"Στο πρώτο άκουσμα, αναρωτιέται κανείς τι σχέση (θα έπρεπε να) έχει το παρελθόν με το πώς χαράσσουμε την παιδεία για το μέλλον; Και με ποια λογική θεωρεί η Εκκλησία πως δικαιούται να έχει λόγο για το ποια μαθήματα διδάσκονται στο σχολείο και με ποιον τρόπο; Παραδόξως, η απάντηση έρχεται ακριβώς από τη γερμανοϊταλική Κατοχή."
της Αιμιλίας Σαλβάνου*
Οι προτεινόμενες αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών είναι μετριοπαθείς. Δεν προτάθηκε η κατάργηση του μαθήματος και η αντικατάστασή του από μάθημα ηθικής, για παράδειγμα, ούτε από εμπλουτισμένα κεφάλαια στο μάθημα της Ιστορίας (ώστε τουλάχιστον να ενταχθεί η θρησκευτική πίστη στο ιστορικό της πλαίσιο).
Παρ’ όλα αυτά, πυροδότησαν την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας, που ζητά αντικατάσταση του υπουργού Παιδείας, επειδή τάχα με τη στάση του προσβάλλει τα ιερά και τα όσια του έθνους. Μέσα στην ανταλλαγή πυρών, έγινε λόγος και για τη στάση της Εκκλησίας στην Κατοχή.
Στο πρώτο άκουσμα, αναρωτιέται κανείς τι σχέση (θα έπρεπε να) έχει το παρελθόν με το πώς χαράσσουμε την παιδεία για το μέλλον; Και με ποια λογική θεωρεί η Εκκλησία πως δικαιούται να έχει λόγο για το ποια μαθήματα διδάσκονται στο σχολείο και με ποιον τρόπο; Παραδόξως, η απάντηση έρχεται ακριβώς από τη γερμανοϊταλική Κατοχή.
Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας του 1943 (σημειώστε τη χρονολογία), η Ιερά Σύνοδος δικαιούται να προεγκρίνει τα θρησκευτικά εγχειρίδια των σχολείων καθώς και να προλαμβάνει την ετεροδιδασκαλία.
Βέβαια, ο Χάρτης αυτός έχει αντικατασταθεί από το 1977 και ουδένα τέτοιο δικαίωμα/υποχρέωση προβλέπεται, αλλά αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί την Εκκλησία, η οποία εμμένει στη ρύθμιση της Κατοχής!
Το ερώτημα που γεννάται ωστόσο είναι πώς και γιατί μέσα στη σκοτεινή αυτή εποχή, εκείνο που απασχολούσε την Εκκλησία ήταν η ρύθμιση των εσωτερικών της και των σχέσεών της με το κράτος (το δωσιλογικό βεβαίως), ώστε να προκρίνει τη σύνταξη ενός νέου Καταστατικού Χάρτη.
Το ερώτημα δεν είναι επουσιώδες – αντίθετα είναι κεντρικό αν θέλουμε να καταλάβουμε τη στάση της Εκκλησίας στην Κατοχή. Ξεχνάμε συχνά όταν αναφερόμαστε σε τέτοια ζητήματα ότι η Εκκλησία εκτός από πνευματικός θεσμός είναι εξουσία, θεσμός του κράτους.
Επομένως την απασχολούσε να διατηρήσει και να ενισχύσει τη θέση της την επομένη του πολέμου. Ετσι δεν σκεφτόταν ο παλαιός πολιτικός κόσμος, οι τράπεζες, η Δικαιοσύνη; Ταυτόχρονα, η Ιεραρχία ταλανιζόταν από προβλήματα και ανταγωνισμούς του προπολεμικού κόσμου.
Η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των αρχιεπισκόπων Χρύσανθου και Δαμασκηνού, για παράδειγμα, δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο του μεσοπολεμικού Διχασμού.
Η Εκκλησία όπως και η εξόριστη κυβέρνηση αλλά και η κατοχική κυβέρνηση αυτό που προετοίμαζαν ήταν η απώθηση και καταστολή του κομμουνισμού, που είχε αποκτήσει επιρροή λόγω της Αντίστασης, και η ενίσχυση των ερεισμάτων τους για τη μεταπολεμική συνθήκη. Οσοι κληρικοί εντάχθηκαν στις τάξεις του ΕΑΜ καταδιώχτηκαν και από την Εκκλησία και από το μεταπολεμικό κράτος.
Υπ’ αυτή την έννοια, δεν έχει νόημα να συζητάμε αν η Εκκλησία συνεργάστηκε με τον κατακτητή ή αντιστάθηκε. Και τα δυο έγιναν. Σημασία έχει να καταλάβουμε τον πυρήνα της πολιτικής της.
Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποστηρίζει ο Γρηγόρης Ψαλλίδας, η πολιτική και η εκκλησιαστική ηγεσία της Αθήνας ανταγωνίζονταν, τουλάχιστον μέχρι το 1943, για την εύνοια των Γερμανών, προκειμένου να κατοχυρώσουν την ισχύ τους.
Γιατί; Επειδή, όπως και το υπόλοιπό αστικό κράτος, θεωρούσαν την Κατοχή παρένθεση, μετά την οποία θα επέστρεφαν στην κανονικότητα. Ετσι μάλιστα εξηγείται γιατί οι σχέσεις της με τους Γερμανούς ήταν πιο ομαλές από ό,τι με τους Βούλγαρους ή τους Ιταλούς, οι οποίοι προσέβλεπαν σε μονιμοποίηση της παρουσίας στους στο ελληνικό έδαφος και στην αφομοίωση του πληθυσμού.
Ομαλές σχέσεις σημαίνει συνεργασία; Οχι απαραίτητα. Σε μερικούς τομείς, μάλιστα, όπως αυτός της φιλανθρωπίας, το έργο της Εκκλησίας ήταν αξιοσημείωτο. Επίσης είχε διαφορετική θέση απέναντι στους Εβραίους· αλλού τους έκρυψε, αλλού έδειξε παγερά αδιάφορη. Αυτό που σίγουρα προσπαθούσε ήταν να αποφύγει συγκρούσεις με την υιοθέτηση μιας Realpolitik.
Ο ρόλος που ανέλαβε να παίξει ήταν αυτός του μεσολαβητή ανάμεσα στον κατακτητή και το ποίμνιο, σε συνθήκες μάλιστα του πολιτικού κενού που δημιουργούσε η απουσία μιας νομιμοποιημένης στα μάτια του λαού κατοχικής κυβέρνησης. Πρόκειται για ρόλο πολιτικό, μέσω του οποίου προσπαθούσε να πειθαρχήσει κληρικούς και πιστούς στον σεβασμό της νομιμότητας.
Αυτός ήταν κυρίως ο λόγος της αποστασιοποίησής της απέναντι στους Γερμανούς στο τελευταίο έτος, όταν η διαφαινόμενη ήττα τούς έκανε να αδιαφορούν για την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης μέσω της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να σκληρύνουν τη στάση τους απέναντί της.
Τότε πύκνωσαν και οι σχέσεις της με τους Αγγλους και την εξόριστη κυβέρνηση. Και φαίνεται επίσης πως τελικά κατάφερε να ενισχύσει τον θεσμικό της ρόλο, αφού, την περίοδο των Δεκεμβριανών, ο Δαμασκηνός αναλαμβάνει αντιβασιλέας και διεκπεραιώνει τις συνεννοήσεις με τους Αγγλους και τις πολιτικές δυνάμεις μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Από εκεί και ύστερα, και μέχρι τη Μεταπολίτευση, η Εκκλησία διήνυσε ίσως μια από τις πιο δραστήριες πολιτικά περιόδους της, στην οποία, κυρίως μέσω της Ζωής και των συναφών οργανώσεων, υπηρέτησε συστηματικά το κράτος των «εθνικοφρόνων» στην αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Από αυτούς τους κληρικούς της Ζωής θα προέλθει ο χουντικός αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λεωνίδας και πλήθος άλλοι που ορθοτομούσαν τον λόγο της δικής τους αληθείας.
* Η Αιμιλία Σαλβάνου είναι ιστορικός
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου