λεπτομέρειες» κάνουν την διαφορά στον άνθρωπο και το έργο.
Το υπονομευτικό του χιούμορ στα γεμάτα αλληγορίες κείμενα του, ανιχνεύτηκε γρήγορα από το κοινό. Θύμιζε τους μεσαιωνικούς τροβαδούρους: έγραφε, έπαιζε, σκηνοθετούσε, αυτοσχεδίαζε, αφηγούνταν. Η αφήγηση αυτή καθεαυτή, ήταν που καθιέρωσε τον Ντάριο Φο στην συνείδηση του απλού κόσμου ως έναν καλλιτέχνη ανήσυχο που δεν θα μασήσει τα λόγια προκειμένου να βολευτεί. Αν και αρκετοί στενοί του φίλοι τον μέμφονταν πως γλιστρούσε στα βατά μονοπάτια της πολιτικής και δεν διάλεγε πιο δύσκολους δρόμους, ανάλογα μα το τεράστιο πνευματικό του φορτίο. Ας είναι.
Γεννήθηκε στα ανατολικά της λίμνης Ματζόρε, στο χωριό Λετζιούνο-Σαντζιάνο. Ένα χωριό που δούλευε περισσότερο τις νύχτες: από κοντραμπαντιέρηδες που δεν ήθελαν να γίνουν αντιληπτοί από την αστυνομία, από ψαράδες γιατί την νύχτα τσιμπάει το ψάρι και από φυσητές γυαλιού, γιατί κρατούσαν όλη τη νύχτα τους φούρνους τους ανοιχτούς. Ο μικρός Ντάριο μαθαίνει να ξενυχτάει και να ακούει ιστορίες των μεγάλων, γεμάτες φαντασία. Η επινόηση, ήταν κάτι σαν το...μητρικό γάλα του Ντάριο Φο.
Σπούδασε αρχιτεκτονική στην περίφημη σχολής της Μπρέρα του Μιλάνο. Εκεί ήρθε σε κοντινή επαφή με τον κόσμο των πολιτικών ιδεών. Το 1944 στις τελευταίες αναλαμπές του καθεστώτος, τον κάλεσαν να υπηρετήσει την λεγόμενη «Δημοκρατία του Σαλό». Ήταν μόλις 18 χρόνων. Με τον φόβο να μην σκοτώσουν τον πατέρα του, κατατάσσεται και αργότερα στην πρώτη ευκαιρία, λιποτακτεί. Επιστρέφει στις σπουδές για να γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα και σύντροφο της ζωής του, Φράνκα Ράμε. Η καλλιτεχνική ζωή του Ντάριο Φο ξεκινά με σατιρικούς μονολόγους βασισμένους σε βιβλικές ιστορίες, για λογαριασμό ραδιοφωνικών εκπομπών. Το πρώτο του ολοκληρωμένο θεατρικό έργο ονομάζεται το «Δάχτυλο στο μάτι» (1953) και κάνει πάταγο.
Το 1962 η RAI καλεί το ζεύγος να παρουσιάσουν την δημοφηλέστατη μουσική εκπομπή: «Καντσονίσιμα». Μια λαϊκή εκπομπή εθνικής εμβέλιας, είναι ότι πρέπει για τον Ντάριο Φο να εξαπολύσει την σάτιρα του. Η λογοκρισία δεν αργεί να κάνει την εμφάνιση της (με αφορμή οξύτατα σχόλια του καλλιτέχνη για την Μαφία) και θα χρειαστεί δεκαπέντε χρόνια μέχρι να τον καλέσουν ξανά σε τηλεοπτικά πλατό. Από το 1963 έως το 1970, δημοσιεύονται τα έργα που θα κάνουν τον Ντάριο Φο διάσημο, αφήνοντας το στίγμα του: «Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες κι ένας παραμυθάς», «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» και φυσικά «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού».
Μαζί με την Ράμε κινητοποιούν τη σχέση του πολιτικού θεάτρου με τον κόσμο. Προσπαθούν να εμφυσήσουν ιδέες και πρακτικές της κοινωνικής Αριστεράς στο κοινό. Σκοπός είναι τα έργα, να αγκαλιάσουν κι άλλο κόσμο πέρα από τον πυρήνα της Αριστεράς, αφήνοντας έξω τις ιδεολογικές διαφωνίες εντός αριστερών κινημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπαιρναν θέση. Το 1968 για παράδειγμα κατέβασαν όλα τα έργα τους από την Πράγα, ως διαμαρτυρία για την επέμβαση των Σοβιετικών. Δίνουν παραστάσεις σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και εργοστάσια. Ανεβάζουν το «Μιστέρο Μπούφο». Ένα κολλάζ κειμένων του Ντάριο Φο, που σατιρίζουν τους πάντες και τα πάντα. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Αν φτιάξεις ένα έργο που είναι απλώς προπαγάνδα, ή είναι σάτιρα μόνο για να είναι σάτιρα και δεν προσφέρεις πληροφόρηση και απόλαυση, ευχαρίστηση, γέλιο, ενόχληση...Συγκίνηση, σε αυτή την περίπτωση, σημαίνει να συνειδητοποιείς ορισμένα πράγματα και η συνειδητοποίηση είναι η ουσιαστική βάση του ανθρώπου». Ο Έρι ντε Λούκα ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους και ακτιβιστής αυτή τη στιγμή στην Ιταλία δήλωσε πως: «Αντί για δάκρυα, σήμερα πρέπει να γελάμε...»
stokokkino
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου