του Νίκου Θεοτοκά
Οι πρώτες δεκαετίες του νέου βασιλείου σφραγίστηκαν από τις αντιδράσεις του παραδοσιακού κόσμου
Αν και δεν έχει γίνει ακόμη κτήμα της κοινής γνώμης, εντούτοις, στην τελευταία δεκαπενταετία, η ματιά των Ελλήνων ιστορικών μπολιάζεται πια από την ιδέα πως η Ελληνική Επανάσταση εντάσσεται στην οικουμενική δυναμική των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ανατροπών που σφράγισαν τη νεοτερικότητα. Πως χρειάζεται, επιτέλους, να τη δούμε ως γεγονός που, στη ρίζα και στην καρδιά του, είναι αναπόσπαστο απ’ όσα συμβαίνουν εκείνον τον καιρό και ανατρέπουν ή ρηγματώνουν καθοριστικά τον παλιό κόσμο των αυτοκρατοριών, των βασιλείων και των αποικιών. Από την Ιβηρική χερσόνησο ώς την Κεντρική Ευρώπη και τη Βαλκανική, κι από τις εστίες των παλιών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών ώς τις αποικίες τους, οι ιδέες του Διαφωτισμού, η αμερικανική και η γαλλική κληρονομιά και τα φιλελεύθερα αστικά προτάγματα κινητοποιούν κοινωνικές διεργασίες, οι συνέπειες των οποίων θα υπονομεύσουν καθοριστικά ή θα ανατρέψουν οριστικά την παραδοσιακή πολιτική και οικονομική τάξη. Τα φιλελεύθερα, ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά διανοητικά ρεύματα συναρθρώνονται με την παγκόσμια δυναμική του καπιταλισμού και τη συνακόλουθη διεύρυνση του δυτικού κόσμου. Είναι η εποχή των επαναστάσεων, των μεγάλων ανατροπών και της έγερσης των εθνικισμών.
Στην κατεύθυνση αυτή, ξεκινώντας από τη διεθνή συζήτηση και κάποιες εξαιρετικές δουλειές Ελληνίδων και Ελλήνων νέων ιστορικών, αναδεικνύεται ολόκληρο το πεδίο στο οποίο θα μπορούσαμε να ξαναδούμε το ’21 όχι πια ως την “ιερή στιγμή του ελληνικού έθνους” που ξυπνά από τον “μεγάλο ύπνο” αλλά σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, που ξεκινά από τις νέες ιδέες και τις μεγάλες επαναστάσεις, την Αμερικανική και τη Γαλλική, και έχει τις ρίζες του στις πολύ πιο παλιές ρωγμές και κρίσεις του Παλαιού Καθεστώτος.
Η μακρά διάρκεια και οι επαναστάσεις
Κάθε συζήτηση για το ελληνικό 1821 έχει προϋποθέσεις, που χρειάζεται να τις επισημάνουμε.
Πρώτον, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το σύστημα της οθωμανικής κατάκτησης, τις μορφές που έχει πάρει στον αρχόμενο 19ο αιώνα, σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες. Να μην βλέπουμε δηλαδή την οθωμανική κυριαρχία ως μια αδιαφοροποίητη περίοδο από το 1453 έως το 1821. Να καταλάβουμε ότι μια τέτοια μεγάλη αυτοκρατορία διέθετε και δυναμικές ενσωμάτωσης, σε κάποιο βαθμό δελεαστικές εξαιτίας της πολυμορφίας του δικαιακού της συστήματος, αλλά και δυναμικές παραδοσιακών εξεγέρσεων στην αγροτική και ορεινή της ενδοχώρα. Χρειάζεται να θέσουμε υπό τον έλεγχο των τεκμηρίων, ελληνικών, οθωμανικών, ευρωπαϊκών, τα μεγάλα ερμηνευτικά σχήματα που μάς έχουν κληροδοτηθεί.
Δεύτερον, να ξαναδούμε και να σταθμίσουμε τη δυναμική των επαναστάσεων, από τα τέλη του 18ου αιώνα, στους ευρωπαϊκούς και τους ατλαντικούς κόσμους, στην οικουμενική, δηλαδή, διάσταση του ιστορικού καπιταλισμού. Και να ξαναδούμε τα γεγονότα σ’ ένα πλαίσιο που θα υπερβαίνει τα όρια της ελληνικής εθνικής εδαφικότητας, να αναζητήσουμε, δηλαδή, τις οθωμανικές, τις ευρωπαϊκές και τις οικουμενικές ιστορικές παραμέτρους της Ελληνικής Επανάστασης.
Τρίτον, και σημαντικότερο, να ξανασκεφτούμε την ιδέα που διατυπώθηκε ήδη από πολύ παλιά, στα "Grundrisse" του Μαρξ, πως κάθε ιστορική μεταλλαγή, πέρα από τη γενεαλογία της -όσο εγνωσμένη μπορούμε να τη θεωρούμε-, μπορεί να παραγάγει η ίδια το παρόν και το μέλλον της με τρόπους ρηξικέλευθους και αστάθμητους. Οι άνθρωποι, δηλαδή, και τα ανθρώπινα σύνολα αλλάζουν, καθώς εμπλέκονται σε διαδικασίες ανατροπών. Οι επαναστάσεις φτιάχνουν οι ίδιες τους όρους της αναπαραγωγής τους, αφήνοντας πίσω τους καθορισμούς του παλιού κόσμου. Οι επαναστάσεις διακόπτουν την ακίνητη ιστορία των νοοτροπιών. Αλλά όπως ξέρουμε, η μακρά διάρκεια παίρνει την εκδίκησή της. Μέσα στις κρίσεις προσαρμογής και νομιμοποίησης του νέου συστήματος εξουσίας, οι παλιοί βιωμένοι κόσμοι ανασύρονται από τη μνήμη. Μα, μη έχοντας πια πραγματικότητες για να πατήσουν, μεταμορφώνονται σε φαντάσματα του οριστικά χαμένου άχρονου “παλιού καλού καιρού”, που κατέστρεψε η Επανάσταση. Όπως ο κλεφταρματολισμός, που, μετά την ίδρυση του κράτους, τροφοδότησε ένα εκτεταμένο στην αρχή ληστρικό φαινόμενο, που έσβησε γρήγορα, καθώς δεν μπορούσε πια να αναπαραχθεί με τους παλιούς όρους, που η ίδια η Επανάσταση κατέστρεψε. Όπως οι πρόκριτοι, που, έχοντας χάσει για πάντα τα θεμέλια της παλιάς τους αυθεντίας, κατέληξαν τροφοδότες τοπικής ισχύος των νέων κομματικών δικτύων, σκιές του οριστικά χαμένου αρχοντολογιού.
Η ετερογονία των σκοπών
Για τη μελέτη του ελληνικού Εικοσιένα έχουμε διαθέσιμο μπροστά μας ένα τεράστιο και -εν μέρει τουλάχιστον- αποτυπωμένο στην ιστοριογραφική παραγωγή, στα αρχεία αλλά και στα ηλεκτρονικά αποθετήρια τεκμηριωτικό υλικό. Υλικό χαραγμένο σε λέξεις και αριθμούς από τους ανθρώπους της Διοίκησης ή από τους ελάχιστους που ήταν σε θέση να αποτυπώσουν τις σκέψεις, τις πράξεις, τις αγωνίες ή τις προσδοκίες τους στο χαρτί. Ξέρουμε, ταυτόχρονα, πως το υλικό αυτό διασώζει ό,τι θεωρήθηκε άξιο προς διάσωση, ό,τι δεν ξεπερνούσε δηλαδή το αυτονόητο του καιρού εκείνο. Κι ακόμα, ξέρουμε ότι περιλαμβάνει ένα ελάχιστο μόνο μέρος από την πραγματική εμπειρία του πλήθους των προσώπων που, καθώς το γράφει ο Μακρυγιάννης, «έβαλαν την ζωή τους πρώτα, το ντουφέκι τους, το ψωμί τους, το καράβι τους και κατάστασίν τους μέσα εις το καράβι, και μ’ αυτά ανάστησαν την πατρίδα». Εκείνο που μάς χρειάζεται ακόμη είναι νέα ερωτήματα και νέα ερευνητικά σχέδια που οδηγούν στην κατανόηση.
Τί μηχανεύτηκε ο διάβολος, για να έρθουμε στις λέξεις του Πατριαρχείου, και οι κεφαλές του τόπου βάλθηκαν να γκρεμίσουν έναν κόσμο που προέβλεψε ο Θεός, «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός»;
Τί διάβολο έγινε, δηλαδή, για να το πούμε αλλιώς, με τα λόγια του Σπύρου Ασδραχά, και οι αυθεντίες του τόπου, οι άρχοντες, οι εκκλησιαστικοί, οι αρματολοί και οι έμποροι, που η αυθεντία, ο πλούτος και οι οικογενειακές τους στρατηγικές βασίζονταν στο μεταβαλλόμενο σύστημα της οθωμανικής κατάκτησης, «βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον μόνο κόσμο που μπορούσε να τους χωρέσει;»
Στο πλαίσιο της μακράς τους συμβίωσης, κατακτητές και κατακτημένοι συμμερίζονταν μια κοινή αντίληψη για την Ιστορία, που ήθελε την "κραταιά και αήττητο" βασιλεία των Οθωμανών να είναι προϊόν της Πρόνοιας και της Δικαιοσύνης του Θεού. Ποινή για τις αμαρτίες ή επιβράβευση για την πίστη του θεϊκού πλάσματος. Προστασία από την καταστροφική για την ορθόδοξη πίστη επιρροή του παπισμού. Θεμέλιο της αντίληψης αυτής, η κεφαλή της Εκκλησίας των Ρωμιών και η πίστη στην προνενοημένη από τη θεϊκή Πρόνοια κοσμική εξουσία. Το «ποθούμενο», δηλαδή η «ανάστασις του γένους», είχε χαρακτήρα εσχατολογικό. Σ' αυτό το ιδίωμα αποδίδεται η θέση του καθενός στην Ιστορία αλλά και, στην εκάστοτε συγκυρία, εκλογικεύονται και νομιμοποιούνται οι στάσεις και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, τόσο οι πρακτικές της ενσωμάτωσης και της μακράς κανονικότητας όσο κι εκείνες της εξέγερσης και της καταστολής.
Μόνο που, κατά το ξέσπασμα της Επανάστασης, τούτες οι αιώνιες και “από Θεού τεταγμένες” αρχές, στις οποίες αναφερόταν και τις οποίες προϋπέθετε η συμβίωση κατακτητών και κατακτημένων, έχουν μετατοπιστεί. Τώρα, η επαγγελία της Θείας Πρόνοιας έχει ήδη μπολιαστεί με τα προτάγματα μιας αδιανόητης, ώς τότε, χειραφέτησης ενός αδιανόητου, ώς τότε, υποκειμένου: Του έθνους. Το “ποθούμενο”, οι αρχαίες προρρήσεις και προφητείες, οι εσχατολογικές προσμονές της παρέμβαση του Θεού για τη σωτηρία “όσων πιστεύουσιν εις Χριστόν”, ξαναπλέκονται στον καμβά του γενικού ξεσηκωμού. Και παράγουν, μέσα στον πόλεμο και τα αίματα, τον νεοτερικό πολίτη. Η Επανάσταση παράγει τους επαναστάτες. Οι δεσποτάδες και ο κλήρος σπάνε τους ακίνητους δεσμούς με το Πατριαρχείο. Γίνονται Φιλικοί, σχισματικοί. Κι οι “κεφαλές” των παραδοσιακών αυθεντιών καταλαμβάνονται από τα νέα ήθη και τις νέες αξίες που έχουν δημιουργήσει η προετοιμασία και η συμμετοχή τους στον Αγώνα.
Η μετεπαναστατική μελαγχολία
Αυτό είναι η Επανάσταση. Είναι “το πέννα” (δηλ. η γραφή), οι ιδέες και οι παραγωγοί τους, που έδωσαν νέα πνοή στους παλιούς κόσμους των όπλων, της πρωτόγονης επανάστασης δηλαδή, και τους μετασχημάτισαν σε υλική δύναμη ανατροπών. Τα στρατόπεδα του 1821 γύρω από τις πολιορκούμενες πόλεις των Οθωμανών, τα κέντρα της επαναστατικής εξουσίας, όπως η Αθήνα, το Ναύπλιο, το Μεσολόγγι, έγιναν εργαστήρια μεταλλαγής των συνειδήσεων, των πρακτικών, των προσδοκιών. Την ώρα που γράφονταν οι επαναστατικές διακηρύξεις, οι οργανισμοί και οι νομικές διατάξεις, άλλαζε και η συνείδηση των ανθρώπων.
Οι θεσμοί των επαναστατών, από τα πρώτα συντάγματα και τους δύο εμφυλίους ώς τον σκληρό, και σκοτεινό ακόμη για την ιστοριογραφία μας, εσωτερικό πόλεμο που ακολούθησε τον σκοτωμό του Καποδίστρια, δημιούργησαν μια ανεπίστρεπτη τομή με τον παλιό κόσμο. Μέσα στην Επανάσταση, οι ίδιοι οι φορείς των παραδοσιακών τοπικών εξουσιών αλλά κι εκείνοι της πρωτόγονης επανάστασης, βάζοντας την κεφαλή τους στον τορβά, πολέμησαν, με νύχια και με δόντια, να χαλάσουν τον παλιό κόσμο στον οποίον εδραζόταν η δύναμη και η εξουσία τους, τον μόνο κόσμο που μπορούσε να τους χωρέσει. Και έφεραν την Ελλάδα στο ξημέρωμα του κόσμου των εθνών και των λαών.
Η προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες και ισορροπίες κράτησε πολλές δεκαετίες για τις κοινωνίες που περιελήφθησαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Ορεσίβιοι ένοπλοι, όπως οι Μανιάτες, που δεν έδιναν φόρους στον Τούρκο, τώρα έπρεπε να πληρώνουν. Παλιοί άρχοντες και “ήρωες” της κλεφτουριάς έχασαν ανεπίστρεπτα τη θέση και τους ρόλους τους κι έπρεπε ν’ αναζητήσουν καινούργιους. Ακόμα και οι δεσποτάδες έπρεπε να υποκλίνονται σε έναν καθολικό βασιλιά, αποσυνάγωγοι έως το 1852 από τον Πατριάρχη τους. Η δημιουργία κράτους σήμανε κραδασμούς εξίσου μεγάλους με εκείνους που έφεραν και επέβαλαν τη συγκρότησή του. Η Επανάσταση αποτέλεσε μια μεγάλη κοινωνική τομή. Ήδη κατά τη διάρκειά της, εκκίνησαν διαδικασίες μετασχηματισμών και στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κατέληξαν, κι αυτές, σε μια νέα πραγματικότητα, τουρκική, στην αυγή του εικοστού αιώνα. Στην Ελλάδα, οι πρώτες δεκαετίες του νέου βασιλείου σφραγίστηκαν από τις αντιδράσεις του παραδοσιακού κόσμου. Χρόνος πυκνός, ραγδαίες διαδικασίες προσαρμογών, αλλαγών, οσμώσεων, συγκρούσεων, πραξικοπημάτων και κρίσεων που σφράγισαν τη φυσιογνωμία, τις αντιφάσεις αλλά και τη δυναμική της σύγχρονης Ελλάδας στην Ευρώπη. Αλλά και μια διάχυτη μελαγχολία που εκφράζεται από τον Μακρυγιάννη στα "Απομνημονεύματα":
«Διατί να χύσωμεν το λοιπόν τόσο αίμα; Διατί να γιομώση η Τουρκιά σκλάβους; Διατί να τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο να καθόμαστε μ’ εκείνον τον βασιλέα οπού ’χαμεν - και είχαμεν και την τιμή μας και βαστούσαμεν και την θρησκείαν μας, κι’ όχι τοιούτως οπού καταντήσαμεν".
* Ο Νίκος Θεοτοκάς είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
αυγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου