Το μακεδονικό λεγόμενο ζήτημα, που μπορεί να κατανοηθεί ιστορικά ιδωμένο από την πολιτική προσπάθεια εγχάραξης εθνικής συνείδησης ένθεν και ένθεν, φαντάζει, στις μέρες μας, μια υπόθεση που ο καπιταλισμός θα έπρεπε να έχει ξεπεράσει.
της Κατέ Καζάντη
Στα χωριά της Αριδαίας, στη Νάουσα, αλλά και αλλού, αρκετοί, μάλλον πολλοί, 75άρηδες - 80άρηδες, δεν ομιλούν την ελληνική. Όχι καλά, τουλάχιστον, και όχι πάντως μεταξύ τους. Τα «ντόπια» ή «εντόπικα», ένα σλαβογενές γλωσσικό ιδίωμα, με αρβανίτικα, ελληνικά, τούρκικα και άλλα στοιχεία, δεν έχει αλφάβητο, ούτε, φυσικά, γραφή. Υπήρξε όμως ο κύριος τρόπος της προφορικής έκφρασης των κατοίκων, παρά τις επί δεκαετίες απαγορεύσεις, οι οποίες, συχνάκις, άγγιζαν το όριο της γελοιότητας. Όμως, ο φόβος των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής οδήγησε σε μερική εξαφάνιση, αν όχι το ίδιο το πολιτισμικό τούτο αγαθό –διότι είναι πλούτος πολιτισμικός κάθε γλωσσική έκφραση- σίγουρα όμως τα στιχάκια, τα τραγούδια ή και τις μουσικές και τους χορούς που εκφράζονταν από αυτό.
Η ιστορία του ιδιώματος αποτελεί κατ’ ουσία την ιστορία των σλαβόφωνων Ελλήνων της Μακεδονίας και της διαμόρφωσης της συνείδησής τους. Των πληθυσμών όχι της αστικής τάξης των εμπόρων, φυσικά, αλλά των αγροτικών πληθυσμών, των συντετριμμένων από τις συνεχείς διαμάχες της εποχής των «μακεδονικών αγώνων» χωρικών.
«Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμούνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά κι ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια, οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο - τις δυο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα. Όταν όμως οι Βούλγαροι κήρυξαν την εκκλησιαστική τους ανεξαρτησία, και ανεγνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη αρχηγός της βουλγάρικης εκκλησίας ο Έξαρχος αντί του Πατριάρχη, και όταν η Σύνοδος του 1872 κήρυξε σχισματικούς τους Βουλγάρους, χωρίστηκε η Μακεδονία σε Πατριαρχικούς Έλληνες κι Εξαρχικούς Βουλγάρους, χωρίστηκαν και οι συντοπίτες, οι συγχωρίτες ακόμα και οι οικογένειες»*.
Προφανώς, η «εθνική συνείδηση» που περιγράφει ως μακεδονική η Π. Δέλτα, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη σημερινή έννοια του όρου. Ειδικά σε κείνη την περίοδο, το ενοποιητικό αφήγημα της «συνείδησης» δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια στα χωριά «που από τη μια μέρα στην άλλη γύριζαν από Πατριαρχικά και γίνουνταν Εξαρχικά για να γλιτώσουν».
Για τους ντόπιους πληθυσμούς, η εθνική συνείδηση διαμορφώθηκε σιγά σιγά, από τα πάνω προς τα κάτω, ενίοτε κακότροπα, από κάθε πλευρά των συνόρων. Οι σλαβόφωνοι , αλλά και οι ελληνόφωνοι, πληθυσμοί αφομοιώθηκαν από την «πατρίδα» που τους έλαχε όταν χαράχτηκαν τα σύνορα, ενώ πριν, με το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, γίνονταν «έλληνες» ή «βούλγαροι» αναλόγως των περιστάσεων.
Το μακεδονικό λεγόμενο ζήτημα, που μπορεί να κατανοηθεί ιστορικά ιδωμένο από την πολιτική προσπάθεια εγχάραξης εθνικής συνείδησης ένθεν και ένθεν, φαντάζει, στις μέρες μας, μια υπόθεση που ο καπιταλισμός θα έπρεπε να έχει ξεπεράσει. Οι δε προσπάθειες -που υπερβαίνουν το γκροτέσκο- των φτωχών γειτόνων μας, να πείσουν ως απόγονοι του Μεγαλέξανδρου, η κατασκευή δηλαδή ενοποιητικών εθνικών μύθων που τους στοίχησαν σε χρήμα ακριβά, μόνο ως απέλπιδες μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Αλλά ο υπερβάλλων εθνικιστικός ζήλος της ελληνικής πλευράς τις αντιμετώπιζε σοβαρά, τραβώντας στο χρόνο ένα πρόβλημα μάλλον λυμένο για τη διεθνή κοινότητα. Και ανακαλύπτοντας «εθνικές προδοσίες» ακόμα και σε διαγωνισμό της Γιουροβίζιον όταν η ελληνίδα παρουσιάστρια αποκάλεσε κατά λάθος τα Σκόπια Μακεδονία.
Αλλά τι τελικά είναι η Μακεδονία μας (μόνο «μας», αλήθεια;)η ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα, δεν μπορεί να απαντιέται ακόμα με τον χονδροειδή φανατισμό της δεκαετίας του 1990. Αποτελεί μιαν υπόθεση ιστορικής αναψηλάφησης, που χρειάζεται εθνική και ιδεολογική παρρησία, κυρίως για να κατανοηθούν όλες οι πλευρές του ζητήματος -τα αντικρουόμενα συμφέροντα, οι όντως θύτες αλλά και τα αληθινά θύματα. Η δε επίλυση του περιβόητου προβλήματος με το όνομα της γείτονος απαιτεί, αντιστοίχως, πολιτική παρρησία.
Τα όποια ολισθήματα τακτικής, ή οι ασάφειες, της όλης αριστεράς ωχριούν μπροστά στην ιδεολογική, και μικροπολιτική, χρήση του Μακεδονικού που έκανε η όλη δεξιά. Μητσοτάκης, Μπακογιάννη και λοιποί συγγενείς μάλλον χρειάζεται να αναστοχαστούν επί του θέματος. Κυρίως για το καλό τους.
*Πηνελόπη Δέλτα, Στα Μυστικά του Βάλτου
left
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου