Συντάκτης: Λάμπης Κοντονής*
Ο Brailsford στο ιστορικό του βιβλίο του 1905 για τη Μακεδονία γράφει: «Δεν υπάρχει περιοχή πάνω στη Γη που η εθνική ιδέα να προκάλεσε τόσο όλεθρο ή να ξεσήκωσε τόση λαγνεία για εξουσία, όσο στη Μακεδονία. Δηλητηριάζει και κοσμοποιεί τη θρησκεία. Εξαγνίζει τη δολοφονία, δικαιολογεί τη βία... Στο όνομά της οι λαοί έπραξαν μεγάλα κατορθώματα που η ελευθερία θα έπρεπε να τα είχε εμπνεύσει, αλλά διέπραξαν εγκλήματα και αδικίες τόσο κολοσσιαίες που μόνο μια ιδέα θα μπορούσε να τα είχε παρακινήσει.
Η μιζέρια δέκα αιώνων ήταν έργο της και το πρόσωπο των Βαλκανίων σήμερα (το 1905), αυλακωμένο από μίση, ροζιασμένο από τη σκληρότητα, καταθλιπτικό από τα διαρκή βάσανα, αποτελεί την εικόνα και το μνημείο της... Αναρωτιέται κανείς τι μέλλον ειρήνης και κοινής εργασίας μπορεί να υπάρξει ενόσω η κατάρα αυτής της εθνικής ιδέας θα συνεχίσει να διδάσκει τους ανθρώπους ότι το κρίσιμο γεγονός στη ζωή τους είναι η παράδοση, η μνήμη ή η συνήθεια της γλώσσας που τους διαχωρίζει από όλους τους άλλους».
Πάνω από έναν αιώνα μετά πολλά στοιχεία που αναφέρει ο Brailsford είναι ακόμα υπαρκτά στην περιοχή. Παρά τις παγκόσμιες και ευρωπαικές εξελίξεις, οι εθνικισμοί, οι αλυτρωτισμοί, η πατριδοκαπηλία, η άγνοια της Ιστορίας, ριζωμένες στο λαϊκό και εθνικό αφήγημα των «δικαίων του έθνους», της φαντασιακής ανωτερότητας, των «ιστορικών αδικιών και παγκόσμιων συνωμοσιών», δημιουργούν ένα πλέγμα αντίληψης της θέσης της κάθε εθνότητας, που είναι λανθάνον και επικίνδυνο.
Απασχολημένοι να ενδοσκοπούν στις δικές τους οπτικές της Ιστορίας και των μεγαλοϊδεατικών φαντασιώσεων, αποδομούν τις ιστορικές στιγμές των άλλων λαών, τους οποίους προσεγγίζουν ανταγωνιστικά, αν όχι εχθρικά. Πολλά τα παραδείγματα και χαρακτηριστική η τάση όλοι να θεωρούν τους δικούς τους απελευθερωτικούς αγώνες «ηρωικούς» και των γειτόνων «επεκτατικούς, μέρος μιας συνωμοσίας από ξένα κέντρα».
Σε αυτό το περιφερειακό πλαίσιο όπου η ιστορική έλλειψη εμπιστοσύνης και οι συγκρούσεις υπερτερούν των συνεργασιακών θεωρήσεων και πολιτικών, ερχεται η στιγμή που υπάρχει η ιστορική ανάγκη αυτά να ξεπεραστούν. Η περιοχή έχει αποδείξει ότι μπορεί να ξεπεράσει συγκρούσεις αιώνων. Η ελληνο-βουλγαρική συνεργασία σήμερα είναι ένα τέτοιο δείγμα, πολύ χαρακτηριστικότερο της πολυδιαφημιζόμενης αντίστοιχης γερμανο-γαλλικής.
Βέβαια είναι δύσκολο σήμερα σε ένα διεθνές περιβάλλον εύθραυστο να υπάρξουν οι πρωτοβουλίες εκείνες που θα χτίσουν γέφυρες συνεννόησης και που θα ενδυναμώσουν τις προοπτικές ειρηνικής συνύπαρξης και ανάπτυξης.
Η «Διεθνής του Εθνικισμού» αλληλοτρέφεται και αλληλοβοηθάται με τη ρητορική και τις πράξεις μισαλλοδοξίας και βίας. Η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων σε μια χώρα αναπτύσσει αντίστοιχα ακροδεξιά αντανακλαστικά και εθνικιστική πολιτική προσέγγιση και σε κάθε γειτονική χώρα, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο σκηνικό σύγκρουσης.
Αυτή η σύγκρουση είναι ουσιαστικά ο λόγος ύπαρξης της εθνικιστικής Ακροδεξιάς, αλλά και η αιτία της τελικής ήττας της μέσα όμως από μια καταστροφική πορεία σύγκρουσης. Το ζητούμενο για όλους μας είναι η ήττα της να είναι αποτέλεσμα μιας προληπτικής στρατηγικής, μέσω της ανάπτυξης σε κάθε χώρα ενός κοινωνικού και εκπαιδευτικού πλαισίου που θα μαθαίνει τους πολίτες να κατανοούν και να συνεργάζονται με τον γείτονά τους, διατηρώντας την ίδια στιγμή τη δική τους ταυτότητα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, ιστορική και εξαιρετικά θετική εντός ενός πλαισίου συμβιβασμού, αποδεικνύει περίτρανα τη σημασία της πολιτικής ηγεσίας και πρωτοβουλίας, της πολιτικής ευθύνης (κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) και της ιδιαίτερης σημασίας εκείνων των πρωτοβουλιών που πραγματικά ξεκινούν από τα εμπλεκόμενα μέρη.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι αυτό που θα επιθυμούσε καμία από τις δύο πλευρές γιατί είναι ένας συμβιβασμός και σαν τέτοιος προσπαθεί να βρει τους κοινούς τόπους με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Οι ευαισθησίες και ο υγιής πατριωτισμός και των δύο λαών όχι απλώς πρέπει να είναι στοιχεία απολύτως σεβαστά, αλλά και να ξεπερνούν τα σύνορα και να αντιλαμβάνονται τις ευαισθησίες και τον πατριωτισμό του άλλου.
Η με μανία καταδίκη της Συμφωνίας (και ουσιαστικά κάθε συμφωνίας) από την εθνικιστική και λαϊκιστική αντιπολίτευση και στις δύο χώρες καταδεικνύει ουσιαστικά και την ιστορική της σημασία, τόσο διπλωματικά όσο και πολιτικά. Η Συμφωνία διπλωματικά υπογραμμίζει την ανάγκη εξομάλυνσης των διμερών και περιφερειακών σχέσεων, απελευθερώνει και τις δύο χώρες από μια ιδιότυπη απομόνωση, ενισχύει το πλαίσιο συνεργασίας σε περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πολιτικά είναι μια νίκη απέναντι στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό και ιδιαίτερα απέναντι στις ακροδεξιές δυνάμεις, που τρέφονται από διαμάχες οι οποίες βασίζονται σε ευαίσθητα θέματα ταυτότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι, πέραν των εγχώριων πατριδοκάπηλων, ομοϊδεάτες τους πολιτικοί στο εξωτερικό έστερξαν να καταδικάσουν τη δυνατότητα συμφωνίας, ενώ μόνο ελάχιστες χώρες, για ίδιον και μόνο όφελος, την καταδίκασαν (Τουρκία, Ρωσία, πρωθυπουργός Ουγγαρίας).
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και η σιωπή προσωπικοτήτων που, ενώ θεωρούν τη Συμφωνία πολύ θετικό βήμα, δημοσίως σιωπούν για μικροπολιτικούς λόγους. Αντίθετα, ο διεθνής Τύπος, όπως και οι πάνω από 140 χώρες που έχουν αναγνωρίσει τη χώρα με τη συνταγματική της ονομασία, την καλωσόρισαν ως βήμα προόδου, όντας έτοιμες να χρησιμοποιήσουν τη νέα ονομασία.
Η πορεία ολοκλήρωσης της Συμφωνίας είναι δύσκολη, καθόλου δεδομένη, αλλά και τόσο σημαντική που πρέπει να ενδυναμωθεί με συγκεκριμένες διμερείς ή περιφερειακές πρωτοβουλίες. Είναι πασιφανή τα άμεσα πρακτικά θετικά αποτελέσματα της Συμφωνίας και της πλήρους ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων, μέσω των κοινών έργων και προγραμμάτων υποδομών και επιχειρηματικής συνεργασίας, σε τομείς όπου υπάρχουν εξαιρετικές δυνατότητες, όπως ο διασυνοριακός τουρισμός, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι τοπικοί αναπτυξιακοί φορείς, οι μεταφορές κ.λπ.
Επιπρόσθετα η ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας στην εκπαίδευση και στα Πανεπιστήμια, μεταξύ δημοσιογράφων και μεταξύ επιμελητηρίων, για την προστασία του περιβάλλοντος, είναι μόνο μερικά από αυτά που μπορούν να ενεργοποιηθούν. Τα σχολικά εγχειρίδια, που πολύ σωστά συμπεριλαμβάνονται στη Συμφωνία, έχουν να προσφέρουν σημαντικά σε μια γενικότερη πορεία επαναπροσέγγισης και συμφιλίωσης. Η αδρανής Μικρο-Περιφέρεια Πρεσπών και Αχρίδας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα δίκτυο συνεργασίας μεταξύ των τριών χωρών σε όλους τους παραπάνω τομείς.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι η αρχή μιας δύσκολης πορείας που θα φέρει πιο κοντά τις χώρες και τους λαούς της περιοχής, σε μια χρονική στιγμή που η αποδόμηση της Ευρώπης και η επικίνδυνη επιστροφή στα έθνη-κράτη και τους εθνικισμούς δεν είναι μακρινό σενάριο. Με θάρρος και τόλμη πρέπει να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία συνεργασίας, όχι μόνο μεταξύ των γειτόνων, αλλά και αμοιβαίας αυτοκριτικής και συμφιλίωσης με τα πολλά λάθη που έκαναν οι χώρες της περιοχής για πολλές δεκαετίες.
Σε περιφερειακό επίπεδο το ζητούμενο είναι η βαλκανική συνεργασία να δημιουργήσει, μέσα από αμοιβαία αναπτυξιακά οφέλη, τη διασύνδεση εκείνη που θα ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο έντασης και ανάφλεξης, πυροδοτούμενης είτε από περιφερειακές είτε διεθνείς αντιπαλότητες, μιας και η ειρήνη και οι ευρωπαϊκές δομές, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι δεδομένες στο μέλλον.
* Πολιτικός σύμβουλος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εχει εργαστεί στο παρελθόν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον ΟΑΣΕ και στο Σύμφωνο Σταθερότητας ΝΑ Ευρώπης
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου