Γράφει ο Κώστας Βαϊμάκης*
Ρε πάτε καλά; Είναι δυνατόν τέτοιες εποχές, να υπάρχει ακόμα αυτό το πράμα;
Ονομάζεται table d'hôte. «Ταμπλ ντοτ». Όχι «νταμπλ ντοτ», όπως το λένε πολλοί. Και το λένε έτσι όχι μόνο διότι είναι μυρωδιάδες από γαλλικά, αλλά κυρίως διότι πληρώνεις περίπου τα διπλά, «νταμπλ», αλλά όχι πρωτάθλημα-κύπελλο, «νταμπλ» με ένα 50ευρω κι ένα ακόμα 50ευρω. Και σημαίνει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο μενού, με συγκεκριμένα πιάτα και συγκεκριμένη τιμή. Κυρίως στις γιορτές. Και πάντα η τιμή είναι τόσο φιλική, που για να..κλείσεις για παράδειγμα ένα τραπέζι στα μπουζούκια ή σε ένα εστιατόριο, πρέπει να πας στο «Ριχάρδο» και να ενεχυριάσεις το ένα σου νεφρό. Τουλάχιστον. Ενδεχομένως και το ήπαρ σου.
Καταρχάς είναι ηλίθιο ένα πράγμα που λέγεται «table d'hôte». Με αυτό το «^» πάνω από το «o». Τι είναι αυτά ρε; Τι είμαστε, τίποτε πορκουάδες; Τίποτα σιλβουπλέδες; Τίποτα τρυφεροί, με πιάνο – γαλλικά – μπαλέτο; Πείτε το κανονικά, ελληνικά, να καταλαβαινόμαστε. Να το πληρώνουμε αλλά να ξέρουμε τι σκατά πληρώνουμε. Πώς λέγεται. Πώς λέμε «ΕΝΦΙΑ»; Έχει ένα ειδικό βάρος. Μια υπόσταση. Μια θεωρία. Τον πληρώνεις και γουστάρεις. Πώς λέμε «Τέλη Κυκλοφορίας»; Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Το πληρώνεις και λες κι «ευχαριστώ, τα λέμε του χρόνου πάλι». «Τέλος Επιτηδεύματος»: υγραίνεσαι και μόνο που το σκέφτεσαι. Αναστατώνεσαι. Έχεις πολλαπλούς οργασμούς μπροστά στο ταμείο της τράπεζας.
Κλάιν μάιν. Και μην αρχίσουμε τα «ναι, αλλά έτσι πληρώνονται οι άνθρωποι που δουλεύουν χρονιάρες μέρες, οι σερβιτόροι κι οι παρκαδόροι, οι πορτιέρηδες και οι καθαρίστριες, η ορχήστρα και οι μπαρτέντερς». Αλήθεια τώρα; Θέλει κάποιος να μου πει ότι τα επιπλέον χρήματα που δίνουμε τις γιορτινές μέρες, πάνε στις τσέπες των νυχτοκαματιάρηδων υπαλλήλων και όχι στα αφεντικά; Ή για να το πω διαφορετικά, πού πιστεύετε ότι καταλήγει το μεγαλύτερο μέρος των έξτρα αυτών χρημάτων; Φαντάζομαι εκεί που φαντάζεστε κι εσείς.
Και ας πούμε ότι δεν ζούσαμε στο τέλος του 2017, αλλά στο τέλος του 1987. Ή του 1997. Ή ακόμα και του 2007. Σε «εποχές ΠΑΣΟΚ» ή «μετα-ΠΑΣΟΚ» ή νοτισμένες από την αύρα του ΠΑΣΟΚ, με μυρωδιά ζιβάγκο και άρωμα πεντοχίλιαρου, με Ρίτα Σακελλαρίου στο ραδιοκασετόφωνο και ζιβάγκο για το κρύο. Σε τέτοιες εποχές, δεν θα χρειαζόταν καν «table d'hôte» - το φιλοδώρημα που θα αφήναμε, θα ήταν περίπου όσο δώσαμε για το λογαριασμό. Διότι τότε είχαμε λεφτά και ήμασταν λαρτζ. Με τα διακοποδάνεια και τα γαμοδάνεια (για γάμο πάντα μιλάμε) και τα μπουζουκοδάνεια. Με τις επιδοτήσεις που κατέληγαν σε λουλουδοπόλεμο. Με τα δώρα Χριστουγέννων που τα «καίγαμε» σε μια βραδιά σε ψαροταβέρνα, ξεκληρίζοντας μια ολόκληρη γενιά αστακών πνιγμένων σε σπαγγέτι.
Αλλά τώρα, ούτε καν ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει – οι αχαϊρευτοι, μέχρι και όνομα του άλλαξαν. Και εκτός από ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχουν και λεφτά. Τρεις το λάδι-τρεις το ξίδι είμαστε και για να βγούμε έξω παραμονή Πρωτοχρονιάς, χρησιμοποιούμε «εξέλ» στον υπολογιστή και φτιάχνουμε πινακάκια για να δούμε από πού θα κόψουμε το Γενάρη για να μην τρώμε όλο το μήνα φιδέ λόγω έλλειψης πόρων. Οπότε τι «table d'hôte» μας τσαμπουνάτε; Από όλα τα πράγματα που κόψαμε, που ξεχάσαμε, που στερούμαστε και δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ στη ζωή μας, είναι δυνατόν να έχει απομείνει αυτό το ρημάδι το «table d'hôte» σαν μαρκούτσι μέσα στη μέση του πουθενά;
* το κείμενο του Κ. Βαϊμάκη είναι από το ratpack
Καταρχάς είναι ηλίθιο ένα πράγμα που λέγεται «table d'hôte». Με αυτό το «^» πάνω από το «o». Τι είναι αυτά ρε; Τι είμαστε, τίποτε πορκουάδες; Τίποτα σιλβουπλέδες; Τίποτα τρυφεροί, με πιάνο – γαλλικά – μπαλέτο; Πείτε το κανονικά, ελληνικά, να καταλαβαινόμαστε. Να το πληρώνουμε αλλά να ξέρουμε τι σκατά πληρώνουμε. Πώς λέγεται. Πώς λέμε «ΕΝΦΙΑ»; Έχει ένα ειδικό βάρος. Μια υπόσταση. Μια θεωρία. Τον πληρώνεις και γουστάρεις. Πώς λέμε «Τέλη Κυκλοφορίας»; Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Το πληρώνεις και λες κι «ευχαριστώ, τα λέμε του χρόνου πάλι». «Τέλος Επιτηδεύματος»: υγραίνεσαι και μόνο που το σκέφτεσαι. Αναστατώνεσαι. Έχεις πολλαπλούς οργασμούς μπροστά στο ταμείο της τράπεζας.
Αλλά «table d'hôte»;
Και ας πούμε ότι δεν ζούσαμε στο τέλος του 2017, αλλά στο τέλος του 1987. Ή του 1997. Ή ακόμα και του 2007. Σε «εποχές ΠΑΣΟΚ» ή «μετα-ΠΑΣΟΚ» ή νοτισμένες από την αύρα του ΠΑΣΟΚ, με μυρωδιά ζιβάγκο και άρωμα πεντοχίλιαρου, με Ρίτα Σακελλαρίου στο ραδιοκασετόφωνο και ζιβάγκο για το κρύο. Σε τέτοιες εποχές, δεν θα χρειαζόταν καν «table d'hôte» - το φιλοδώρημα που θα αφήναμε, θα ήταν περίπου όσο δώσαμε για το λογαριασμό. Διότι τότε είχαμε λεφτά και ήμασταν λαρτζ. Με τα διακοποδάνεια και τα γαμοδάνεια (για γάμο πάντα μιλάμε) και τα μπουζουκοδάνεια. Με τις επιδοτήσεις που κατέληγαν σε λουλουδοπόλεμο. Με τα δώρα Χριστουγέννων που τα «καίγαμε» σε μια βραδιά σε ψαροταβέρνα, ξεκληρίζοντας μια ολόκληρη γενιά αστακών πνιγμένων σε σπαγγέτι.
Αλλά τώρα, ούτε καν ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει – οι αχαϊρευτοι, μέχρι και όνομα του άλλαξαν. Και εκτός από ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχουν και λεφτά. Τρεις το λάδι-τρεις το ξίδι είμαστε και για να βγούμε έξω παραμονή Πρωτοχρονιάς, χρησιμοποιούμε «εξέλ» στον υπολογιστή και φτιάχνουμε πινακάκια για να δούμε από πού θα κόψουμε το Γενάρη για να μην τρώμε όλο το μήνα φιδέ λόγω έλλειψης πόρων. Οπότε τι «table d'hôte» μας τσαμπουνάτε; Από όλα τα πράγματα που κόψαμε, που ξεχάσαμε, που στερούμαστε και δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ στη ζωή μας, είναι δυνατόν να έχει απομείνει αυτό το ρημάδι το «table d'hôte» σαν μαρκούτσι μέσα στη μέση του πουθενά;
* το κείμενο του Κ. Βαϊμάκη είναι από το ratpack
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου