Φτάσαμε και φέτος μια ανάσα από ακόμη μία Πρωτοχρονιά. Ακόμη μία Πρωτομηνιά. Ακόμη ένα «Καλός μας Χρόνος» και τα γνωστά: «με το καλό να μας μπει, με το καλό να βγει», «καλά να ’μαστε», «υγεία να υπάρχει» και δώσ’ του τα «χρόνια» τα «πολλά» και «ευχές στη Μαρούλα και τη γιαγιούλα και τη συννυφάδα και στα παιδιά του Τάκη, που πολύ καιρό έχουμε να τα δούμε, τόσα δα ήταν με μια τσάντα νά (!) και άντρες γίνανε της παντρειάς και άντε σιγά σιγά να πάρουν κι αυτά το δρόμο τους μπας και ξεκουραστεί κι ο δόλιος ο Τάκης, μια ζωή μεροδούλι μεροφάι, πιάστηκε το νεφρί του να τα μεγαλώσει, να τα σπουδάσει, ολόκληροι γάιδαροι γίνανε και ακόμα δε λεν να νοικοκυρευτούν, πού να βρουν γυναίκα έτσι κακομαθημένα που είναι», κ.λπ. κ.λπ.
της Νόρας Ράλλη
Ενα έχω να πω: Αυτό το «κ.λπ.» δεν αντέχεται!
Το ’χουν αυτό οι ευχές. Αυτό το... ύπουλο. Το υποδόριο. Ξεκινάν αθώα, αλλά... Βγαίνεις, ας πούμε, απ’ το σπίτι να πετάξεις τα σκουπίδια και πέφτεις πάνω στη γειτόνισσα. Ενα «καλημέρα» δεν θα το πεις; Θα το πεις. Αλλα μόνο αυτό; Αγιες μέρες είναι, ντροπής πράματα. Και κάπως έτσι, πέφτεις στην παγίδα και το λες: «Χρόνια Πολλά».
Αυτό ήταν. Το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί.
Το ξέρεις, το νιώθεις τη στιγμή που τα χείλη σου σχηματίζουν τη μικρή αυτή, μα τόσο, τόσο επικίνδυνη φρασούλα. Ναι, το ξέρεις. Ηδη είν’ αργά. Οσο κι αν προσπαθήσεις, να ξεφύγεις δεν! Είναι ήδη αργά...
- «Χρόνια Πολλά, κυρα-Φρόσω», λες, ενώ νιώθεις ήδη την ελπίδα επιβίωσης από αυτή τη δόλια «φρασούλα» να τρεμοσβήνει μέσα σου. Και πράγματι:
- Ποια χρόνια πολλά, κοπέλα μου; Αυτά είναι για σας, τους νέους. Εμείς, πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας. Που δηλαδή και το ψωμί ψωμάκι έχουμε πει και τα κρύα έχουμε ζήσει και να, τώρα που το λέω, ακόμη δεν άναψαν τα καλοριφέρ. Εσάς τα άναψαν; Τσιγκούνηδες, παιδί μου. Τι φταίνε κι αυτοί, θα μου πεις, εκεί που έχουν πάει οι τιμές. Προχθές πάλι τα ίδια λέγαμε με την από κάτω. Αρρωστα τα ’χει και τα δυο μικρά της. Τι τα βγάζεις, χρυσή μου, της λέω, να πουν τα κάλαντα; Μη χάσεις τον μπουναμά; Ασ’ τα τα δόλια να ξεκουραστούν. Τι να ξεκουραστούν δηλαδή, που όλη μέρα μας παίρνουν το κεφάλι! Μόνο φωνή και βαβούρα! Δεν τα ξέρω λες απ’ τα δικά μου; Που έφτυσα αίμα να τ’ αναστήσω και τι το όφελος; Είδες κανένα να ’ρχεται για τις γιορτές; Θα κάνουν Χριστούγεννα, λέει, στα συμπεθέρια και ίσως έρθουν για Πρωτοχρονιά. Βάζει πρώτα την πεθερά από τη μάνα, κατάλαβες; Αμα σε χρειάζονται, όμως, για να κρατήσεις τα μωρά, ντρουν ντρουν βαράνε τα τηλέφωνα. Τι να κάνεις; Να μη βοηθήσεις; Βοηθάς! Και που βοηθάς; Λες κι ακούς “ευχαριστώ”; Ολο “μην του δίνεις το ένα” και “μην του δίνεις το άλλο” είναι! Αλλεργικά στη λακτόζη, αλλεργικά στη γλυκόζη, αλλεργικά στο χώμα... Μα καλά, λέω, εμείς γιατί δεν είχαμε τίποτα; Ολα τώρα τ’ ανακάλυψαν; Αλλά τι περιμένεις; Με τους γονείς να τρέχουν όλη μέρα και τα ίδια να μένουν στους τέσσερις τοίχους, μέχρι και αλλεργία στον αέρα που αναπνέουν θα βγάλουν!
- Εχετε εγγονάκια; Να σας ζήσουν! (προσπαθείς μάταια να δώσεις μια χαρμόσυνη νότα...)
- Τι να ζήσουν; Εμείς να ζήσουμε δεν είχαμε, αλλά ένα “δόξα Σοι” το λέγαμε. Τώρα, τα ’χουν όλα και όλα τους λείπουν! Τίποτα δεν τους αρέσει, όλα τους φταίνε! Αχάριστα. Αυτό είναι τα σημερινά παιδιά: αχάριστα! Εσύ, αλήθεια, πότε θα κάνεις δικά σου; Τα χρόνια περνούν ξέρεις. Θα μου πεις, εύκολο είναι; Δε ρωτάς κι εμένα που [...] [...] [...]
Το ’χουν αυτό οι ευχές. Αυτό το... απρόσμενο. Το ατελείωτο. Που, ένεκα τις «άγιες ημέρες», δεν μπορείς να αποφύγεις.
Δε θα τελειώσουν, όμως, αυτές οι... «άγιες μέρες», πού θα πάει, θα τελειώσουν!
Ας ευχηθούμε μονάχα να μη μας έχουν «τελειώσει» εμάς πρώτα...
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου