του Παντελή Μπουκάλα
Γενικότερα ο δημοσιογραφικός κλάδος δεν συγκαταλέγεται στους συμπαθέστερους. Και δεν φταίει γι’ αυτό ούτε το κακό το ριζικό μας ούτε η κακούργα κοινωνία.
Αν δεν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας (και μάλιστα την ώρα που το υψώνουμε επιτιμητικά κατά της κοινωνίας εν γένει, σαν αυθέντες) ή πίσω από το πληκτρολόγιό μας, που έχει και μεγαλύτερες αποκρυπτικές δυνατότητες, ως δημοσιογράφοι οφείλουμε να παραδεχτούμε πως οι λέξεις «Αρχές δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος» απελευθερώνουν στους ακροατές ή αναγνώστες τους διαθέσεις καγχασμού και ειρωνείας: «Τι; Υπάρχουν τέτοιου είδους αρχές; Και πού ακριβώς κατοικούν; Κοντά στους μονόκερους ή δίπλα στους τραγέλαφους;». Γενικότερα άλλωστε ο δημοσιογραφικός κλάδος δεν συγκαταλέγεται στους συμπαθέστερους. Και δεν φταίει γι’ αυτό ούτε το κακό το ριζικό μας ούτε η κακούργα κοινωνία.
Μολαταύτα, υπάρχουν «Αρχές δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος». Τουλάχιστον ως τίτλος του «Κώδικα ηθικής και κοινωνικής ευθύνης των δημοσιογράφων», που ψηφίστηκε σε γενική συνέλευση το μακρινό 1998. Και μάλιστα με ένα ισχυρό και –τυπικά– απολύτως δεσμευτικό ποσοστό: 80,4%. Σημειωτέον, όσοι τον καταστρατηγούν, εξ εθίμου και εξ αλαζονείας, δεν παραλείπουν να αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξή του, για να αυτοαθωωθούν. Και όμως. Υπάρχει. Απαιτείται άραγε εκσυγχρονισμός και προσαρμογή του στα νέα δεδομένα; Πιθανότατα. Αλλά ώσπου να ανασυνταχθεί, εξακολουθεί να ισχύει. Δηλαδή, για να μην κρυβόμαστε και να μην ψευδόμαστε (και ως προς αυτό), θα έπρεπε να ισχύει. Περί του δέοντος άλλωστε ο λόγος.
Για να συνεχίσουμε λοιπόν μιαν αφήγηση που δυστυχώς έχει αρκετά γνωρίσματα μυθολογίας, ο κώδικας αυτός, ο αρχαϊκός έστω, ο παλιομοδίτικος, μεριμνά σχεδόν από την αρχή του να προσδιορίσει τον τρόπο συλλογής πληροφοριών. Αρθρο 2, παράγραφος η΄: «Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει να συλλέγει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες του και να εξασφαλίζει την τεκμηρίωσή τους (έγγραφα, φωτογραφίες, κασέτες, τηλεοπτικές εικόνες) με δημοσιογραφικά θεμιτές μεθόδους, γνωστοποιώντας πάντοτε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα». Δίχως στολή παραλλαγής, μεταμφιέσεις, κρυφές κάμερες και τα συναφή, όσα βλέπουμε σε ταινίες και σπεύδουμε να ταυτιστούμε με τους πρωταγωνιστές, που υποδύονται ηρωικούς ρεπόρτερ.
Μακάρι ωστόσο να ήταν η περουκοφορία, σαν τη γελοία της Νέας Υόρκης, η χειρότερη από τις μεταμφιέσεις που καταπόντισαν το κύρος ενός επαγγέλματος το οποίο συνεχίζουμε αυτάρεσκα να ορίζουμε ως λειτούργημα. Συχνά, συχνότατα, τον τόνο στα δημόσια πράγματα τον δίνει η δημοσιογραφία της υπόκρισης, και της υποκρισίας. Η μεταμφιεσμένη δημοσιογραφία, που υποδύεται την αντικειμενική ενώ μεροληπτεί αγρίως· που παριστάνει την αδέσμευτη παρότι εκχωρεί (ή και εξαργυρώνει) όλη της την ελευθερία, κομματιζόμενη αναιδώς ή αφεντικίζοντας ταπεινωμένη· που υποκρίνεται τον λάτρη της πολυφωνίας όταν δεν ανέχεται άλλη φωνή από τη δική της. Και καμώνεται τον κριτή των εξουσιών, ενώ τρελαίνεται να τεταρτοεξουσιάζει.
καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου