Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Το Κράτος, η Εκκλησία, η Αριστερά



του Κύρκου Δοξιάδη*
Αναμφίβολα, η μισθοδοσία των κληρικών και η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι πολύ σημαντικά ζητήματα. Κατά την άποψή μου όμως, η σπουδαιότητά τους όσον αφορά τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας είναι δευτερεύουσα.
Στην «Εφ.Συν.» του περασμένου Σαββάτου (10-11/11/2018), διαβάζουμε σε άρθρο του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Σηφουνάκη με τίτλο «Η εμπειρία της αναθεώρησης του Συντάγματος το 1998» τα σχετικά με την «τύχη» της πρότασης που είχε συντάξει και που αφορούσε την απεμπλοκή των λειτουργιών του Κράτους από εκείνες της Εκκλησίας και την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου: «...για να γίνει κατανοητό το κλίμα εκείνων των ημερών, σημειώνω ότι τρεις βουλευτές συνάδελφοί μου ζήτησαν να αφαιρεθεί η υπογραφή τους από το κείμενο και κατά την ψηφοφορία την πρόταση υπερψήφισαν μόνο 12 από τους 53 που την είχαν υπογράψει.
Επιχειρήθηκε τότε η θρησκευτική τρομοκράτηση, επιστρατεύτηκε ο σκληρός πυρήνας των συντηρητικών και ακροδεξιών στοιχείων, τα οποία έφτασαν μέχρι και σε προπηλακισμό μας». Το «κλίμα εκείνων των ημερών» δεν αναφέρεται βέβαια στην εποχή του Παπάγου ή της ΕΡΕ, αλλά σε εκείνην της «εκσυγχρονιστικής» διακυβέρνησης Σημίτη.
Η «ταμπακέρα» του όλου ζητήματος βρίσκεται πρώτα και κύρια στη θρησκευτική ορκωμοσία των κυβερνήσεων και στον αγιασμό των εναρκτήριων συνεδριάσεων της Βουλής. Η υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους μπορεί να εντυπωσιάζει και να εξοργίζει με την οπισθοδρομική της γραφικότητα, αλλά ίσως γι’ αυτό ακριβώς μακροπρόθεσμα είναι λιγότερο βλαπτική. Την ορκωμοσία των κυβερνήσεων σε ιερωμένους και τον αγιασμό της Βουλής τα έχουμε αποδεχτεί στην «πολιτική καθημερινότητά μας» - θα μας ξένιζε αν έλειπαν. Ας το θέσω λίγο πιο προκλητικά: είναι οι τελετουργίες εκείνες που καθιερώνουν την ηγεσία της Εκκλησίας ως αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής ζωής.
Ακόμα χειρότερα: Παρότι σύμφωνα με το πολίτευμα ο -εκλεγμένος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Αρχηγός του Κράτους, οι συγκεκριμένες τελετές αποτελούν έμμεση πλην σαφή ένδειξη ότι «δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα». Τόσο η ορκωμοσία ενώπιον ιερέων όσο και η ευλογία που δίνουν οι τελευταίοι ανελλιπώς κάθε χρόνο στις εργασίες του κοινοβουλίου δεν είναι παρά συμβολική υπενθύμιση πως η εκτελεστική αλλά και η νομοθετική εξουσία λογοδοτούν στον Θεό διαμέσου των εκπροσώπων του.
Εάν υπάρχει ένας «αρνητικός ορισμός» της δημοκρατίας, τούτος θα μπορούσε να είναι: Δημοκρατία είναι το πολίτευμα εκείνο που αποτελεί έμπρακτη άρνηση της άποψης πως «αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται». Με άλλα λόγια: Στη δημοκρατία εξ ορισμού ο Θεός είναι περιττός. Η ίδια η δημοκρατία αφ’ ενός νομιμοποιεί τον εαυτό της και αφ’ ετέρου εξασφαλίζει πως κανείς δεν υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας που κατέχει εις βάρος των συμπολιτών του.
Τα παραπάνω δεν χρειάζεται να είναι κανείς ούτε αριστερός ούτε άθεος για να τα αποδέχεται. Είναι οι καταστατικές αρχές της δημοκρατίας, όπως αυτές θεμελιώθηκαν από την εποχή του Διαφωτισμού επί τη βάσει του σεβασμού της λαϊκής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ας γίνουμε όμως τώρα λίγο πιο πρακτικοί.
Σε πρόσφατο άρθρο μου στην «Εποχή» («Ενα πρακτικό ζήτημα για την Αριστερά», 4/11/2018), επισήμανα το γεγονός πως η «αμηχανία» που προξενείται ακόμη και στην Αριστερά απέναντι στο ζήτημα έχει να κάνει με τη διπλή συγκρότηση της νεοελληνικής ταυτότητας ως ταυτόχρονα ελληνικής και ορθόδοξης, μέσα από τη συνδυασμένη λειτουργία ιδεολογικών μηχανισμών -εκπαιδευτικών, πολιτικών, νομικών-, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον 19ο αιώνα και ύστερα. Εδώ θα πω δυο λόγια για το πολιτικό «διά ταύτα». Ποιες είναι οι πολιτικές επιπτώσεις αυτής της έμπρακτης και αέναης «τελετουργικής αμφισβήτησης» των αρχών επί των οποίων θεμελιώνεται η δημοκρατία;
Το μεταξικό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» δεν ήταν ένας τυχάρπαστος συνδυασμός «αξιών». Ούτε βέβαια ήταν τυχαίο ότι εξακολούθησε μεταπολεμικά να επικρατεί ως νομιμοποιητικό ιδεολόγημα στον κουτσουρεμένο κοινοβουλευτισμό του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους. Στις μέρες μας, που κάποιοι -ιδίως στο μόρφωμα της συστημικής Ακροδεξιάς που συνιστά η Ν.Δ. στη σημερινή της μεταμόρφωση- προσπαθούν μετά μανίας να το επαναφέρουν, η θεσμική εξακολούθηση της τελετουργικής πρωτοκαθεδρίας της Εκκλησίας στα πολιτικά μας πράγματα αποτελεί ισχυρότατο έρεισμα σε αυτή τους την προσπάθεια.
Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, όσο παραμένουν εξαρτημένοι από την ευλογία αλλά και από το «χρίσμα» των ιερωμένων, θα διατηρούνται στην πολιτική μας αυτοσυνειδησία ως κάτι το εμφυώς συντηρητικό, εγγενώς ανεπαρκές ως όχημα ριζοσπαστικών ή έστω απλώς προοδευτικών αλλαγών. Και η ενός λεπτού σιγή για κάποιους αλλόφρονες εθνικόφρονες θα εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή ως αυτονόητη.
* Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου