Ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να βαστάει τον εαυτό του και να καμώνεται τον μετριοπαθή.
του Βασίλη Ρόγγα
Ο κ. Μητσοτάκης εναντιώνεται σε όλους τους προηγούμενους δεξιούς ηγέτες του κόμματός του. Ξεπερνάει και τον πατέρα του, κατόρθωμα που φάνταζε αδιανόητο. Σε δυο πυλώνες βασίζεται ό,τι μας αφηγήθηκε ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ. Από τη μια πλευρά ένας χωρίς χαλινάρι λόγος υπέρ της αγοράς και των πάντα θετικών της αποτελεσμάτων και από την άλλη ένας ακραίος ιδεολογικά λόγος, ανακαινισμένος όμως με τις πρόνοιες που κομίζει η alt-right.
Η τακτική αυτή συνιστά ευθεία αντιγραφή του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται μέρος της Δεξιάς στο δυτικό κόσμο. Ο πρώτος πυλώνας αφορά τις μυθικές δυνατότητες του εμπορίου, του οποίου η επικράτεια (παραγωγή, διανομή και κατανάλωση) πρέπει να μεγαλώσει, πρέπει να αυξάνεται αέναα. Ο πλούτος είναι εδώ, μας χτυπάει την πόρτα αλλά ο κρατισμός δεν την ανοίγει και έτσι είμαστε φτωχοί. Χωρίς ρυθμίσεις, χωρίς φόρους, χωρίς γραφειοκρατία και περιβαλλοντικές μέριμνες η χώρα θα ανθίσει.
Όχι όλη η χώρα. Αυτό δε μπορεί να γίνει ποτέ. Κάποιοι θα είναι πιο ίσοι από άλλους.
Ο δεύτερος πυλώνας έχει να κάνει με την εξυπνακίστικη ακροδεξιά της ατάκας, του χυδαίου παραδείγματος καφενείου, του ψέματος. Κάπως μεταφασιστική, πολύ ρατσιστική, ενάντια στις μειονότητες όποιου είδους: με memes και πλακίτσα, δική της εσωτερική γλώσσα και ατάκες, ακραίο ταξικό μίσος για τους από κάτω και μπόλικο, έξαλλο αντικομμουνισμό. Στην Ελλάδα την εκδοχή αυτή υπηρετεί πιστά, αλλά με τον δικό του γελοίο τρόπο, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, η προσωπική δηλαδή επιλογή του κ. Μητσοτάκη, όπως μας διαβεβαίωσε στη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να βαστάει τον εαυτό του και να καμώνεται τον μετριοπαθή. Έχοντας κάνει πέρα όποιο κεντροδεξιό στοιχείο θα μπορούσε να είναι στην ηγεσία της ΝΔ, είναι ελεύθερος να πει ό,τι θέλει. Είναι τόσο πολύ ελεύθερος που οι για δεκαετίες κυβερνήσεις του κόμματός του έχουν διαγραφεί από τη μνήμη του. Είναι τόσο πολύ ελεύθερος που δεν τον ενδιαφέρουν οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις, μόνο οι επενδύσεις, δεν τον ενδιαφέρουν οι πολλοί, μόνο οι άριστοι. Δεν τον ενδιαφέρουν οι νέοι ή οι γέροι, μόνο όσοι μπορούν. Όσοι δε μπορούν είναι φύρα. Για τα trickle-down οικονομικά του απροκάλυπτα νεορηγκανικού κ. Μητσοτάκη ένας βουλευτής του εργατικού κόμματος στη Νέα Ζηλανδία είχε πει κάποτε πως έτσι, με αυτόν τον (οικονομικό) τρόπο, «οι πλούσιοι κατουράνε τους φτωχούς».
Ο κ. Μητσοτάκης έχει εξεγερθεί. 27 χρόνια μετά την εκλογή του μπαμπά του, που άνοιξε το δρόμο, τρία μνημόνια και 7 χρόνια κρίσης αφότου ξεφτιλίστηκε σχεδόν όλο το πολιτικό σύστημα ο γιός του πρώην πρωθυπουργού δεν έχει κανένα πρόβλημα να λέει ό,τι οι πιο ακραίες εκδοχές του δεξιού twitter του επιτάσσουν. Με αυτήν την έννοια η ισότητα είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία, είναι αντίθετη με τη δημοκρατία. Τι σημασία έχει που αυτό δεν έχει σχέση με το φιλελευθερισμό; Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να λέει αρλούμπες.
Το κόμμα του άλλωστε έχει από καιρό καταστεί ένα δεξιό «λαϊκιστικό νεοφιλελεύθερο κόμμα». Οι Della Porta κ.α.(2017)[1], ορίζοντας αυτόν τον κομματικό τύπο αναφέρουν πως είναι οργανωτικά ισχνό, ιδιαίτερα προσωποκεντρικό, διασπασμένο σε μη ιδεολογικές φράξιες. Χαρακτηρίζεται από την τεράστια παραποιητική χρήση των ΜΜΕ και από μια εξουσία που πηγάζει από την κατοχή θεσμικών θέσεων που συχνά χρησιμοποιούνται για πελατειακούς λόγους ή συναλλαγές διαφθοράς. Μάλιστα οι ερευνητές αυτοί θεωρούν πως αυτός ο νέος κομματικός τύπος έχει γίνει κυρίαρχος με την εξέλιξη και τη σχετική ύφεση των πολιτικών ιδεολογιών του 21ου αιώνα. Η λήψη αποφάσεων στο κέντρο του κόμματος και η εξατομίκευση της ηγεσίας – τυπικό των νεοφιλελεύθερων λαϊκίστικών κομμάτων – τους οδηγεί να μιλούν για αμερικανοποίηση των ευρωπαϊκών κομμάτων, που ολοένα και περισσότερο στρέφονται προς την εξατομικευμένη διαχείριση των ωφελημάτων και ολοένα και λιγότερο στη δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων. Τέλος, προοδευτικά αφομοιώνονται στο κράτος (εξαρτώμενα από το κράτος για χρηματοδότηση και κέρδη) καθιστάμενα ολοένα και πιο εξαρτώμενα από τους κρατικούς θεσμούς.
Διακαής πόθος και στόχος τους είναι οι κυβερνητικές θέσεις που θα εξασφάλιζαν την οικονομική συνέχεια της ΝΔ, που έχει χρέος 200 εκατομμυρίων ευρώ. Η κυβέρνηση των ονείρων του θα αποκαθιστούσε την κανονικότητα του λαμογιοκαπιταλισμού που το κόμμα του είχε εγκαθιδρύσει, το φυσιολογικό δηλαδή, παρασιτικό παραγωγικό μοντέλο τους. Ο Μητσοτάκης χρωστάει στο Σαμαρά και την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ που τον έκανε πρόεδρο, χρωστάει στους επιχειρηματικούς και μιντιακούς ομίλους που τον στηρίζουν, χρωστάει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και στον Σόιμπλε: χρωστάει στο κυρίαρχο πλέγμα εξουσίας που εν πολλοίς παραμένει και της παράταξής του. Είναι δυνατόν να μην εξεγείρεται;
Μόνο που και αυτός και ακόμα περισσότερο η σημερινή κυβερνητική εκδοχή χρειάζεται να προσέξουν. Ο Ranciere έγραφε το 2005 για το πως μπορούν να ανατρέπονται οι σταθερές: «η Δημοκρατία είναι αυτή η παράδοξη συνθήκη της πολιτικής, αυτό το σημείο όπου κάθε νομιμότητα έρχεται αντιμέτωπη με την απουσία έσχατης νομιμότητας, με την εξισωτική ενδεχομενικότητα που υποστηλώνει την ενδεχομενικότητα της ίδιας της ανισότητας».
[1] Donatella della Porta, Joseba Fernαndez, Hara Kouki and Lorenzo Mosca(2017) Movement Parties Against Austerity, Polity Press: Cambridge
πηγή: commonality.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου