Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Περί θρησκευτικών και ορθοφροσύνης



"Και εδώ, στον νέο κόσμο, μας κατατρέχει το σήμερα κι οι ραγισμένες εικόνες τού αύριο. Μας κατατρέχουν όμως και οι πεθαμένοι. Τα φαντάσματά τους, που παίρνουν σάρκα και οστά στους εξουσιαστικούς θεσμούς κι ανασαίνουν απ’ τον αέρα που αναδύουν οι δυσκίνητες νοοτροπίες και οι κρατικές παραδόσεις της εθνικοφροσύνης."
του Νίκου Θεοτοκά
Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, λέγανε στους παλιούς κόσμους, εννοώντας την αφιέρωση και τις δεσμεύσεις που απαιτούσαν οι διακριτές λειτουργίες των ανθρώπων στον καθημερινό βίο.
Βέβαια, σ’ εκείνες τις κοινωνίες της ανέχειας, οι παπάδες, εκτός από τα καθήκοντά τους τα πνευματικά, ήταν και οικογενειάρχες και δουλευτάδες· και παπάδες και ζευγάδες, δηλαδή.
Στα παλιά χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης η εκκλησιαστική ιεραρχία, πέρα από την απαιτούμενη αφιέρωση των μελών της στα του οίκου του Θεού, είχε και πολύ κοσμικές αρμοδιότητες και λειτουργίες που αφορούσαν την υλική ζωή του μιλετιού των Ρωμιών και τις σχέσεις τους με την αυτοκρατορία.
Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ήταν δομικό μέρος του συστήματος της οθωμανικής κυριαρχίας και, την ίδια ώρα, αποτελούσε καθοριστική παράμετρο του υλικού και πνευματικού πολιτισμού των κατακτημένων ορθοδόξων.
Είμαστε, όμως, δύο αιώνες μετά. Με πολύ πολύ αίμα, φτάσαμε να ζούμε στο ελληνικό κράτος, που τώρα πια είναι μέρος της Ενωμένης Ευρώπης κι όχι της «υπό Θεού τεταγμένης» αιώνιας και αήττητης μεγάλης αυτοκρατορίας.
Είμαστε μέρος, δηλαδή, του νέου κόσμου, που έχτισαν τα «αποστατικά και ολέθρια φρονήματα» των «απονενοημένων» που σήκωσαν τα όπλα της Επανάστασης.
Και εδώ, στον νέο κόσμο, μας κατατρέχει το σήμερα κι οι ραγισμένες εικόνες τού αύριο. Μας κατατρέχουν όμως και οι πεθαμένοι. Τα φαντάσματά τους, που παίρνουν σάρκα και οστά στους εξουσιαστικούς θεσμούς κι ανασαίνουν απ’ τον αέρα που αναδύουν οι δυσκίνητες νοοτροπίες και οι κρατικές παραδόσεις της εθνικοφροσύνης.
Ολα τα παλιά έγιναν όπως έγιναν και δεν μπορεί κανείς πια να τα αλλάξει. Οπως και τα νεότερα, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία. Ολα αυτά, όπως κι η θέση του καθενός σε όλα αυτά, είναι πια κομμάτια του παρελθόντος, της Ιστορίας που χρειάζεται κάθε φορά να προσεγγίζουμε με το αίτημα της κατανόησης κι όχι του διδακτισμού.
Και ακόμα, όπως και να κατανοούμε το παρελθόν, όλα τα παραπάνω είναι απολύτως αδιάφορα και άσχετα με τη σημερινή σχέση Εκκλησίας και Κράτους, Εκκλησίας και Εκπαίδευσης.
Σήμερα λοιπόν, φθινόπωρο του 2016, οι προτεινόμενες αλλαγές στη λογική του μαθήματος των θρησκευτικών, αλλαγές αναγκαίες που ετοιμάζονται και συζητιούνται εδώ και κάμποσα χρόνια, ξεσήκωσαν ασύμμετρη ένταση.
Δυστυχώς, παρά τα όσα αισιόδοξα διέγραψε η ορθοφροσύνη που έχει επιδείξει ο ευσεβής προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β’, η εκκλησιαστική ιεραρχία φάνηκε να επιστρέφει στα παραδομένα.
Καθώς σημείωσε ο Νίκος Αλιβιζάτος στην «Καθημερινή της Κυριακής», η Εκκλησία της Ελλάδος «ευθυγραμμίστηκε με τους ακραίους ιεράρχες της στην ολομέτωπη επίθεση κατά του Νίκου Φίλη για τη διδασκαλία των θρησκευτικών.
Κι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατέληξε να αδικεί τόσο τον εαυτό του όσο και την πτέρυγα των μετριοπαθών ιεραρχών από την οποία προέρχεται».
Υστερα από μια πολύ σύντομη, αντιφατική και αβέβαιη άνοιξη, η Εκκλησία της Ελλάδος σύρεται στις αρχαϊκές επιλογές του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Με σημαιοφόρους ιεράρχες πιο μαύρους κι απ’ τα ράσα τους. Που τους νομίσαμε, αφελώς φοβάμαι, ως επιβιώματα ενός αμετάκλητα τελειωμένου παρελθόντος. Κρίμα.
Ασφαλώς, από τις παρεμβάσεις του αρχιεπισκόπου μένουν για απάντηση ερωτήματα όπως: Πόσοι ιεράρχες και κληρικοί που «μπερδεύτηκαν» με την Αντίσταση έμειναν στις θέσεις τους μετά το 1946;
Και γιατί η Εκκλησία της Ελλάδος δεν βγάζει κι έναν τόμο για την αντίστασή της κατά τη διάρκεια της χούντας; Δεν είναι όμως ούτε η ώρα ούτε ο τόπος για να δοκιμαστούν απαντήσεις. Αυτή είναι η δουλειά των ιστορικών. Για τους τελευταίους, έχει κι ένα καλό τούτη η δυσάρεστη αντιπαράθεση.
Ο δικανικός λόγος του αρχιεπισκόπου για τη στάση της Ιεραρχίας στην Αντίσταση και στη χούντα στοιχειοθετεί ένα ουσιαστικό επιχείρημα ώστε τα αρχεία της Εκκλησίας να ανοίξουν επιτέλους στην ιστορική έρευνα. Μήπως μάθουμε να συζητάμε και να επιχειρηματολογούμε με βάση τα τεκμήρια που έχουμε στη διάθεσή μας.
Χρειάζεται, όμως, να κρατήσουμε πως ό,τι και να συναγάγει ο καθένας από την ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ό,τι και να έκανε η Ιεραρχία στους παλιούς και τετελεσμένους χρόνους, μπροστά μας βρίσκεται ένα εντελώς διαφορετικό δίλημμα.
Αν, δηλαδή, η Εκκλησία θα χειραφετηθεί ή όχι από το Κράτος και θα αφιερωθεί στο πνευματικό της έργο. Κι αν θα σπάσει τη μακρά παράδοση που τη θέλει να είναι μηχανισμός άσκησης και αναπαραγωγής κοσμικής εξουσίας.
Επιτέλους, η Εκκλησία δεν έχει καμιά δουλειά να κανοναρχεί την εκπαίδευση, το σχολείο, τα προγράμματα και τα βιβλία. Και ο αρχιεπίσκοπος δεν έχει καμία αρμοδιότητα να ζητά από τον πρωθυπουργό να νουθετήσει τους υπουργούς του, να τους συνετίσει και να τους βάλει στον δρόμο του Θεού.
* Ο Νίκος Θεοτοκάς είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου