Οι τεχνητοί εχθροί, οι κυρ-Παντελήδες της γειτονιάς και ο θάνατος της δημοσιογραφίας
του Νίκου Παπαδογιάννη
Το «πλίτσι πλίτσι» που ακούτε δεν προέρχεται από ψιλόβροχο. Δεν είναι καν από τα πτύελα, που πλέον εκτοξεύονται από όλες τις κατευθύνσεις προς τους τα φαιά φορούντες. Είναι από κάτουρο.
Και, ναι, το παραδέχομαι, εγώ είμαι ο δράστης. Έχω πετάξει στο πάτωμα την ταυτότητα του δημοσιογράφου και την κατουράω μανιασμένα, μέχρι να λιώσει, να ησυχάσουμε.
Και τι άλλο να κάνω, δηλαδή; Ντρέπομαι. Ντρέπομαι πολύ για το συνάφι μου. Κρύβω τα μούτρα μου από αισχύνη, και ας είμαι αμέτοχος στο έγκλημα.
Σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία, καμία δουλειά, δεν είναι ντροπή, εκτός πια κι αν είσαι ένα από τα παιδάκια με τα ροπαλάκια, που τρεις κι εξήντα παίρνουνε και τον κόσμο δέρνουνε.
Πλέον, προστέθηκαν στην εξίσωση και τα «οι μπάτσοι με το μαρκούτσι», οι κονδυλοφόροι που τις τρεις κι εξήντα τις εισπράττουν από τη λίστα Πέτσα, με αντίκρυσμα τον θάνατο της δημοσιογραφίας.
Επειδή συμβαίνει να είμαι γραμμένος στο ίδιο συνδικάτο με δαύτους και -τυπικά- να ασκώ το ίδιο επάγγελμα, θα μου επιτρέψετε να διαχωρίσω τη θέση μου.
Αύριο που εμείς οι δημοσιογράφοι θα τρώμε αδιακρίτως ξύλο στους δρόμους από απλούς πολίτες, εγώ δεν θα είμαι με τους δαρμένους, αλλά με αυτούς που θα βαράνε.
Ακόμα και αν φάω μερικές αδέσποτες μαζί με τα ξερά, θα δικαιολογήσω τον δράστη. Οφείλουμε να απομονώσουμε τους κακούς και τους αργυρώνητους, αλλά δεν το κάνουμε.
Εάν το καθεστώς στο οποίο ζούμε είναι μία ιδιότυπη δικτατορία με κάμερες αντί για τανκς, η συσκότιση, η διαστρέβλωση, η συγκάλυψη και η αποχαύνωση είναι τα εργαλεία της μακροημέρευσης της εξουσίας.
Τις πρώτες κιόλας μέρες της …μεταπολίτευσης, ο αυτοδύναμος πρωθυπουργός έθεσε υπό τον έλεγχό του την ΕΡΤ (όπου τοποθετήθηκε πρόεδρος ο υπεύθυνος Τύπου του Μητσοτάκη, Κωνσταντίνος Ζούλας), καθώς και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Δηλαδή τα κρατικά μέσα ενημέρωσης: μια «Πράβδα» σε γαλάζιο φόντο, από τοίχο σε τοίχο.
Τις ίδιες μέρες, δόθηκαν στο υπουργείο ΠροΠο, δηλαδή στον απερίγραπτο Χρυσοχοΐδη, οι πρώτες υπερεξουσίες, ξεκινώντας με τη μεταναστευτική πολιτική, που αντέχει οτιδήποτε, εκτός από ξύλο.
Η χώρα ζούσε ήδη μέρες ’67, αλλά ο κυρ-Παντελής του διπλανού μπακάλικου κοίταζε αλλούς, παρασυρμένος από το μεθύσι της απαλλαγής από το τσιγάρο του Πολάκη.
Σάμπως υπήρχε Τύπος για να τον ξυπνήσει; Η υπόσχεση της νέας κυβέρνησης για απάλειψη της βαριάς φορολογίας που είχε επιβληθεί στους καναλάρχες από τους προηγούμενους είχε ήδη ευθυγραμμίσει τον κύριο όγκο των μέσων ενημέρωσης με τις βουλές της «αριστείας».
Οι 20 μήνες που ακολούθησαν σήμαναν το τέλος της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Σύμφωνοι, ήταν ήδη ξεφτισμένη, με τη διαρκή κονσομασιόν στην εξουσία. Άλλο όμως ξεφτισμένη και άλλο ξεφτιλισμένη.
Τα δελτία «ειδήσεων» καταρρίπτουν όλα τα γνωστά ρεκόρ διαστρέβλωσης και απόκρυψης γεγονότων, ενώ οι ενσωματωμένες στο καθεστώς ιστοσελίδες και εφημερίδες ανεμίζουν το λιβανιστήρι μέχρι ζαλάδας.
Η κάλυψη της ειδησεογραφίας γίνεται πια όχι με ρεπορτάζ, αλλά με non-papers από το Μέγαρο Μαξίμου και με ξεδιάντροπες ανακοινώσεις στους χώρους δουλειάς.
«Δεν δείχνουμε πλάνα από Ικαρία και Πάρνηθα». «Προσοχή, να μη προβάλλονται φωτογραφίες του Λιγνάδη δίπλα σε άλλα πρόσωπα».
Θα τα διαβάσατε, δα, τα σκονάκια με τα οποία επιχειρήθηκε το ξέπλυμα του χθεσινού ξυλοφορτώματος πολιτών στη Νέα Σμύρνη, στο Χαλάνδρι και στο κέντρο της Αθήνας.
Τα σάιτ και τα κανάλια βομβαρδίστηκαν με τις ανακοινώσεις της ΓΑΔΑ περί δήθεν επίθεσης τραμπούκων ενάντια στους αστυνομικούς και έσπευσαν να αναπαράγουν το παραμύθι αμάσητο.
Ευτυχώς για την αλήθεια και για ό,τι έχει απομείνει όρθιο από την πάλαι ποτε δημοκρατία μας, τα κινητά τηλέφωνα των πολιτών και τα social media ξεβράκωσαν το κυβερνητικό αφήγημα.
Τι θα γινόμασταν χωρίς τον βιντεοακτιβισμό; Πόσα κρατικά εγκλήματα θα αποδίδονταν σε τάχα αγανακτισμένο τάχα όπλο; Το αίμα του Ζακ Κωστόπουλου δεν έχει ακόμα κρυώσει και η δίκη των δολοφόνων του εκκρεμεί.
Εδώ, στo gazzetta.gr , είχαμε το θάρρος και την παρρησία να καταγράψουμε τα πραγματικά συμβάντα της Νέας Σμύρνης, ανασκευάζοντας και αποδομώντας το χουντικό τσιτάτο της Ασφάλειας.
Αλλού, συνεχίζεται το σερβίρισμα σανού, μπας και πιστέψουν οι νοικοκυραίοι ότι η χώρα είναι τσιφλίκι αναρχικών ταραξιών, όπως διαδίδει ο εσμός που τη λυμαίνεται.
Ο Σκάι, το Star και τα άλλα μέσα διάθλασης της αλήθειας μοιάζουν να είναι πια το τελευταίο ανάχωμα μίας κυβέρνησης που απειλεί ανοιχτά τη δημοκρατία, με δεκανίκι δημοσκοπήσεις ελλειμματικού κύρους και αμφίβολης εγκυρότητας.
Το καθήκον του Τύπου είναι όχι να σκεπάζει τις ακαθαρσίες της εξουσίας όπως η γάτα που κρύβει το σκατό της, αλλά να ασκεί αντιπολίτευση.
Α-ν-τ-ι-π-ο-λ-ί-τ-ε-υ-σ-η .
Να ελέγχει την εξουσία, όπως έγραφε στην προμετωπίδα της η Ελευθεροτυπία. Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Όποια και αν είναι η κυβέρνηση. Ακόμα και όταν -λέμε τώρα- τηρεί ικανοποιητικά τα καθήκοντά της.
Να προσφέρει το μικρόφωνο όχι στον κρανοφόρο κανάγια της Νέας Σμύρνης, αλλά στον δαρμένο πολίτη. Όχι στον κομματάρχη που ταξιδεύει στη Θεσσαλία για να παραμυθιάσει, αλλά στον ξεσπιτωμένο σεισμόπληκτο που ζει μέρες χωρίς νερό.
Όχι στον θυμωμένο φεουδάρχη του Βύρωνα, αλλά στον φουκαρά επαγγελματία που χάνει το βιος του από τα αδικαιολόγητα «απαγορεύεται» της Πολιτικής Προστασίας. Όχι στον υπουργό που προσλαμβάνει παπάδες αντί για υγειονομικούς, αλλά στους χαροκαμένους συγγενείς των νεκρών της πανδημίας.
Όχι στους παιδεραστές που σουλατσάρουν ανενόχλητοι στην πρωθυπουργική αυλή, αλλά στα θύματά τους. Όχι στους υπέρμαχους της θανατικής ποινής, αλλά στους υπερασπιστές των δικαιωμάτων των κρατουμένων, όπως και αν λέγονται αυτοί.
Όχι στους πολιτικάντηδες κινδυνολόγους των πανεπιστημίων, αλλά στους φοιτητές και στο εκπαιδευτικό προσωπικό. Όχι στο ρασοφόρο ιερατείο του σκοταδισμού και του μεσαιωνισμού, αλλά στους επιστήμονες και στους διαφωτιστές.
Όχι στη γάτα της Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά στην ίδια την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που καλείται να αποδείξει -σήμερα, που είναι και Μέρα Της Γυναίκας- ότι είναι πολιτικός και όχι φίκος.
Όχι σε αυτούς που ρίχνουν το ξύλο, αλλά σε εκείνους που το τρώνε. Και που την επόμενη μέρα ακούνε το όνομα και τα προσωπικά τους δεδομένα να γίνονται βούκινο από τηλοψίας, από τα χείλη κυβερνητικού βουλευτή, ο οποίος μάλλον ξέχασε την κουκούλα στο αυτοκίνητο.
Φτάσαμε στο σημείο να νιώθουμε μεγάλη έκπληξη, όταν βλέπουμε δημοσιογράφο να κάνει σωστά τη δουλειά του. Και παράλληλα να περιμένουμε ότι θα εξοστρακιστεί από την κοινωνία των πετσωμένων, όπως συνέβη με τον εξαίρετο και απολύτως ακομμάτιστο Πάνο Χαρίτο στην ΕΡΤ...
Για τη στοχοποίηση των ελάχιστων εφημερίδων που τολμούν ακόμη να αντιστέκονται θα μου επιτρέψετε να μην ανοίξω συζήτηση, για λόγους που με ευκολία θα μαντέψετε.
Με την ευκαιρία, σημειώνω (αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για τον καλόπιστο αναγνώστη) ότι αντιπολίτευση προς τη σημερινή κυβέρνηση δεν σημαίνει απαραίτητα συμπόρευση με τον ΣυΡιζΑ.
Άλλωστε, αυτή εδώ η στήλη σας προειδοποιούσε ότι βρισκόμασταν μπροστά σε ένα νέο ΠαΣοΚ, όταν ακόμη η μισή Ελλάδα πανηγύριζε για τον «θρίαμβο της Αριστεράς».
Διαβάστε ξανά το σχόλιό μου από τη νύχτα των εκλογών του 2015 και θα δείτε ότι σήμερα ζούμε εκ νέου τον εκφυλισμό της εποχής Σαμαρά, ίδιο κι απαράλλαχτο στα χαρακτηριστικά του, αλλά σε επιδεινωμένο βαθμό.
Τα 4,5 χρόνια που ακολούθησαν σηκώνουν πολλή ανάλυση, που προφανώς δεν είναι της παρούσης, αφού ο ΣυΡιζΑ κρίθηκε σε κάτι που ονομάζεται εκλογές. Της παρούσης είναι να αφυπνιστεί από τον βαθύ του λήθαργο ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος.
Όλες οι καταπιεστικές κυβερνήσεις της Ιστορίας, εκλεγμένες και μη, πόνταραν πρωτίστως στην απολιτίκ αδιαφορία των πολιτών, στο «σκάσε και τραγούδα» των καλλιτεχνών, στο «shut up and dribble» των αθλητών, γενικά στο «σκάσε». Και στο «κοιμήσου».
Δεν ξέρω πολλούς λαούς που θα παρέμεναν αδρανείς, καθηλωμένοι στον καναπέ και στα ριάλιτι, παρακολουθώντας τον τόπο τους να ολισθαίνει προς την κατάλυση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
«Πονάω», φώναζε ο νέος που δοκίμαζε στο κρανίο του τα κλομπ των πρετωριανών. «I can’t breathe», σε ελληνική εκδοχή.
Ανεξέλεγκτοι τραμπούκοι με θολό βλέμμα, υπό κρατική αιγίδα, χωρίς διακριτικά στη στολή τους. Toυς είπαν να γίνουν «ασπίδες του νόμου» και εκείνοι, μέσα στην έκπαγλο αγραμματοσύνη τους, άκουσαν «ασπίδες του τρόμου».
Όποιος πιστεύει κανεις ότι είναι μικρή η απόσταση, της αστυνομικής βίας, από την Ελλάδα ως τις ΗΠΑ, και από τον ξυλοδαρμό μέχρι τον φόνο, ας αρέσει τους συγγενείς του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και του Βασίλη Μάγγου.
Δεν το καταλαβαίνετε μωρέ ότι αυτή η τακτική θα γεννήσει καινούρια «17 Νοέμβρη»; Τόσο εκτός πραγματικότητας ζείτε;
Τα Σάββατα, που κατηφορίζω στα Εξάρχεια για τη ραδιοφωνική μου εκπομπή στον Over FM, γεμίζουν τα αυτιά μου από τους ήχους του έλικα του αστυνομικού ελικοπτέρου και δακρύζουν τα μάτια μου από τα χημικά των οργάνων του έννομου τρόμου.
Ακόμα και όταν η τηλεόραση στο λιβινγκ-ρουμ παίζει δυνατά και κουκουλώνει τα πάντα πίσω από σκυλάδικα και σουρβάηβορ, οι δύσοσμες και εκκωφαντικές ενδείξεις της εκτροπής τρυπούν τους τοίχους και τα παράθυρα.
Όποιος χασμουριέται άπραγος αντί να αντιστέκεται στον εκφασισμό, όποιος καυλώνει με το βρωμόξυλο και με τα δακρυγόνα, είναι στα μάτια μου συνένοχος.
Αντί άλλης φλυαρίας, του αφιερώνω το συγκλονιστικό ποίημα του πάστορα Μάρτιν Νίεμελερ (που λανθασμένα αποδίδεται στον Μπρεχτ), ο οποίος αδιαφορούσε για τα πάντα γύρω του και αρχικά υποστήριζε τον Χίτλερ, μέχρι που βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί:
«Πρώτα ήρθαν για τους σοσιαλιστές, αλλά δεν μίλησα – Γιατί δεν ήμουν σοσιαλιστής.
Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά δεν μίλησα – Γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά δεν μίλησα – Γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Μετά ήρθαν για μένα – αλλά δεν υπήρχε κανείς για να διαμαρτυρηθεί...»
GAZETTA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου