Η κυβέρνηση κατασκευάζει τον «εσωτερικό εχθρό» στα μέτρα της, επαναφέροντας την ποινή του θανάτου.
του Δημήτρη Ψαρρά
Με τόσα πολιτικά στελέχη που έκαναν καριέρα στην Ακροδεξιά να συνωστίζονται στους υπουργικούς θώκους της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ήταν ζήτημα χρόνου το πότε θα φτάναμε στη δραματική κορύφωση της σχεδιασμένης πολιτικής έντασης που ζούμε αυτές τις μέρες.
Θυμίζω ότι μία από τις πιο κραυγαλέες -αλλά και αποκαλυπτικές- δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά την προεκλογική του εκστρατεία το 2016 ήταν ότι θα μπορούσε να σταθεί στην Πέμπτη Λεωφόρο και να πυροβολήσει κάποιον στην τύχη, κι αυτό το γεγονός δεν πρόκειται να του στερήσει ψήφους.
Αυτή είναι η συλλογιστική που ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης. Αποφασίζει να παραβιαστεί με τον πιο ωμό τρόπο η ισχύουσα νομοθεσία για τους κρατούμενους, επειδή απευθύνεται στον σκληρό πυρήνα του δεξιού ακροατηρίου του, σ’ εκείνους που θα χειροκροτούσαν τον Τραμπ για την τυφλή εκτέλεση ενός πολίτη στο κέντρο της Νέας Υόρκης.
Διπλός στόχος
Η εξώθηση του Δημήτρη Κουφοντίνα στον θάνατο ήταν απλώς η τελευταία πράξη σε ένα προμελετημένο σχέδιο με διπλό στόχο. Από τη μια πλευρά ήταν βέβαια για την κυβέρνηση ένας ανέξοδος τρόπος να επιδείξει πυγμή και αυστηρότητα, σε μια περίοδο που η επαγγελία του «επιτελικού κράτους» έχει υποστεί πολιτική πανωλεθρία, τόσο στο ζήτημα της διαχείρισης της πανδημίας όσο και σε κάθε άλλο ζήτημα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής, με τελευταίο σταθμό τη «Μενδωνιάδα».
Αλλά από την άλλη πλευρά, όπως προκύπτει από τις ίδιες τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών και ειδικά από τα επιχειρήματα του πολυλογά αντιπρόεδρου, στόχος είναι για ακόμα μία φορά να καταλογιστεί στην αντιπολίτευση η ευθύνη, καθώς και «στο συναίσθημα των ανθρώπων που θα βλέπουν έναν συνάνθρωπό τους να υποφέρει», ενώ προβλέπει και «νέα τρομοκρατικά κτυπήματα από ομοϊδεάτες του [Κουφοντίνα]».
Το να επιδιώκει κανείς τον θάνατο ενός ανθρώπου ο οποίος βρίσκεται υπό κράτηση ήταν μέχρι σήμερα χαρακτηριστικό της πιο σκληρής Ακροδεξιάς. Ο παππούς του εγχώριου νεοναζισμού Κώστας Πλεύρης έχει αποκαλύψει σε αυτοβιογραφικό του βιβλίο που εκδόθηκε το 2009 ότι κατά την περίοδο της δικτατορίας ο ίδιος -που ήταν γραμματέας του αρχιπραξικοπηματία Λαδά- είχε προτείνει μετά τη σύλληψη του Αλέκου Παναγούλη να τον ρίξουν από το παράθυρο της Ασφάλειας και να πουν ότι αυτοκτόνησε, προκειμένου να αποφύγουν τη δίκη του και την ηρωοποίησή του. Ο Κασιδιάρης, στην ίδια γραμμή, με άρθρο του στην εφημερίδα «Χρυσή Αυγή», κατέκρινε τον Παπαδόπουλο που δεν υιοθέτησε την πρόταση του Ιωάννη Λαδά να δολοφονήσουν τον κρατούμενο Ανδρέα Παπανδρέου και έτσι να γλιτώσουν απ’ αυτόν.
Ο Κασιδιάρης υπογράφει αυτό το άρθρο ως «εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή» («Ο Τζέφρυ και ο Ανδρέας Παπανδρέου ξημερώματα 21ης Απριλίου 1967», 27.4.2011). Αλλά και πριν από λίγες μέρες, η ιστοσελίδα του Λαγού κατέκρινε τον Μουσολίνι που δεν είχε δολοφονήσει τον κρατούμενο στις φυλακές του φασιστικού καθεστώτος Αντόνιο Γκράμσι: «Σε μία περίπτωση απύθμενης βλακείας που μοιάζει με την πουπουλένια συμπεριφορά του καθεστώτος των Συνταγματαρχών στους πολιτικούς του αντιπάλους, οι Φασίστες αντί να εκτελέσουν τον Γκράμσι τον φυλάκισαν. Εκείνος άρχισε να γράφει, με τα θανάσιμα για τα Εθνη αποτελέσματα που ζούμε σήμερα» (9.2.2021).
Με αυτή την ωμή υιοθέτηση της ακροδεξιάς βαρβαρότητας μπορεί να ξαφνιάζει ορισμένους από τους οπαδούς του ο κ. Μητσοτάκης, αλλά δικαιώνει τον πατέρα του, ο οποίος εγκαίρως είχε προβλέψει την πολιτική εξέλιξη του γιου του. Μιλώντας στον ημιεπίσημο βιογράφο του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε διαψεύσει κατηγορηματικά ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ του διαδόχου του και των ακροδεξιών στελεχών της παράταξης: «Τι λες, παιδί μου; Εμένα οι ακροδεξιοί ήταν οι πιο δικοί μου, οι πιο πιστοί, ιδιαίτερα οι βασιλόφρονες. Και οι ακροδεξιοί, λοιπόν, κατά βάση τον Κυριάκο θα ακολουθήσουν» (Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Το πορτρέτο ενός ηγέτη», εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2013, σ. 122-124).
Τώρα βέβαια δεν ακολουθούν οι ακροδεξιοί τον Κυριάκο, αλλά ο Κυριάκος τους ακροδεξιούς. Κι αυτό συμβαίνει με κόστος τη ζωή ενός ανθρώπου, σε μια συντεταγμένη πολιτεία που υποτίθεται ότι έχει οριστικά καταργήσει τη θανατική ποινή, ακόμα και για τα ειδεχθέστερα εγκλήματα.
Ο κ. Μητσοτάκης, βέβαια, θεωρεί ότι αντιγράφει το νεοφιλελεύθερο είδωλό του, τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είχε οδηγήσει τον εμβληματικό Ιρλανδό απεργό πείνας Μπόμπι Σαντς στον θάνατο με ταυτόσημα επιχειρήματα («Ο κ. Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Επέλεξε μόνος του να αφαιρέσει τη ζωή του. Ηταν μια επιλογή που η οργάνωσή του δεν είχε επιτρέψει σε πολλά από τα θύματά της»).
Συμβουλή Βορίδη
Αλλά ακόμα κι αυτό το επιχείρημα είναι έωλο, εφόσον με την παράδοσή του και τη μετέπειτα διαγωγή του στη φυλακή -και σε αντίθεση με άλλους συγκατηγορουμένους του- ο Δ. Κουφοντίνας ξεκαθάρισε ότι γι’ αυτόν η υπόθεση της 17Ν είχε οριστικά κλείσει. Οσο κι αν αυτό μοιάζει παράδοξο, εκείνος που επιλέγει να την ξανανοίξει είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος προφανώς ακολουθεί τη συμβουλή του Μάκη Βορίδη, ότι προκειμένου να αποκλειστεί η επάνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία πρέπει να γίνει χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων. Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα μέσα είναι η επαναφορά της θεωρίας των «δύο άκρων», μια κακότεχνη μίμηση της περιβόητης στρατηγικής της έντασης που είχε εφαρμοστεί στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70, με την εργαλειοποίηση της βίας που ασκούσαν ακροδεξιές και ακροαριστερές ομάδες. Και επειδή τώρα 17Ν δεν υπάρχει, προκειμένου να χρησιμεύσει ως ο μπαμπούλας με το πρόσημο του ενός άκρου, ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί την εξόντωση του Δ. Κουφοντίνα ως κατάλληλο μέσο για την αναβίωση κάποιου είδους ακροαριστερής οργανωμένης βίας.
Πρόκειται για ακραίο πολιτικό τυχοδιωκτισμό που δυστυχώς σ’ αυτή την περίπτωση αδιαφορεί αν βαφτεί και με αίμα.
EFSYN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου