Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις



του Αντώνη Κυπάρου*
Η πρόθεση του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ) για σύνδεση του 20% της ετήσιας τακτικής χρηματοδότησης των πανεπιστημίων εντός των ορίων του προϋπολογισμού, με την «αξιολόγηση» κάθε ιδρύματος σε μια λογική ανταγωνιστικότητας μεταξύ των ιδρυμάτων, είναι λάθος προσέγγιση και αποτελεί αντιακαδημαϊκή πρακτική. Τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, σε περίπτωση που ένα ΑΕΙ δεν επιτύχει τους δείκτες αξιολόγησης, τότε θα λάβει μόνο το 80% της προβλεπόμενης δημόσιας τακτικής χρηματοδότησης, ενώ το 20% αυτής θα κατανεμηθεί στα υπόλοιπα ΑΕΙ, προφανώς σε όσα έχουν επιτύχει τα κριτήρια της αξιολόγησης.
Με αυτή την προσέγγιση, το ΥΠΑΙΘ εισάγει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έναν ιδιότυπο κοινωνικό αυτοματισμό, πρωτόγνωρο για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Η πρακτική αυτή όχι μόνο δεν βελτιώνει την ποιότητα του επιστημονικού έργου, αλλά δημιουργεί ανταγωνισμό, αντιπαλότητα και καχυποψία μεταξύ των πανεπιστημίων, οδηγώντας τα ιδρύματα σε εσωστρέφεια.

Γιατί ένα πανεπιστήμιο να θελήσει να μοιραστεί τις καλές πρακτικές του με ένα άλλο ίδρυμα, όταν αυτές αποτελούν κριτήριο για το 20% της χρηματοδότησής του από την πολιτεία; Για τον ίδιο λόγο, γιατί ένα ΑΕΙ να θελήσει να ενθαρρύνει τους διδάσκοντες και τους ερευνητές του ιδρύματος να συνεργαστούν και να ανταλλάξουν μεθόδους και τεχνικές με το προσωπικό ενός άλλου ΑΕΙ; Μάλλον θα τους αποθαρρύνει, αφού για το ίδρυμα το επιστημονικό έργο του προσωπικού του αποτελεί «κεφάλαιο» που θα διασφαλίσει την οικονομική επιβίωσή του. Επίσης, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι το ποσοστό της χρηματοδότησης που είναι συνδεδεμένο με την αξιολόγηση θα αυξάνεται κατά τους επόμενους προϋπολογισμούς. Επιπλέον, οι προϋπολογισμοί είναι ετήσιοι, δηλαδή αυτό σημαίνει ότι η αξιολόγηση θα γίνεται κάθε χρόνο; Πόσο εφικτό είναι αυτό;
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, η τακτική χρηματοδότηση θα κατανέμεται στα ΑΕΙ με απόφαση υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που θα εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Ανώτατου Συμβουλίου της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ). Δηλαδή η πολιτική ηγεσία του υπουργείου εκχωρεί σε μια ανεξάρτητη αρχή ένα μέρος του θεσμικού καθήκοντος που έχει η ίδια η ηγεσία του υπουργείου, να διασφαλίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Με τον τρόπο αυτό το ΥΠΑΙΘ θα μπορεί να κρύβεται βολικά πίσω από την απόφαση της ΕΘΑΑΕ για μείωση της τακτικής χρηματοδότησης των πανεπιστημίων κατά το δοκούν και σύμφωνα με κριτήρια αξιολόγησης που θέτει το ίδιο το ΥΠΑΙΘ.
Η δημόσια τακτική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων πρέπει να γίνεται αυτόματα και αδιαμεσολάβητα μεταξύ ΥΠΑΙΘ και ιδρυμάτων, με βάση τις ανάγκες τους και με σκοπό αυτά να παρέχουν υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο. Ναι, να υπάρχουν και ορθά κάποια αντικειμενικά, καθολικά αποδεκτά κριτήρια για τη χρηματοδότηση των λειτουργικών αναγκών των πανεπιστημίων που να αφορούν το 100% της χρηματοδότησης, για παράδειγμα: συνολικός αριθμός εγγεγραμμένων φοιτητών, εκτιμώμενο ετήσιο κόστος σπουδών ανά φοιτητή, διάρκεια σπουδών, ποσοστό εργαστηριακών και θεωρητικών μαθημάτων, μέγεθος και γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος στην ηπειρωτική ή νησιωτική Ελλάδα, μεγάλα και μικρά πανεπιστήμια, κεντρικά και περιφερειακά, παλαιότερα και νεότερα ιδρύματα και άλλα αντικειμενικά κριτήρια που επηρεάζουν τη λειτουργία των ιδρυμάτων. Αλλωστε και τώρα υπάρχει σχετικός αλγόριθμος κριτηρίων για τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ που ισχύει από το 2011. Σαφώς θα μπορούσε να επικαιροποιηθεί και να εμπλουτιστεί ο αλγόριθμος αυτός, μάλιστα να γίνει πιο γενναιόδωρος, με βάση όμως τις προτάσεις των ιδρυμάτων.
Οταν τα ιδρύματα δεν ξεκινούν από το ίδιο επίπεδο/αφετηρία, τότε η χρηματοδότηση που συνδέεται με «αξιολόγηση» και ανταγωνισμό θα μεγαλώσει και θα επιτείνει τις μεταξύ τους διαφορές. Θα δημιουργήσει πανεπιστήμια διαφορετικών ταχυτήτων. Επιπλέον, στον πυρήνα του ζητήματος υπάρχει έντονη επιστημονική αντιπαράθεση και στέρεη επιχειρηματολογία μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, με ακαδημαϊκούς και όχι με «τεχνοκρατικούς/γραφειοκρατικούς» όρους, ως προς την εγκυρότητα, την αξιοπιστία, την αποδοχή και εν τέλει τη χρησιμότητα τέτοιων κριτηρίων/δεικτών αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για extra bonus επιβράβευσης στα πανεπιστήμια, όμως ΕΚΤΟΣ των ορίων του προϋπολογισμού για τις βασικές ανάγκες των Ιδρυμάτων, και εάν βέβαια πρώτα διασφαλίσει η πολιτεία την απαραίτητη χρηματοδότηση για τη βασική λειτουργία των ιδρυμάτων. Μάλιστα, το όποιο επιπλέον ποσό χρηματοδότησης εκτός των ορίων του προϋπολογισμού του ΥΠΑΙΘ να χορηγηθεί κατά αντίστροφο τρόπο. Δηλαδή να λάβουν την επιπλέον χρηματοδότηση τα «αδύναμα» πανεπιστήμια που δεν θα αξιολογηθούν ψηλά, έτσι ώστε αυτά να ενισχυθούν και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια προς τα πάνω ακαδημαϊκή σύγκλιση, καθώς θα προσεγγίσουν τα πιο «δυνατά» πανεπιστήμια και θα αναβαθμιστεί συνολικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό των πανεπιστημίων εργάζεται σκληρά τόσο για την ποσότητα όσο και για την ποιότητα του επιστημονικού του έργου, μέσα σε ένα στενό οικονομικό πλαίσιο που φαίνεται προκαθορισμένο. Οταν όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων ακόμη και για τις βασικές λειτουργικές ανάγκες, είναι τουλάχιστον άκαιρο να συνδέεται η χρηματοδότηση με «αξιολόγηση» των ιδρυμάτων. Αραγε ποια θα είναι η επόμενη «μεταρρύθμιση»; Μήπως η σύνδεση ενός ποσοστού του μισθού των μελών ΔΕΠ και λοιπών διδασκόντων με την αξιολόγηση του προσωπικού τους φακέλου από κάποια ανεξάρτητη και αδέκαστη Εθνική Αρχή;
Με τις παρούσες εξαγγελίες της κυβέρνησης, φαίνεται σαν να θέλει η πολιτεία να αποσυρθεί από την υποχρέωσή της να παράσχει χρηματοδότηση στα πανεπιστήμια και στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση.
*O Αντώνης Κυπάρος είναι αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου