Μια μαρμάρινη κάμερα παρακολούθησης εκτίθεται αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Πρόκειται για τη μετατροπή σε έργο τέχνης μιας συσκευής κλειστού κυκλώματος που σκάλισε στο υλικό των μνημείων, το μάρμαρο, ο Κινέζος ακτιβιστής και καλλιτέχνης Αϊ ΓουέιΓουέι, για να ειρωνευτεί τα σύμβολα του κρατικού ελέγχου και της έλλειψης ιδιωτικότητας που υφίσταται ο κινεζικός λαός.
Ο ίδιος τα γνωρίζει από πρώτο χέρι καθώς από το 2009 το εργαστήριό του στο Πεκίνο βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από 15 κάμερες που κατέγραφαν κάθε του κίνηση.
Με το έργο «Κάμερα Παρακολούθησης σε Βάθρο» ο καλλιτέχνης επιθυμεί να τραβήξει την προσοχή στην πανταχού παρούσα όσο και αθέατη κάμερα παρακολούθησης.
Αν ο καλλιτέχνης ήταν Ελληνας, θα έπρεπε το μνημείο να ήταν φαραωνικών διαστάσεων και να είχε αμύθητο κόστος.
Για να θυμίζει ότι πριν από 12 χρόνια η Αθήνα τέθηκε σε επιτήρηση, το 2004, με πρόσχημα τη διοργάνωση των πιο ακριβών Ολυμπιακών Αγώνων από την πιο μικρή χώρα στην ιστορία των διοργανώσεων και αγόρασε το πιο ακριβό σύστημα ασφαλείας.
Αυτό είναι το πολύπλοκο, πολυδάπανο και άχρηστο τελικά σύστημα C4I |
Ο λόγος για το C4I, που δεν λειτούργησε ποτέ, αφήνοντας στην πραγματικότητα χωρίς ασφάλεια τη διεξαγωγή τους, εκτοξεύοντας δημόσιο χρέος και ελλείμματα. «Σκεφτείτε μόνο ότι για την ασφάλεια ξοδέψαμε δυο γέφυρες του Ρίου-Αντιρρίου», είχε πει μια βδομάδα μετά τη λήξη των Αγώνων ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης (5/9/2004).
Ολυμπιακή χρονιά, φέτος, καθώς 5-21 Αυγούστου θα γίνουν οι αγώνες στο Ρίο της Βραζιλίας και το σκάνδαλο που πραγματικά στοιχειώνει, διά της απουσίας του, τη δημόσια προβληματική αποτελεί το αντικείμενο 10ετούς μελέτης του καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Μηνά Σαματά, που δημοσιεύεται στο βιβλίο «Το “Σούπερ-Πανοπτικό” Σκάνδαλο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004 και η Παρακαταθήκη του» που κυκλοφόρησε το 2014 («The “Super-Panopticon” Scandal of the Athens 2004 Olympics and its Legacy», Pella, New York) και βρίσκεται υπό έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Ανεπιθύμητη διοργάνωση
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την εμπειρία της Αθήνας το 2004, αλλά και όλων των ολυμπιακών διοργανώσεων που ακολούθησαν την 11/9/2001 με το υπέρογκο κόστος της αντιτρομοκρατικής ασφάλειας, οι Αγώνες δεν αποτελούν πλέον μια λαμπρή και επιθυμητή διοργάνωση όπως στον προηγούμενο αιώνα.
Κι ενώ η φετινή διοργανώτρια Βραζιλία μαστίζεται από πολιτική και οικονομική κρίση, είναι πολύ ενδεικτικό ότι πέρσι οι πολίτες σε Αμβούργο και Βοστόνη, σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα είπαν «όχι» στους Ολυμπιακούς του 2024.
Οι λόγοι; Το υψηλό οικονομικό κόστος τους, η οικολογική επιβάρυνση και η επιβολή δρακόντειας ασφάλειας προκειμένου να αναχαιτιστεί μια ενδεχόμενη τρομοκρατική απειλή για τις πόλεις τους.
Συχνά χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία του υπέρογκου κόστους των Ολυμπιακών της Αθήνας 2004, το φιάσκο του πανάκριβου σούπερ-πανοπτικού συστήματος C4I, και οι «λευκοί ελέφαντες», τα ανεκμετάλλευτα δηλαδή μεγάλα ολυμπιακά κτίρια που πυροδότησαν την τωρινή πτώχευση της Ελλάδας.
Συζητήσαμε με τον καθηγητή για όλα τα παραπάνω με αφορμή την έρευνα και το βιβλίο του σαν μια προσπάθεια συμβολής στην αλήθεια, γύρω από το μεγάλο αυτό σκάνδαλο.
«Το σκάνδαλο έγκειται τόσο στις διαδικασίες ανάθεσης του C4I στην κοινοπραξία SAIC-SIEMENS, στο υπέρογκο κόστος του και κυρίως στο γεγονός ότι αυτό δεν λειτούργησε ποτέ ως ολοκληρωμένο σύστημα, ούτε κατά τη διάρκεια των Αγώνων αλλά και ούτε και πολύ μετά τη διεξαγωγή τους, παρότι κόστισε γύρω στα 260 εκατ. ευρώ»
«Το πρωτοφανές μέχρι τότε κόστος της ολυμπιακής ασφάλειας (1,5 δισ. ευρώ) και οι πολλοί “λευκοί ελέφαντες”, δηλαδή τα ολυμπιακά κτίρια που αποδείχθηκαν άχρηστα μετά τους Αγώνες έχοντας εξυπηρετήσει μόνο τα συμφέροντα των κατασκευαστών, διόγκωσαν το συνολικό κόστος των Αγώνων και συνέβαλαν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους και στο τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα την επακόλουθη ουσιαστική πτώχευση της Ελλάδας μετά το 2009»
Συζητήσαμε με τον καθηγητή για όλα τα παραπάνω με αφορμή την έρευνα και το βιβλίο του σαν μια προσπάθεια συμβολής στην αλήθεια, γύρω από το μεγάλο αυτό σκάνδαλο.
• Γιατί είναι επίκαιρο το βιβλίο σας;
Τα εξώφυλλα των βιβλίων του στην ελληνική και την αγγλική έκδοση |
Στη χώρα μας οι Αγώνες του 2004 άφησαν ένα υπέρογκο χρέος, χωρίς σύστημα ασφάλειας, με εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις, και το ζήτημα της διαφθοράς της Siemens να παραμένει ανοιχτό, αφού η εταιρεία δεν έχει εκπληρώσει ακόμη τις υποχρεώσεις της με βάση τον διακανονισμό.
Το σχετικό πόρισμα της Βουλής ενάντια στη Siemens παραμένει στις καλένδες, αν και η κυβέρνηση Τσίπρα υποσχέθηκε το άνοιγμα της υπόθεσης.
Επίσης το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών του 2004-05, όπως και η ύποπτη αυτοκτονία του Κώστα Τσαλικίδη, παραμένουν ακόμη ανεξιχνίαστα, ίσως δικαιολογημένα μετά τις αποκαλύψεις του Edward Snowden για την παρακολούθηση των συμμάχων από την NSA…
• Τι ήταν το υπερ-πανοπτικό σύστημα ασφάλειας τελικά;
Ενα «σούπερ-πανοπτικό» σκάνδαλο, ένα τεχνολογικό φιάσκο. Το σύστημα C4I -από τα αρχικά των λέξεων Command, Control, Communication, Coordination & Integration ή, με τον επίσημο ελληνικό τίτλο, «Ενιαίo, Ολοκληρωμένο και Διαλειτουργικό Σύστημα Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνίας Συντονισμού και Εναρμόνισης της Ολυμπιακής Ασφάλειας», σχεδιάστηκε από την αμερικανική εταιρεία SAIC, βάσει του στρατιωτικής προέλευσης ολοκληρωμένου συστήματος C4I και δόθηκε υπεργολαβικά στη γερμανική εταιρεία Siemens AG, αλλά δεν λειτούργησε παρά το πανάκριβο κόστος του.
Το ονομάζουμε «σούπερ-πανοπτικό» με βάση τις υποσχόμενες τεχνικές προδιαγραφές του, με τις οποίες στόχευε να συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες και τη διαχείρισή τους σε εικοσιτετράωρη βάση σ’ ένα τεράστιο ενοποιημένο δίκτυο υπολογιστών με εκατοντάδες κάμερες κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) διατεταγμένων παντού στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που φιλοξενούσαν αγωνίσματα.
Το λογισμικό δίκτυο του C4I θα δικτύωνε μια πλειάδα (υπο)συστημάτων λειτουργίας και θα ενσωμάτωνε τις πληροφορίες από την άμεση μαζική ηλεκτρονική παρακολούθηση από κάμερες και το αερόπλοιο, θα τις διασταύρωνε με διάφορες τράπεζες πληροφοριών, υπό τον συντονισμό ενός επιτελικού διοικητικού κέντρου.
Θα πρόσφερε δηλαδή στους συντονιστές μια ολοκληρωμένη και σε πραγματικό χρόνο εικόνα των συμβάντων που ήταν δυνατόν να επηρεάσουν την ασφάλεια σε όλη την περιφέρεια της Αττικής, αλλά και στις άλλες πόλεις, και θα τους βοηθούσε να σχεδιάσουν την κατάλληλη ανταπόκριση σε κάθε περιστατικό τοπικά ή κεντρικά.
• Ποιοι το επέβαλαν και γιατί;
Ενας συνασπισμός συμφερόντων κρατικών υπηρεσιών ασφάλειας των ισχυρών δυτικών χωρών και των μεγάλων εταιρειών παραγωγής συστημάτων παρακολούθησης υψηλής τεχνολογίας που αποκαλούμε «Στρατιωτικο-Βιομηχανικό Σύμπλεγμα Ασφάλειας και Παρακολούθησης», αλλά και μια διεθνής συμβουλευτική ομάδα ασφάλειας υπό τον άμεσο συντονισμό του τότε Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τόμας Μίλερ, εκμεταλλεύτηκαν τον πανικό που προκλήθηκε από την 11/9 και την απειλή ματαίωσης των Αγώνων, για να επιβάλουν το σκανδαλώδες αυτό σύστημα ασφάλειας και παρακολούθησης στην ελληνική κυβέρνηση.
• Σε τι έγκειται το σκάνδαλο;
Το σκάνδαλο έγκειται τόσο στις διαδικασίες ανάθεσης του C4I στην κοινοπραξία SAIC-SIEMENS, στο υπέρογκο κόστος του και κυρίως στο γεγονός ότι αυτό δεν λειτούργησε ποτέ ως ολοκληρωμένο σύστημα, ούτε κατά τη διάρκεια των Αγώνων αλλά και ούτε και πολύ μετά τη διεξαγωγή τους, παρότι ότι κόστισε γύρω στα 260 εκατ. ευρώ.
Οι εταιρείες SAIC και Siemens χρησιμοποίησαν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας ως ένα πεδίο δοκιμής για ένα υποτιθέμενο υπερ-σύστημα παρακολούθησης, και ως ένα «τζακπότ» για τα κέρδη τους, ενώ ταυτόχρονα έθεσαν σε κίνδυνο την ασφάλεια των Αγώνων, που εξασφάλισαν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Επίσης συνδέεται άμεσα με τις μίζες που έδωσε η SIEMENS για να εξασφαλιστεί η ανάθεση και η αποπληρωμή του συστήματος, καθώς και με τις εκτεταμένες τηλεφωνικές υποκλοπές σε βάρος της κυβέρνησης Καραμανλή για περίπου ενάμιση χρόνο γύρω από τους Αγώνες…
• Πόσο μας κόστισε;
Μόνο το τελικό επίσημο τίμημα της σύμβασης του C4I διαμορφώθηκε σε 259.032.250 ευρώ, παρά το γεγονός ότι τελικά δεν λειτούργησε ποτέ.
Η πίεση για περισσότερη ασφάλεια μετά την 11/9 κλιμάκωσε το συνολικό κόστος της ολυμπιακής ασφάλειας από περίπου 180 εκατομμύρια δολάρια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, πριν από την 11/9, στο 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια στους Ολυμπιακούς της Αθήνας του 2004, τους πρώτους δηλαδή θερινούς αγώνες μετά την 11/9, ποσό που έσπασε κάθε προηγούμενο ολυμπιακό ρεκόρ με μια διαρκή τάση αύξησης έκτοτε.
Τα μόνα υποσυστήματα που λειτούργησαν από τα περίπου 30 που προβλέπονταν ήταν το πανάκριβο ΤΕΤΡΑ για τις ενδοεπικοινωνίες της ΕΛ.ΑΣ. και ένα πανάκριβο σύστημα παρακολούθησης με περισσότερες από 1.200 εξελιγμένες κάμερες CCTV εναντίον του εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Κάμερες που προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση ακόμη και από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όταν μετά τους Αγώνες χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για τον έλεγχο της κυκλοφορίας αλλά και για λόγους ασφάλειας και τον έλεγχο των διαδηλώσεων.
• Ποιο ήταν το συνολικό κόστος της Ολυμπιάδας;
Ακόμα δεν έχει υπολογιστεί και ανακοινωθεί με ακρίβεια, αλλά πιστεύεται ότι ανέρχεται στο ύψος των 13-15 δισεκατομμυρίων ευρώ, περίπου, με αποτέλεσμα να έχουν θεωρηθεί ως οι πιο ακριβοί Ολυμπιακοί Αγώνες που είχαν γίνει μέχρι τότε.
Το πρωτοφανές μέχρι τότε κόστος της ολυμπιακής ασφάλειας (1,5 δισ. ευρώ) και οι πολλοί «λευκοί ελέφαντες», δηλαδή τα ολυμπιακά κτίρια που αποδείχθηκαν άχρηστα μετά τους Αγώνες έχοντας εξυπηρετήσει μόνο τα συμφέροντα των κατασκευαστών, διόγκωσαν το συνολικό κόστος των Αγώνων και συνέβαλαν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους και στο τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα την επακόλουθη ουσιαστική πτώχευση της Ελλάδας μετά το 2009.
• Φέρει μέρος της ευθύνης η διοργάνωση Αθήνα 2004;
«H Oργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004, αν και δεν είχε την ευθύνη της ολυμπιακής ασφάλειας, ανέθεσε στην αυστραλο-αμερικανική εταιρεία BOARTES, ειδικευμένη στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων σε Σίδνεϊ και Σολτ Λέικ Σίτι, να καταρτίσει το επιχειρησιακό σχέδιο ασφάλειας, δίνοντάς της 10 εκατομμύρια ευρώ για τον αρχικό σχεδιασμό των προδιαγραφών του C4I, που ήταν κομμένες και ραμμένες ειδικά για την SAIC.
«H Oργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004, αν και δεν είχε την ευθύνη της ολυμπιακής ασφάλειας, ανέθεσε στην αυστραλο-αμερικανική εταιρεία BOARTES, ειδικευμένη στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων σε Σίδνεϊ και Σολτ Λέικ Σίτι, να καταρτίσει το επιχειρησιακό σχέδιο ασφάλειας, δίνοντάς της 10 εκατομμύρια ευρώ για τον αρχικό σχεδιασμό των προδιαγραφών του C4I, που ήταν κομμένες και ραμμένες ειδικά για την SAIC.
Παρά το γεγονός ότι η ειδική Ελληνική Επιτροπή Αξιολόγησης είχε γνωματεύσει ότι η ανταγωνιστική πρόταση υπερτερούσε τεχνικά και οικονομικά, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε την προσφορά της SAIC/Siemens, την οποία προωθούσε ανοιχτά ο Αμερικανός πρέσβης».
• Τι σήμαινε αυτή η επιλογή για τη χώρα και τους αγώνες;
«Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική εθνική κυριαρχία. Πρώτον, εξαιτίας της αναγκαστικής συναίνεσης της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί τις ξένες επεμβάσεις σε θέματα ασφάλειας, και δεύτερον λόγω των παρατεταμένων παράνομων τηλεφωνικών υποκλοπών κατά της ίδιας της κυβέρνησης, που ταπείνωσε τις αρχές του ελληνικού κράτους.
Το C4I ήταν μια υπερβολική, σπάταλη και ανώφελη παραγγελία ως επένδυση ασφάλειας της ελληνικής κυβέρνησης για την μετα-ολυμπιακή οχύρωση της εθνικής ασφάλειας έναντι της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας.
• Τι σήμαινε αυτή η επιλογή για τη χώρα και τους αγώνες;
«Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική εθνική κυριαρχία. Πρώτον, εξαιτίας της αναγκαστικής συναίνεσης της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί τις ξένες επεμβάσεις σε θέματα ασφάλειας, και δεύτερον λόγω των παρατεταμένων παράνομων τηλεφωνικών υποκλοπών κατά της ίδιας της κυβέρνησης, που ταπείνωσε τις αρχές του ελληνικού κράτους.
Το C4I ήταν μια υπερβολική, σπάταλη και ανώφελη παραγγελία ως επένδυση ασφάλειας της ελληνικής κυβέρνησης για την μετα-ολυμπιακή οχύρωση της εθνικής ασφάλειας έναντι της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας.
Η μη λειτουργία του συνέβαλε στη στρατιωτικοποίηση των αγώνων και το σύστημα των περίπου 1.200 καμερών CCTV θεωρήθηκε ως μηχανισμός ελέγχου των πολιτικών ελευθεριών παρά της κυκλοφορίας οχημάτων.
Οι μίζες που έδωσε η Siemens στα ελληνικά κυβερνώντα κόμματα της εποχής εκείνης, στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ, για το ολυμπιακό C4I και για άλλα δημόσια έργα, ενίσχυσαν τη διαφθορά του ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Οι μίζες που έδωσε η Siemens στα ελληνικά κυβερνώντα κόμματα της εποχής εκείνης, στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ, για το ολυμπιακό C4I και για άλλα δημόσια έργα, ενίσχυσαν τη διαφθορά του ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αυτό το στίγμα της διαφθοράς στα κυρίαρχα ελληνικά κόμματα, τα οποία κυβερνούσαν την Ελλάδα επί μία δεκαετία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έως το 2014, έχει αποδυναμώσει σοβαρά τη διαπραγματευτική ισχύ των ελληνικών κυβερνήσεων κατά της SAIC και της Siemens, και ώθησε τις τελευταίες να γίνουν πιο θρασείς.
Η SAIC διεκδικεί στα διεθνή δικαστήρια αποζημιώσεις ως θύμα και όχι ως θύτης!
Οι χρηματισμοί Ελλήνων πολιτικών και αξιωματούχων από τη Siemens και οι τηλεφωνικές υποκλοπές, που αποκαλύφτηκαν ευρέως από τα ελληνικά ΜΜΕ, έχουν επίσης αυξήσει τη δυσπιστία των πολιτών έναντι των ελληνικών θεσμών…».
• Ποια είναι τα κυριότερα συμπεράσματα από τη μελέτη σας;
«Η μελέτη αντιμετωπίζει το σούπερ-πανοπτικό σκάνδαλο των Αθηνών του 2004 ως ένα παράγωγο σημαντικών οικονομικών συμφερόντων των εταιρειών SAIC και Siemens, αμφότερες μέλη του “Συμπλέγματος Βιομηχανίας - Παρακολούθησης”, που χρησιμοποίησαν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας ως ένα πεδίο δοκιμών για ένα υποτιθέμενο σύστημα υπερ-παρακολούθησης και ως ένα “τζακπότ” για τα κέρδη τους, ενώ
ταυτόχρονα έθεσαν σε κίνδυνο την ασφάλεια των αγώνων.
Ενώ η SAIC, η σχεδιάστρια εταιρεία του αποτυχημένου συστήματος C4I ανακοίνωσε οικονομικές ζημίες από αυτό το έργο και έχει απαιτήσει πλήρη αποζημίωση από την Ελλάδα στα δικαστήρια, το σύστημα αυτό αποδείχτηκε πάρα πολύ επικερδές για την υπεργολάβο Siemens, η οποία ξόδεψε εκατομμύρια για δωροδοκίες προκειμένου διασφαλίσει τη σύμβαση και την εξόφλησή της.
Θεωρούμε το “σούπερ-πανοπτικό σκάνδαλο ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης επιβολής ασφάλειας (ασφαλειοποίησης) που προέκυψε μετά την 11/9, την οποία εκμεταλλεύτηκε το «Βιομηχανικό Σύμπλεγμα Παρακολούθησης”, όσο και τα διεφθαρμένα ελληνικά κυβερνώντα κόμματα, τα οποία επωφελήθηκαν μέσω των δωροδοκιών.
Η επιβληθείσα αγορά αυτού του πανάκριβου, παρότι αμφιβόλου αξίας συστήματος από την Ελλάδα, έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια των αθλητών και των θεατών για προς χάριν των εταιρικών κερδών του κονσόρτσιουμ της SAIC και Siemens.
Η πραγματική ολυμπιακή ασφάλεια αφέθηκε στην ευθύνη της ελληνικής αστυνομίας και του στρατού, ενώ μέσω του “σούπερ-πανοπτικού” σύστηματος C4I που απέφερε εκατομμύρια σε μίζες, φαίνεται ότι έγιναν οι υποκλοπές από την αμερικανική NSA σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.
Τέλος, το υπερβολικό κόστος του συστήματος έχουν πλήξει σοβαρά την ελληνική οικονομία, και οι κάμερες παρακολούθησης CCTV θεωρήθηκαν ως απειλή για τις πολιτικές ελευθερίες».
• Τι μας λέει για το σήμερα αυτό το «σούπερ σκάνδαλο»;
«Προεκτείνοντας την παρακαταθήκη του “σούπερ-πανοπτικού” σκανδάλου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004 στο σήμερα, μπορούμε εν συντομία να υποστηρίξουμε ότι υπό το πρόσχημα των τρομοκρατικών απειλών, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες συνεπάγονται ένα ακραίο κόστος “ασφαλειοποίησης”, το οποίο είναι καταστροφικό για τις περισσότερες εθνικές οικονομίες και τις κοινωνικές δαπάνες, καθιστώντας τους Αγώνες ασύμφορους για τις περισσότερες πόλεις και χώρες.
Επιπρόσθετα, λόγω της νεοφιλελεύθερης εμπορευματοποίησης ή “Μακντοναλτοποίησής” τους, καθώς και της στρατιωτικοποίησής τους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν έχουν πλέον σχέση με το αληθινό ολυμπιακό πνεύμα και τα ευγενή ιδεώδη του.
Με τον μιλιταρισμό, το ντόπινγκ, την οικολογική καταστροφή και την εμπορευματοποίηση έχουν μεταλλαχθεί σε “Αγώνες ασφάλειας και παρακολούθησης”, καθώς επίσης και σε μια νεοφιλελεύθερη αγοραία
επιχείρηση σε βάρος των κοινωνικών δαπανών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, όχι μόνο κατά τη διάρκεια κάθε διοργάνωσης, αλλά και για πολύ καιρό μετά από αυτήν.
Το καταληκτικό συμπερασματικό σχόλιο της μελέτης μας, θεμελιωμένο σε σοβαρό μετα-ολυμπιακό σκεπτικισμό σχετικά με το συνολικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 και την αναμφίβολη επίδρασή του στην οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδας, έρχεται να συμφωνήσει με όσους αντιτίθενται στους σύγχρονους “ασφαλειοποιημένους” και εμπορευματοποιημένους Ολυμπιακούς Αγώνες, και να προτείνει εναλλακτικούς, εξαγνισμένους, ερασιτεχνικούς Αγώνες, όσο ουτοπικό και αν αυτό ακούγεται».
• Δηλαδή, το κίνημα κατά της διεξαγωγής των αγώνων παρά τις λοιδορίες τελικά δικαιώθηκε;
«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, κυριαρχούμενοι από τη νεοφιλελεύθερη “ασφαλειοποίηση”, έχουν γίνει εξαιρετικά δαπανηροί και, επομένως, μη ελκυστικοί.
Ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή της λιτότητας, πολλές χώρες αποσύρουν τις υποψηφιότητες τους για τη διοργάνωση μελλοντικών Ολυμπιακών.
Έτσι, μέχρι σήμερα, η Ρώμη, η οποία ήταν υποψήφια για το 2020, αποσύρθηκε το 2012, μετά από την άρνηση της ιταλικής κυβέρνησης να παράσχει χρηματοδοτική στήριξη εν μέσω κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, και ακολούθησαν η απόσυρση της Στοκχόλμης (Σουηδία), της Κρακοβίας (Πολωνία) του Λβιβ (Ουκρανία) και του Όσλο (Νορβηγία).
Προτεινόμενες υποψηφιότητες από το Μόναχο και το Σεν Μόριτζ-Νταβός απορρίφθηκαν σε εκεί δημοψηφίσματα, ενώ το 2015 ματαιώθηκαν οι υποψηφιότητες του Αμβούργου και της Βοστόνης...».
• Ποια είναι η παρακαταθήκη των Ολυμπιακών της Αθήνας 2004;
«Το υπέρογκο κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, που θεωρήθηκαν οι πιο ακριβοί Ολυμπιακοί Αγώνες (ΟΑ) που είχαν γίνει ως τότε, και οι “λευκοί ελέφαντες”, δηλαδή οι ακριβές αθλητικές εγκαταστάσεις που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα κυρίως των εργολάβων και έχουν εγκαταλειφθεί μετά τους Αγώνες, με συνέπεια οι περισσότερες απ’ αυτές να παραμένουν κλειστές και λεηλατημένες, αποτελούν το μείζον σκάνδαλο της διοργάνωσης, που αφήνει ένα επονείδιστο στίγμα στην ελληνική πολιτικο-οικονομική ελίτ.
Πράγματι, όχι μόνο χάθηκε η ευκαιρία να κεφαλαιοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες για να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και δεν υπήρξε σχεδόν καθόλου κατάλληλος σχεδιασμός για τη χρήση των ολυμπιακών υποδομών μετά τους Αγώνες, ούτε καν διασφαλίστηκε η συντήρησή τους, όπως για παράδειγμα ακόμα και αυτού του κομψού και πανάκριβου στεγάστρου του Ολυμπιακού Σταδίου, το οποίο είναι επικίνδυνα ασυντήρητο.
Η αρνητική κληρονομιά που άφησε όμως εκτείνεται πέρα από το ελληνικό κράτος και την ελληνική οικονομία και δημοκρατία στον σύγχρονο θεσμό των Αγώνων με την νεοφιλελεύθερη παγκόσμια επικράτηση της ασφάλειας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ την 11/9 η οποία έχει μεταλλάξει τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε αγώνες ασφάλειας και κατανάλωσης, υπηρετώντας πολιτικά και κερδοσκοπικά συμφέροντα».
• Ένα ακόμη θέμα ήταν και η παράνομη φαρμακοδιέγερση (σσ. ντόπινγκ) αρκετών από τους κορυφαίους Έλληνες αθλητές;
«Όλα αυτά τα σκάνδαλα απαιτούν μια ξεχωριστή και ενδελεχή μελέτη. Ωστόσο το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιας μελέτης από τη σκοπιά του πολιτικού κοινωνιολόγου, και αναδεικνύει κυρίως το προβληματικό “σούπερ-πανοπτικό” σύστημα ασφάλειας και παρακολούθησης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, το οποίο αν και πανάκριβο δεν λειτούργησε, και τις μετα-ολυμπιακές επιπτώσεις και συνέπειες που αυτό επέφερε».
Η SAIC διεκδικεί στα διεθνή δικαστήρια αποζημιώσεις ως θύμα και όχι ως θύτης!
Οι χρηματισμοί Ελλήνων πολιτικών και αξιωματούχων από τη Siemens και οι τηλεφωνικές υποκλοπές, που αποκαλύφτηκαν ευρέως από τα ελληνικά ΜΜΕ, έχουν επίσης αυξήσει τη δυσπιστία των πολιτών έναντι των ελληνικών θεσμών…».
• Ποια είναι τα κυριότερα συμπεράσματα από τη μελέτη σας;
«Η μελέτη αντιμετωπίζει το σούπερ-πανοπτικό σκάνδαλο των Αθηνών του 2004 ως ένα παράγωγο σημαντικών οικονομικών συμφερόντων των εταιρειών SAIC και Siemens, αμφότερες μέλη του “Συμπλέγματος Βιομηχανίας - Παρακολούθησης”, που χρησιμοποίησαν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας ως ένα πεδίο δοκιμών για ένα υποτιθέμενο σύστημα υπερ-παρακολούθησης και ως ένα “τζακπότ” για τα κέρδη τους, ενώ
ταυτόχρονα έθεσαν σε κίνδυνο την ασφάλεια των αγώνων.
Ενώ η SAIC, η σχεδιάστρια εταιρεία του αποτυχημένου συστήματος C4I ανακοίνωσε οικονομικές ζημίες από αυτό το έργο και έχει απαιτήσει πλήρη αποζημίωση από την Ελλάδα στα δικαστήρια, το σύστημα αυτό αποδείχτηκε πάρα πολύ επικερδές για την υπεργολάβο Siemens, η οποία ξόδεψε εκατομμύρια για δωροδοκίες προκειμένου διασφαλίσει τη σύμβαση και την εξόφλησή της.
Θεωρούμε το “σούπερ-πανοπτικό σκάνδαλο ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης επιβολής ασφάλειας (ασφαλειοποίησης) που προέκυψε μετά την 11/9, την οποία εκμεταλλεύτηκε το «Βιομηχανικό Σύμπλεγμα Παρακολούθησης”, όσο και τα διεφθαρμένα ελληνικά κυβερνώντα κόμματα, τα οποία επωφελήθηκαν μέσω των δωροδοκιών.
Η επιβληθείσα αγορά αυτού του πανάκριβου, παρότι αμφιβόλου αξίας συστήματος από την Ελλάδα, έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια των αθλητών και των θεατών για προς χάριν των εταιρικών κερδών του κονσόρτσιουμ της SAIC και Siemens.
Η πραγματική ολυμπιακή ασφάλεια αφέθηκε στην ευθύνη της ελληνικής αστυνομίας και του στρατού, ενώ μέσω του “σούπερ-πανοπτικού” σύστηματος C4I που απέφερε εκατομμύρια σε μίζες, φαίνεται ότι έγιναν οι υποκλοπές από την αμερικανική NSA σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.
Τέλος, το υπερβολικό κόστος του συστήματος έχουν πλήξει σοβαρά την ελληνική οικονομία, και οι κάμερες παρακολούθησης CCTV θεωρήθηκαν ως απειλή για τις πολιτικές ελευθερίες».
• Τι μας λέει για το σήμερα αυτό το «σούπερ σκάνδαλο»;
«Προεκτείνοντας την παρακαταθήκη του “σούπερ-πανοπτικού” σκανδάλου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004 στο σήμερα, μπορούμε εν συντομία να υποστηρίξουμε ότι υπό το πρόσχημα των τρομοκρατικών απειλών, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες συνεπάγονται ένα ακραίο κόστος “ασφαλειοποίησης”, το οποίο είναι καταστροφικό για τις περισσότερες εθνικές οικονομίες και τις κοινωνικές δαπάνες, καθιστώντας τους Αγώνες ασύμφορους για τις περισσότερες πόλεις και χώρες.
Επιπρόσθετα, λόγω της νεοφιλελεύθερης εμπορευματοποίησης ή “Μακντοναλτοποίησής” τους, καθώς και της στρατιωτικοποίησής τους, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν έχουν πλέον σχέση με το αληθινό ολυμπιακό πνεύμα και τα ευγενή ιδεώδη του.
Με τον μιλιταρισμό, το ντόπινγκ, την οικολογική καταστροφή και την εμπορευματοποίηση έχουν μεταλλαχθεί σε “Αγώνες ασφάλειας και παρακολούθησης”, καθώς επίσης και σε μια νεοφιλελεύθερη αγοραία
επιχείρηση σε βάρος των κοινωνικών δαπανών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, όχι μόνο κατά τη διάρκεια κάθε διοργάνωσης, αλλά και για πολύ καιρό μετά από αυτήν.
Το καταληκτικό συμπερασματικό σχόλιο της μελέτης μας, θεμελιωμένο σε σοβαρό μετα-ολυμπιακό σκεπτικισμό σχετικά με το συνολικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 και την αναμφίβολη επίδρασή του στην οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδας, έρχεται να συμφωνήσει με όσους αντιτίθενται στους σύγχρονους “ασφαλειοποιημένους” και εμπορευματοποιημένους Ολυμπιακούς Αγώνες, και να προτείνει εναλλακτικούς, εξαγνισμένους, ερασιτεχνικούς Αγώνες, όσο ουτοπικό και αν αυτό ακούγεται».
• Δηλαδή, το κίνημα κατά της διεξαγωγής των αγώνων παρά τις λοιδορίες τελικά δικαιώθηκε;
«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, κυριαρχούμενοι από τη νεοφιλελεύθερη “ασφαλειοποίηση”, έχουν γίνει εξαιρετικά δαπανηροί και, επομένως, μη ελκυστικοί.
Ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή της λιτότητας, πολλές χώρες αποσύρουν τις υποψηφιότητες τους για τη διοργάνωση μελλοντικών Ολυμπιακών.
Έτσι, μέχρι σήμερα, η Ρώμη, η οποία ήταν υποψήφια για το 2020, αποσύρθηκε το 2012, μετά από την άρνηση της ιταλικής κυβέρνησης να παράσχει χρηματοδοτική στήριξη εν μέσω κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, και ακολούθησαν η απόσυρση της Στοκχόλμης (Σουηδία), της Κρακοβίας (Πολωνία) του Λβιβ (Ουκρανία) και του Όσλο (Νορβηγία).
Προτεινόμενες υποψηφιότητες από το Μόναχο και το Σεν Μόριτζ-Νταβός απορρίφθηκαν σε εκεί δημοψηφίσματα, ενώ το 2015 ματαιώθηκαν οι υποψηφιότητες του Αμβούργου και της Βοστόνης...».
• Ποια είναι η παρακαταθήκη των Ολυμπιακών της Αθήνας 2004;
«Το υπέρογκο κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004, που θεωρήθηκαν οι πιο ακριβοί Ολυμπιακοί Αγώνες (ΟΑ) που είχαν γίνει ως τότε, και οι “λευκοί ελέφαντες”, δηλαδή οι ακριβές αθλητικές εγκαταστάσεις που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα κυρίως των εργολάβων και έχουν εγκαταλειφθεί μετά τους Αγώνες, με συνέπεια οι περισσότερες απ’ αυτές να παραμένουν κλειστές και λεηλατημένες, αποτελούν το μείζον σκάνδαλο της διοργάνωσης, που αφήνει ένα επονείδιστο στίγμα στην ελληνική πολιτικο-οικονομική ελίτ.
Πράγματι, όχι μόνο χάθηκε η ευκαιρία να κεφαλαιοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες για να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και δεν υπήρξε σχεδόν καθόλου κατάλληλος σχεδιασμός για τη χρήση των ολυμπιακών υποδομών μετά τους Αγώνες, ούτε καν διασφαλίστηκε η συντήρησή τους, όπως για παράδειγμα ακόμα και αυτού του κομψού και πανάκριβου στεγάστρου του Ολυμπιακού Σταδίου, το οποίο είναι επικίνδυνα ασυντήρητο.
Η αρνητική κληρονομιά που άφησε όμως εκτείνεται πέρα από το ελληνικό κράτος και την ελληνική οικονομία και δημοκρατία στον σύγχρονο θεσμό των Αγώνων με την νεοφιλελεύθερη παγκόσμια επικράτηση της ασφάλειας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ την 11/9 η οποία έχει μεταλλάξει τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε αγώνες ασφάλειας και κατανάλωσης, υπηρετώντας πολιτικά και κερδοσκοπικά συμφέροντα».
• Ένα ακόμη θέμα ήταν και η παράνομη φαρμακοδιέγερση (σσ. ντόπινγκ) αρκετών από τους κορυφαίους Έλληνες αθλητές;
«Όλα αυτά τα σκάνδαλα απαιτούν μια ξεχωριστή και ενδελεχή μελέτη. Ωστόσο το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιας μελέτης από τη σκοπιά του πολιτικού κοινωνιολόγου, και αναδεικνύει κυρίως το προβληματικό “σούπερ-πανοπτικό” σύστημα ασφάλειας και παρακολούθησης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, το οποίο αν και πανάκριβο δεν λειτούργησε, και τις μετα-ολυμπιακές επιπτώσεις και συνέπειες που αυτό επέφερε».
EFSYN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου