Τα τελευταία τέσσερα χρόνια μοιάζει να βρισκόμαστε σε πόλεμο. Και επειδή πέρασα πολλά χρόνια σε πολέμους, είναι χειρότερο από τον πόλεμο. Δεν υπάρχει ορατός εχθρός. Είναι ένα δίχτυ που προσπαθεί να σε μπλέξει, να σε μπερδέψει και να σε στραγγαλίσει.
Του Κώστα Βαξεβάνη
Ως δημοσιογραφική ομάδα, ζήσαμε λίστες, λήσταρχους, διεφθαρμένους, θρασύδειλους, ψευτόμαγκες, αλλά και επικίνδυνους με τον τρόπο που το “επικίνδυνος” περιγράφει κάποιον που είναι ικανός να σε εξαφανίσει βιολογικά. Μέσα στην απέραντη σιωπή των Μέσων Ενημέρωσης που εξαγοραζόταν με διαφημίσεις και ζεστό χρήμα, πολλές φορές φαντάζαμε μόνοι ή και γραφικοί. Αλλά όταν ξέρεις ποια είναι η αλήθεια, υπογράφεις την ήττα σου τη στιγμή που θα απολογηθείς στο ψέμα. Έτσι συνεχίζαμε με ένταση και πολλές φορές ανορθόδοξα. Δημοσιεύαμε, κάναμε αποκαλύψεις και όταν η Δικαιοσύνη έκλεινε με νόημα το μάτι σε αυτόν που έπρεπε να ελέγξει, καταφεύγαμε σε δημοσιογραφικό ακτιβισμό. Γινόμασταν έως και αντίδικοι σε υποθέσεις για να εξασφαλίσουμε πως δεν θα κουκουλώσουν, πως είμαστε εκεί και παρακολουθούμε.
Έτσι συνέβη και στην υπόθεση Βγενόπουλου. Όταν ο Εισαγγελέας Μωραιτάκης, το 2012, μετά την αθωωτική κατάθεση του Διοικητή της ΤτΕ, Γιώργου Προβόπουλου, αρχειοθέτησε για πρώτη φορά την υπόθεση Βγενόπουλου, κάναμε μηνυτήρια αναφορά παραθέτοντας πληθώρα νέων στοιχείων.
Πιστεύαμε πως αυτό ήταν μια εγγύηση πως η Δικαιοσύνη κάτι θα κάνει. Ίσως και εμείς αγνοούσαμε το μέγεθος και την ισχύ ενός κυκλώματος που η αποκάλυψή του σήμερα έχει κλονίσει την ίδια τη Δικαιοσύνη. Με σειρά νομικισμών αλλά και παρανομιών, η υπόθεση Βγενόπουλου αρχειοθετήθηκε και πάλι, μπροστά σε μια κοινωνία έκπληκτη παρότι έχει εκπαιδευτεί με τον κανόνα πως οι ισχυροί δεν παθαίνουν τίποτα.
Μετά από μάχη στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα. Η Εισαγγελέας Γεωργία Τσατάνη, διώκεται πειθαρχικά (ίσως διωχθεί και ποινικά) για την αρχειοθέτηση και ο ρόλος που έπαιξε φάνηκε και στην εξέτασή της στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής, όπου επιχείρησε να μην καταθέσει. Τα πράγματα είναι τόσο ξεκάθαρα που πρέπει η Δικαιοσύνη πλέον να κάνει αυτό που πρέπει όχι μόνο από καθήκον αλλά και από σεβασμό στον εαυτό της και τους πολίτες.
Είναι νομική σχιζοφρένεια να διώκεται η Εισαγγελέας με την παραδοχή πως παρανόμησε κατά το καθήκον της, αλλά να είναι αποδεκτό ως σήμερα το νομικό αποτέλεσμα που παρήγαγε. Η νέα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γνωρίζει καλά πως η έρευνα είναι συστατικό της Δικαιοσύνης και οφείλει να γίνεται όσες φορές χρειαστεί, γιατί το ζητούμενο είναι η Δικαιοσύνη και όχι να μην διαταραχθούν οι ισορροπίες σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Δικαιοσύνη δεν αποδίδεται πάνω στην προκρούστεια κλίνη των συμψηφισμών ή των παραδοχών ενός κατεστημένου.
Αποφασίσαμε πως δεν θα παίξουμε για μια ακόμη φορά, ακτιβιστικά το ρόλο του αντίδικου. Θα κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνει η δημοσιογραφία, δηλαδή να δημοσιοποιήσουμε. Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας και οφείλει η Δικαιοσύνη να θελήσει να κάνει τη δική της. Παραθέτουμε λοιπόν εδώ, σε δημόσια θέα, ανάγνωση και προβληματισμό, τα νέα στοιχεία που αποτελούν λόγο να ξανανοίξει η υπόθεση.
1. Το koutipandoras.gr έχει αποκαλύψει επιστολή του Κεντρικού Τραπεζίτη της Κύπρου ο οποίος από το Νοέμβριο του 2011, όταν δηλαδή ο Βγενόπουλος ήταν ακόμη στη Διοίκηση της Λαικής-Marfin, επιστούσε την προσοχή στη Διοίκηση της Τράπεζας για την επικίνδυνη πρακτική που ακολούθησε σε σχέση με τα δάνεια σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες. Ο Κεντρικός Τραπεζίτης, είχε απορρίψει από την επίσημη θεσμική του θέση, την επιχειρηματολογία του Βγενόπουλου πως η Τράπεζα κατέρρεε λόγω ελληνικών ομολόγων και απέδωσε ευθύνη στον Βγενόπουλο και τις δανειοδοτικές πρακτικές του. Η επιστολή που αποτελεί νέο και ισχυρό στοιχείο είναι εδώ.
2. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Παραπολιτικά», οι Εισαγγελικές Αρχές της Κύπρου έχουν εντοπίσει σχέση του Βγενόπουλου, με τον εφοπλιστή Ζολώτα, ο οποίος δανειοδοτήθηκε με 700 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς να τα επιστρέψει. Ο Ζολώτας αποδεικνύεται πως χρημάτισε τον Κεντρικό Τραπεζίτη Χριστόδουλο Χριστοδούλου με ένα εκατομμύριο ευρώ. Οι Κύπριοι θεωρούν πως ο χρηματισμός του, έγινε προκειμένου να δώσει χωρίς έλεγχο, το δικαίωμα απόκτησης των μετοχών της Λαικής στο Βγενόπουλο και τους σχετιζόμενους με αυτόν επενδυτές. Υποστηρίζουν δηλαδή οι Εισαγγελικές Αρχές, πως ο Ζολώτας ήταν στην πραγματικότητα αχυράνθρωπος του Βγενόπουλου. Αποδεικνύουν τη σχέση των δύο με διάφορα εταιρικά σχήματα. Ο Βγενόπουλος είχε δηλώσει πως δεν γνωρίζει το Ζολώτα την ώρα που οι Κύπριοι εμφανίζουν κοινές τους εταιρείες. Την υπόθεση αυτή της διαφθοράς παρότι ερευνούσαν οι Κύπριοι, την συμπεριέλαβε η Τσατάνη στη δική της δικογραφία και την αρχειοθέτησε. Πέρα όμως από το κομμάτι της διαφθοράς, αποδεικνύεται ο τρόπος που δίνονταν τα δάνεια και ο λόγος που δίνονταν, πράγμα που αποτελεί κομμάτι της ελληνικής δικογραφίας. Τα στοιχεία είναι εδώ.
3. Η εταιρεία IRF τη οποίας τη δανειοδότηση υποτίθεται πως ερεύνησε η Τσατάνη, είναι μία εταιρεία η οποία κατείχε το 26% της αμαρτωλής Proton Bank του Λαυρεντιάδη. Η εταιρεία αυτή, της οποίας μέτοχος είναι η Αγγελική Φράγγου, δανειοδοτήθηκε με 270 εκ ευρώ από τη Λαική επί Διοίκησης Βγενόπουλου. Στην ίδια όμως εταιρεία μέτοχος με 10% ήταν και ο ίδιος ο Βγενόπουλος ο οποίος (σύμφωνα με το Πόρισμα Ελέγχου της ΤτΕ το 2009) συμμετείχε και στις επιτροπές έγκρισης δανείων. Δηλαδή ο Βγενόπουλος συμμετείχε στις επιτροπές που ενέκριναν δάνεια στις εταιρείες συμφερόντων του. Εκτός από τη Φράγγου δανειοδοτήθηκαν και άλλοι συνέταιροι του Βγενόπουλου στην ίδια εταιρεία.
4. Σύμφωνα με Ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή ο Βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος, υπάρχουν πληροφορίες πως ο γιος του Διοικτητή της ΤτΕ Γιώργου Προβόπουλου, εργαζόταν σε επιχειρήσεις της οικογένειας Φράγγου την εποχή που ο πατέρας του έπρεπε να ελέγξει τα δάνεια στην οικογένεια Φράγγου. Επιπλέον ο Γιώργος Προβόπουλος με επιστολή του στον Εισαγγελέα Μωραιτάκη που ερευνούσε τα δάνεια αυτά, δήλωσε με την ιδιότητά του ως Διοικητής της ΤτΕ, πως η δράση του Βγενόπουλου και της Marfin ήταν νόμιμη και αρχειοθετήθηκε η υπόθεση.
5. Η Εισαγγελέας Τσατάνη, προκειμένου να δικαιολογήσει την αρχειοθέτηση της δικογραφίας, στηρίχθηκε σε πραγματογνωμοσύνη του Κωνσταντίνου Γεωργάρα. Ο κύριος Γεωργάρας δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμώνων της Εισαγγελίας. Η Εισαγγελέας δεν ζήτησε πραγματογνώμονα ούτε από την Εισαγγελία Διαφθοράς, αλλά το ελληνικό δημόσιο (με εντολή ποιού;) ανέθεσε την πραγματογνωμοσύνη στον συγκεκριμένο και πλήρωσε μάλιστα χιλιάδες ευρώ. Ο κύριος Γεωργάρας δεν είναι άγνωστο πρόσωπο. Υπηρέτησε στην Τράπεζα της Ελλάδας επί Προβόπουλου. Μετά τα οικονομικά μέτρα που περιέκοβαν μισθούς και συντάξεις, ο Κ. Γεωργάρας παραιτήθηκε από την ΤτΕ για να τύχει του προηγούμενου ευνοικού καθεστώτος συνταξιοδότησης, αλλά την ίδια ώρα προσελήφθη πάλι από τον Προβόπουλο ως σύμβουλος με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Ο Γεωργάρας, ήταν από αυτούς που είχαν συντάξει πόρισμα για τη δανειοδότηση του Βατοπεδίου. Πρωταγωνιστής σε αυτές τις δανειοδοτήσεις ήταν η Μarfin του Βγενόπουλου η οποία έδωσε 154 εκατομμύρια ευρώ. Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής είχε χαρακτηρίσει επιφανειακό το συγκεκριμένο πόρισμα. Την ποινική έρευνα για την υπόθεση είχε κάνει το 2008 η κυρία Τσατάνη (μία ακόμη σύμπτωση;) η οποία είχε και πάλι καταλήξει ευμενώς για τον Βγενόπουλο. Η αρχειοθέτηση της υπόθεσης από την Τσατάνη έφερε στην επιφάνεια αυτές τις τριγωνικές σχέσεις και τις... συμπτώσεις που πρέπει να ερευνηθούν
6. Ως σήμερα υπήρχε η πεποίθηση πως η Marfin δανειοδότησε τη Μονή Βατοπεδίου βάζοντας ως εγγυήσεις περιουσιακά της στοιχεία και μετοχές. Η έρευνα της υπόθεσης όμως αποκαλύπτει (επίσημα έγγραφα της Ελληνικής Βουλής κια πρακτικά των συνεδριάσεων) πως η Marfin επί Βγενόπουλου, ουδέποτε δανειοδότησε τη Μονή ως νομικό πρόσωπο. Τα έγγραφα αποδεικνύουν πως έδωσε δάνεια σε δύο offshore εταιρείες, τη Madeus και τη Rassadel , με μετοχικό κεφάλαιο και περιουσιακά στοιχεία μόλις 1.000 κυπριακών λιρών. Οι δύο εταιρείες σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα ανήκαν στο φυσικό πρόσωπο Άθω Κοιρανίδη. Πώς λοιπόν η Marfin έδωσε δάνεια σε δύο offshore οι οποίες δεν είχαν καμία νομική σχέση με τη Μονή Βατοπεδίου άρα και με τις υποτιθέμενες εγγυήσεις; Η έρευνα αποδεικνύει επίσης πως οι δύο εταιρείες δεν είχαν καν καταθέσει τα νομιμοποιητικά έγγραφα στην Τράπεζα. Άρα το ερώτημα δεν είναι πώς δόθηκαν δάνεια προς τη Μονή Βατοπεδίου, αλλά πώς δόθηκαν δάνεια σε δύο εταιρείες χωρίς υπόσταση. Αυτό είναι το νομικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει η Δικαιοσύνη
Η Δικαιοσύνη και η νέα Ειαγγελέας του Αρείου Πάγου πρέπει να απαντήσουν σε πληθώρα ακόμη ερωτημάτων που αφορούν τη λειτουργία παραγόντων τους που έχουν σκανδαλίσει την κοινή γνώμη.
Πρέπει όμως κυρίως να απαντήσουν αν θα επιτρέψουν να πλανάται στην κοινή γνώμη η εντύπωση πως η Δικαιοσύνη, όπως τα φίδια, δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους. Το άνοιγμα της υπόθεσης Βγενόπουλου ξανά, είναι μια πράξη πρωτίστως ευπρέπειας και αξιοπρέπειας όσο και αν μετριέται νομικά. Και αυτή τη φορά η αξιοπρέπεια αφορά τη Δικαιοσύνη.
koutipandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου