του Χάρη Αθανασιάδη*
«Για μας η Ιστορία δεν πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, πρέπει να έχει έναν χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης». Η φράση αυτή ανήκει στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως και παρότι ίσως ξέφυγε εν τη ρύμη του λόγου της, συζητήθηκε αρκετά εφόσον ανιχνεύονται εντός της ευρύτερες λογικές και αναβιώσεις που μοιάζει να διαποτίζουν τον φιλελεύθερο χώρο τονίζοντας υπέρμετρα το συντηρητικό του φορτίο.
Η εξέλιξη της επιστήμης της Ιστορίας
Είναι, βέβαια, αλήθεια πως αρχικά –κατά τον 19ο αιώνα– η Ιστορία συγκροτήθηκε ως επιστήμη, ενόσω στρατεύτηκε στην υπηρεσία των ανερχόμενων τότε εθνών. Ενόσω, δηλαδή, ο κάθε «εθνικός ιστοριογράφος» προσπαθούσε να συνθέσει μια βιογραφία του οικείου έθνους, ικανή να συνεπαίρνει, να συγκινεί και να εμπνέει τους αναγνώστες της, άρα ικανή να διαμορφώνει και να συσπειρώνει την κοινότητα των ομοεθνών του. Ακριβώς γι’ αυτό, οι πρώτοι ιστορικοί έδωσαν έμφαση στα δραματικά επεισόδια του παρελθόντος και ιδιαίτερα στις πολεμικές και διπλωματικές αναμετρήσεις ανάμεσα στα έθνη: Υπερτονίζοντας και στιγματίζοντας τον απέναντι, τον εθνικό εχθρό, κολάκευαν, εξύψωναν ή παρηγορούσαν (άρα συσπείρωναν) τον εθνικό εαυτό. Μόνο που αυτή ήταν η έμμονη έγνοια των ιστορικών τότε, ώς τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα ευρωπαϊκά έθνη αναζητούσαν εναγωνίως ερείσματα στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν, να ανασυγκροτήσουν ή να παγιώσουν κράτη με κριτήριο την αρχή των εθνοτήτων και ει δυνατόν απόλυτη εσωτερική πολιτισμική ομοιογένεια.
Ακολούθως, όμως, κατά τον 20ό αιώνα, η Ιστορία συνομιλώντας γόνιμα με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες (με την Κοινωνιολογία και την Οικονομία, με τη Γεωγραφία και την Ανθρωπολογία) ξεπέρασε με αλλεπάλληλα άλματα τον εθνοκεντρισμό της και διεύρυνε εντυπωσιακά τις θεματικές και τις προσεγγίσεις της. Από βιογραφία του έθνους μετασχηματίστηκε σε πρισματική ανασύνθεση των κοινωνιών του παρελθόντος, σε κατανόηση και εξήγηση των τρόπων που ζούσαν οι άνθρωποι σε τόπο και χρόνο. Ανάμεσα στα άλλα επιτεύγματά της, η Ιστορία ανέδειξε τους πολλαπλούς λόγους για τους οποίους οι τρόποι ζωής των ανθρώπων και μαζί οι ταυτότητές τους, άλλαζαν άλλοτε ανεπαίσθητα (στο μακρύ χρόνο) και άλλοτε ταχύτατα (σε πυκνές συγκυρίες). Η Ιστορία, συνεπώς, εξελίχθηκε στο μεταξύ τόσο, ώστε η φράση της υπουργού να έχει σήμερα την επιστημονική εγκυρότητα που θα είχαν δηλώσεις όπως: «Για μας η Φυσική δεν πρέπει να έχει κοπερνίκειο οπτική, πρέπει να καλλιεργεί τη γεωκεντρική πρόσληψη του κόσμου» ή «για μας η Βιολογία δεν πρέπει να προτάσσει τη δαρβινική οπτική, πρέπει να καλλιεργεί την θεωρία του ευφυούς σχεδίου».
Βέβαια, παρά την επιστημονική της ανάπτυξη, η Ιστορία συνεχίζει και σήμερα να επιτελεί τον πολιτισμικό και εθνικό της ρόλο – συνεχίζει να διαμορφώνει ταυτότητες. Με τη δήλωσή της, η υπουργός μοιάζει να ισχυρίζεται πως εάν η Ιστορία αποκτήσει «κοινωνιολογικό χαρακτήρα», δεν θα είναι εφικτή η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης των μαθητών.
Ακολούθως, όμως, κατά τον 20ό αιώνα, η Ιστορία συνομιλώντας γόνιμα με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες (με την Κοινωνιολογία και την Οικονομία, με τη Γεωγραφία και την Ανθρωπολογία) ξεπέρασε με αλλεπάλληλα άλματα τον εθνοκεντρισμό της και διεύρυνε εντυπωσιακά τις θεματικές και τις προσεγγίσεις της. Από βιογραφία του έθνους μετασχηματίστηκε σε πρισματική ανασύνθεση των κοινωνιών του παρελθόντος, σε κατανόηση και εξήγηση των τρόπων που ζούσαν οι άνθρωποι σε τόπο και χρόνο. Ανάμεσα στα άλλα επιτεύγματά της, η Ιστορία ανέδειξε τους πολλαπλούς λόγους για τους οποίους οι τρόποι ζωής των ανθρώπων και μαζί οι ταυτότητές τους, άλλαζαν άλλοτε ανεπαίσθητα (στο μακρύ χρόνο) και άλλοτε ταχύτατα (σε πυκνές συγκυρίες). Η Ιστορία, συνεπώς, εξελίχθηκε στο μεταξύ τόσο, ώστε η φράση της υπουργού να έχει σήμερα την επιστημονική εγκυρότητα που θα είχαν δηλώσεις όπως: «Για μας η Φυσική δεν πρέπει να έχει κοπερνίκειο οπτική, πρέπει να καλλιεργεί τη γεωκεντρική πρόσληψη του κόσμου» ή «για μας η Βιολογία δεν πρέπει να προτάσσει τη δαρβινική οπτική, πρέπει να καλλιεργεί την θεωρία του ευφυούς σχεδίου».
Βέβαια, παρά την επιστημονική της ανάπτυξη, η Ιστορία συνεχίζει και σήμερα να επιτελεί τον πολιτισμικό και εθνικό της ρόλο – συνεχίζει να διαμορφώνει ταυτότητες. Με τη δήλωσή της, η υπουργός μοιάζει να ισχυρίζεται πως εάν η Ιστορία αποκτήσει «κοινωνιολογικό χαρακτήρα», δεν θα είναι εφικτή η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης των μαθητών.
Ποια ταυτότητα του Έλληνα επιδιώκουμε σήμερα;
Αλλά θα ταυτιστεί άραγε λιγότερο με την πατρίδα του, όποιος γνωρίσει τους κοινωνικούς αγώνες των παλαιότερων για τη βελτίωση των όρων της ζωής τους; Θα αποξενωθεί μήπως από την ελληνικότητά του ο μαθητής αν γνωρίσει πώς γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι στις παραγκουπόλεις των προσφύγων, πότε και πώς πρωτακούστηκε ο ήχος του μπουζουκιού που εμβολίασε τόσο τα μουσικά ρεύματα στη συνέχεια, ώστε ακόμη και σήμερα μιλάει στην ψυχή του; Μήπως θα νοιώθει λιγότερο Έλληνας αν μάθει πως σε αυτή εδώ τη χερσόνησο, της Ευρώπης οι άνθρωποι διαφορετικών γλωσσών και θρησκειών ζούσαν για αιώνες αναμεμειγμένοι, μοιράζονταν τις ίδιες συνήθειες στο φαγητό, την ενδυμασία, τη διασκέδαση και πως τα ίχνη αυτών των ωσμώσεων μπορούμε ακόμη να τα διακρίνουμε στους γειτονικούς μας λαούς;
Και άραγε ποια ταυτότητα του Έλληνα επιδιώκουμε σήμερα; Θα ενοχλούμασταν αν ο Έλληνας γινόταν συνώνυμο του κριτικού, αναστοχαστικού πολίτη; Ενός πολίτη που έχοντας εξοικειωθεί στα μαθητικά του χρόνια να αναλύει τις σύνθετες κοινωνίες του παρελθόντος, είναι σε θέση ως ενήλικος πλέον να αναλύει την εξίσου σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνία του παρόντος; Ο Έλληνας που ξέρει να αντιπαραβάλλει, να συγκρίνει, να εξάγει συμπεράσματα, να διαχωρίζει το ουσιώδες από το δευτερεύον, να διακρίνει τις τομές και τις συνέχειες στο χρόνο, να εξηγεί τις διεθνικές και τις κοινωνικές συναλλαγές ή συγκρούσεις, να κατανοεί τις οπτικές των ανθρώπων και τα πάθη τους, αυτός ο Έλληνας θα ήταν αλήθεια ένα αρνητικό πρότυπο;
Και άραγε ποια ταυτότητα του Έλληνα επιδιώκουμε σήμερα; Θα ενοχλούμασταν αν ο Έλληνας γινόταν συνώνυμο του κριτικού, αναστοχαστικού πολίτη; Ενός πολίτη που έχοντας εξοικειωθεί στα μαθητικά του χρόνια να αναλύει τις σύνθετες κοινωνίες του παρελθόντος, είναι σε θέση ως ενήλικος πλέον να αναλύει την εξίσου σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνία του παρόντος; Ο Έλληνας που ξέρει να αντιπαραβάλλει, να συγκρίνει, να εξάγει συμπεράσματα, να διαχωρίζει το ουσιώδες από το δευτερεύον, να διακρίνει τις τομές και τις συνέχειες στο χρόνο, να εξηγεί τις διεθνικές και τις κοινωνικές συναλλαγές ή συγκρούσεις, να κατανοεί τις οπτικές των ανθρώπων και τα πάθη τους, αυτός ο Έλληνας θα ήταν αλήθεια ένα αρνητικό πρότυπο;
Σταθερά προς τα εμπρός
Διότι αυτές ακριβώς τις δεξιότητες, κι αυτή ακριβώς τη διανοητική στάση επιδιώκουν να καλλιεργήσουν τα αναλυτικά προγράμματα που εκπονήθηκαν στα δυο προηγούμενα χρόνια από μια ευρεία ομάδα καταξιωμένων ιστορικών. Τα προγράμματα αυτά θα ήταν μεγάλο λάθος να χαρακτηριστούν «αριστερά» επειδή παρήχθησαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι ούτε «αριστερά» ούτε «δεξιά». Είναι ορθά, υπό την έννοια πως είναι συμβατά με τα σύγχρονα πορίσματα της ιστορικής επιστήμης και με τα προτάγματα της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Ούσα νομικός, η κ. Κεραμέως δεν υποχρεούται, βέβαια, να γνωρίζει τις εξελίξεις στην Ιστορία και την Ιστορική Εκπαίδευση. Ούσα υπουργός Παιδείας, όμως, οφείλει να περιλάβει στους συμβούλους της και κάποιον ιστορικό – υπάρχουν αρκετοί από τους καταξιωμένους, που κινούνται στον πολιτικά οικείο της χώρο. Αξίζει επίσης να παραδειγματιστεί, ως προς αυτό, από τους πολιτικούς γεννήτορες του ελληνικού φιλελευθερισμού. Ο Δημήτρης Δίγκας, λόγου χάριν, ο υπουργός Παιδείας της πιο σημαντικής από τις κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, είχε αναθέσει τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής σε τρεις από τους καλύτερους τότε (το 1917-20) επιστήμονες: τον γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τον παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο και τον κοινωνιολόγο Δημήτρη Γληνό. Και όταν ο προκαθήμενος της Εκκλησίας διαμαρτυρήθηκε επειδή εκείνοι απάλειψαν τη θρησκοληψία και την πατριδοκαπηλία από τα αναγνωστικά, ο Δίγκας δεν απολογήθηκε: του διαμήνυσε ευθέως πως η εκπαιδευτική πολιτική ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας. Στον αιώνα που μεσολάβησε από τότε, η Ελλάδα, παρά τις περιπέτειες και τα πισωγυρίσματά της, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης του Διαφωτισμού και των Δικαιωμάτων. Η ιστορία (και η Ιστορία), εδώ και καιρό, μοιάζει να βαδίζουν σταθερά προς τα εμπρός. Ή μήπως όχι;
Ούσα νομικός, η κ. Κεραμέως δεν υποχρεούται, βέβαια, να γνωρίζει τις εξελίξεις στην Ιστορία και την Ιστορική Εκπαίδευση. Ούσα υπουργός Παιδείας, όμως, οφείλει να περιλάβει στους συμβούλους της και κάποιον ιστορικό – υπάρχουν αρκετοί από τους καταξιωμένους, που κινούνται στον πολιτικά οικείο της χώρο. Αξίζει επίσης να παραδειγματιστεί, ως προς αυτό, από τους πολιτικούς γεννήτορες του ελληνικού φιλελευθερισμού. Ο Δημήτρης Δίγκας, λόγου χάριν, ο υπουργός Παιδείας της πιο σημαντικής από τις κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, είχε αναθέσει τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής σε τρεις από τους καλύτερους τότε (το 1917-20) επιστήμονες: τον γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τον παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο και τον κοινωνιολόγο Δημήτρη Γληνό. Και όταν ο προκαθήμενος της Εκκλησίας διαμαρτυρήθηκε επειδή εκείνοι απάλειψαν τη θρησκοληψία και την πατριδοκαπηλία από τα αναγνωστικά, ο Δίγκας δεν απολογήθηκε: του διαμήνυσε ευθέως πως η εκπαιδευτική πολιτική ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας. Στον αιώνα που μεσολάβησε από τότε, η Ελλάδα, παρά τις περιπέτειες και τα πισωγυρίσματά της, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης του Διαφωτισμού και των Δικαιωμάτων. Η ιστορία (και η Ιστορία), εδώ και καιρό, μοιάζει να βαδίζουν σταθερά προς τα εμπρός. Ή μήπως όχι;
* Ο Χ. Αθανασιάδης είναι καθηγητής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
εποχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου