του Στέλιου Κούκου
Τα λόγια που ακολουθούν θα μπορούσαν να είναι ένα παράπονο, μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό... «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου αφανισμένα απ’ την τρέλα...» γράφει ο Αμερικανός ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ στο δικό του συγκλονιστικό «Ουρλιαχτό».
Θα μπορούσε να είναι ένα προσκλητήριο φίλων, γνωστών ή έστω φιγούρων από το παρελθόν που πραγματικά έμοιαζαν να είναι διαφορετικοί. Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στις παρέες. Ξεχώριζαν. Ευαίσθητοι, ιδιαίτερα καλλιεργημένοι και διαβασμένοι, με ποικίλες και ειδικές γνώσεις που σε εξέπλητταν. Θα μπορούσε όμως το κείμενο να εμπίπτει στον νόμο περί προσωπικών δεδομένων. Αλλά δεν θα δώσουμε και ονόματα. Αυτό μας έλειπε. Άλλωστε τους περισσότερους τους έχω χάσει από χρόνια, αλλά και λίγο πολύ όλοι κείμεθα εν τω πονηρώ...
Πραγματικά αναρωτιέμαι πού χάθηκε ο φίλος με την ξεχωριστή παιδεία που, όταν ερχόταν στο πανεπιστήμιο με την πουκαμίσα έξω από το παντελόνι και με τις σακούλες στα χέρια, ξέραμε ότι είχε ρημάξει τα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης. Μας το είχε εξομολογηθεί ο ίδιος.Οι παλιότερες πληροφορίες μου για αυτόν ήταν ότι δούλευε σε κάποια τοπική αυτοδιοίκηση. Περίμενα να διαβάσω κάποτε κάποιο βιβλίο του, ένα άρθρο... Μαζί με τον κλεπτο-εθισμένο για τη μόρφωσή του φίλο ήταν και κάποιος άλλος φοιτητής του ίδιου πνευματικού βεληνεκούς, με πιο καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Όπως μας είχε πει τότε, με τα βιβλία της ποίησης έριχνες πιο εύκολα κορίτσια, γι’ αυτό ξέραμε όταν είχε μαζί του ανάλογα βιβλία σε τι αποσκοπούσε. Μετά το πτυχίο αποτραβήχτηκε σε κάποιο χωριό. Έγραφε ποιήματα και τραγούδια και κάποτε που έμπλεξε άσχημα ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Με επισκέφτηκε και μου τραγούδησε μερικά. Ωραία ήταν. Από τότε περίμενα να ακούσω κάτι και για αυτόν, αλλά τίποτα. Δεν θα αναφερθώ καθόλου σε κομματικούς, γιατί αυτοί δεν ήταν ποτέ -εμφανώς τουλάχιστον- ανήσυχοι. Ιδίως όσοι παρέμειναν στα κόμματα. Υπάρχουν και οι κομματικοί φοιτητές που έγιναν μάνατζερ - ένας φίλος που είχε πάει στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Διοικήσεως Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ) μου είπε: δεν κατάλαβα αν ήμουν στο συνέδριο της ΕΕΔΕ ή της ΕΦΕΕ (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδος). Ίδια πρόσωπα.
Ένα φίλος με σοσιαλδημοκρατικές απόψεις ήταν απ’ αυτούς που ευτυχώς νωρίς κουράστηκε και το έριξε στην ποίηση. Αργότερα όμως τον κούρασε και η ποίηση. «Ήταν μια λόξα νεανική...» μου είπε ποιητικά. Να πούμε επίσης πως δεν μας ενδιαφέρουν ούτε οι λέκτορες που έγιναν αλέκτορες ήτοι κοκοράκια του πιο άκριτου εκσυγχρονισμού ή φιλελευθερισμού για να μη χάσουν τη θέση τους, ερήμην όμως του ελληνικού λαού, ιδεολογικά και οικονομικά. Μας ενδιαφέρουν όμως αυτοί που έπρεπε να θρέψουν οικογένειες και χάθηκαν μέσα στις δουλειές και την οικογένεια, παίζοντας μπάλα και playstationμε τα παιδιά τους, μένοντας αιώνια παιδιά, και σκάνε και κανένα χαμόγελο όταν μας βλέπουν στον δρόμο. Δεν μας ενδιαφέρουν όμως κι αυτοί που χάθηκαν χρόνια ολόκληρα στις πανεπιστημιακές σχολές της Δύσης και αντί να γυρίσουν πιο σοφοί, εδώ δεν βρίσκουν ησυχία. Έφυγαν βαριά παραδοσιακοί και αντιδυτικοί και γύρισαν συννεφιασμένοι, έτοιμοι να μας εξαπολύσουν τους κεραυνούς τους για τη χωριατιά μας. Βρε μπας και ζέχνουμε; Πού πήγαν οι φίλοι που πήγαιναν προσκυνητές στο Άγιον Όρος που ταξίδευαν μέχρι τις μακρινές Ινδίες για μεταφυσικές εμπειρίες; Πού πήγε η παιδική μας επανάσταση, η φλύαρή μας γενναιοδωρία; Πού πήγαν τα κορίτσια που πίστευες πως μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο με το χαμόγελό τους; Γιατί όλοι κρυβόμαστε στα προσωπικά μας χαρακώματα; Μήπως για να βρεθούμε σε μιαν άλλη ηλικία, που όλα θα εκπληρωθούν; (παράφραση Σαββόπουλου). Εντάξει, αλλά όχι ερήμην μας, γιατί αυτό θα είναι οδυνηρό κι εμείς αμέτοχοι.
Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής” 8 Ιανουαρίου 2006.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Μαργαρίτη.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου