του Απόστολου Λυκεσά
Εβαλε τον δείκτη του χεριού στο πάνω χείλος και το πίεσε σε έκφραση βαθιάς περίσκεψης. Μπροστά της –ένα τζάμι τη χώριζε–, ήταν απλωμένα ταψιά με μπακλαβάδες, κανταΐφια, κουρκουμπίνια, σιροπιαστά τετράγωνα, στριφτά σαν κοχύλια, κουραμπιέδες, αλεξανδρινά, στοίβες μελομακάρονα. Τα κοιτούσε περίσκεπτη σαν να ’λεγε «αχ και να μπορούσα να τα αγόραζα όλα».
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μια εμένα μια τον ζαχαροπλάστη, ζητούσε βοήθεια. Η μελαχρινή της ομορφιά φωτιζόταν περισσότερο από μάτια νεφρίτη, πράσινο σκούρο, τύχη να το βλέπεις να σε περιεργάζεται.
Ο ζαχαροπλάστης χαμογέλασε απροσχημάτιστα στον πεντάχρονο άγγελο και ρώτησε «τι θα ήθελες;». Εισέπραξε σιωπή και αναποφασιστικότητα. Συνέχισε να χαμογελά και ξαναρώτησε: «Πώς σε λένε;». Τα μάτια της σκούρυναν, σμαράγδια που χάραζαν το τζάμι και βούλιαζαν στα σοροπιαστά σαν λιμπελούλες που παίζουν σε παραδείσια λουτρά.
Κι αίφνης, εγκαταλείποντας τη γοητεία της, γύρισε κι απάντησε, παιδί, ένα οποιοδήποτε παιδί αυτού του κόσμου: «Χάουα». «Α», έκανε ο ζαχαροπλάστης «Χάουα… γεια σου, Χάουα… και τι μπορώ να κάνω για σένα;». Αυτή ξαναντύθηκε την αγγελική σιωπή τονισμένη με τσαχπινιά καθώς έστριψε το δεξί της λεπτό πόδι στο μωσαϊκό του μαγαζιού, πήρε τον δείκτη από το χείλος και έδειξε ένα ταψί με στριφτά σοροπιαστά πασπαλισμένα τριμμένο σανφιστίκ.
«Ωραία επιλογή», είπε, ο ζαχαροπλάστης, «πόσα να σου βάλω;». Ξανά σιωπή. Η μικρή άγγελος κοίταξε τώρα μια εμένα, που παρέστεκα, μια τον καταστηματάρχη, μια το ψυγείο με τα ταψιά και αντί απάντησης άπλωσε το χέρι της, άνοιξε τη χούφτα και φάνηκε το κέρμα ενός ευρώ.
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μια εμένα μια τον ζαχαροπλάστη, ζητούσε βοήθεια. Η μελαχρινή της ομορφιά φωτιζόταν περισσότερο από μάτια νεφρίτη, πράσινο σκούρο, τύχη να το βλέπεις να σε περιεργάζεται.
Ο ζαχαροπλάστης χαμογέλασε απροσχημάτιστα στον πεντάχρονο άγγελο και ρώτησε «τι θα ήθελες;». Εισέπραξε σιωπή και αναποφασιστικότητα. Συνέχισε να χαμογελά και ξαναρώτησε: «Πώς σε λένε;». Τα μάτια της σκούρυναν, σμαράγδια που χάραζαν το τζάμι και βούλιαζαν στα σοροπιαστά σαν λιμπελούλες που παίζουν σε παραδείσια λουτρά.
Κι αίφνης, εγκαταλείποντας τη γοητεία της, γύρισε κι απάντησε, παιδί, ένα οποιοδήποτε παιδί αυτού του κόσμου: «Χάουα». «Α», έκανε ο ζαχαροπλάστης «Χάουα… γεια σου, Χάουα… και τι μπορώ να κάνω για σένα;». Αυτή ξαναντύθηκε την αγγελική σιωπή τονισμένη με τσαχπινιά καθώς έστριψε το δεξί της λεπτό πόδι στο μωσαϊκό του μαγαζιού, πήρε τον δείκτη από το χείλος και έδειξε ένα ταψί με στριφτά σοροπιαστά πασπαλισμένα τριμμένο σανφιστίκ.
«Ωραία επιλογή», είπε, ο ζαχαροπλάστης, «πόσα να σου βάλω;». Ξανά σιωπή. Η μικρή άγγελος κοίταξε τώρα μια εμένα, που παρέστεκα, μια τον καταστηματάρχη, μια το ψυγείο με τα ταψιά και αντί απάντησης άπλωσε το χέρι της, άνοιξε τη χούφτα και φάνηκε το κέρμα ενός ευρώ.
Ο ζαχαροπλάστης χαμογέλασε, κρύβοντας μια αμφιβολία, χαμογέλασα κι εγώ αμήχανα στο κενό, αποτολμώντας μια επαφή: «Από πού είσαι, Χάουα;». Εισέπραξα αιδημοσύνη, ένα χρονικό κενό και μια μονολεκτική απάντηση: «Συρία».
Η επόμενη ερώτηση που έκανα ήταν περισσότερο έκφραση σύγχυσης: «Για εσένα θέλεις τα γλυκά;» αλλά, ω! του θαύματος, εισέπραξα αμέσως την απάντηση: «Οχι, είναι για τον Ορέστη και να γράφει Καλά Χριστούγεννα». «Α, μιλάς πολύ ωραία τα ελληνικά», σχολίασα και γιατί ήταν αλήθεια και ως επιβράβευση. «Δώρο», διευκρίνισε με κοφτερή κυριολεξία. «Κι είναι φίλος σου ο Ορέστης;» επέμεινα, παίρνοντας για απάντηση ένα κούνημα του κεφαλιού.
Ο ζαχαροπλάστης κοίταξε αρχικά τη μικρούλα, μετά εμένα, ύστερα το ευρώ στη χούφτα της, πήρε το μικρότερο κουτί που διέθετε, έβαλε στο κέντρο του κουτιού τρία κομμάτια στριφτά σοροπιαστά, τα ζύγισε, κράτησε το κουτί ανοιχτό μπροστά στη μικρή, που για λίγο πισωπάτησε, τρομοκρατημένη λες, κοίταξε γεμάτη αγωνία τους δυο μας, ύστερα έξω από το μαγαζί όπου στεκόταν τόση ώρα η μητέρα της και η οποία της έκανε ένα νόημα να συντομεύει, η Χάουα, ξαναείδε το κουτί, εμένα, το ευρώ στη χουφτίτσα της, τα γλυκά στο κουτί, διείδα τον φόβο να απλώνεται στο πρόσωπό της, όλο και μεγαλύτερος που τον έκοψε αποφασιστικά με μια φράση σαν να ξεθηκάρωσε δαμασκηνό σπαθί: «Μα… στο σπίτι του Ορέστη είναι τέσσερις»…
Ο ζαχαροπλάστης κοίταξε αρχικά τη μικρούλα, μετά εμένα, ύστερα το ευρώ στη χούφτα της, πήρε το μικρότερο κουτί που διέθετε, έβαλε στο κέντρο του κουτιού τρία κομμάτια στριφτά σοροπιαστά, τα ζύγισε, κράτησε το κουτί ανοιχτό μπροστά στη μικρή, που για λίγο πισωπάτησε, τρομοκρατημένη λες, κοίταξε γεμάτη αγωνία τους δυο μας, ύστερα έξω από το μαγαζί όπου στεκόταν τόση ώρα η μητέρα της και η οποία της έκανε ένα νόημα να συντομεύει, η Χάουα, ξαναείδε το κουτί, εμένα, το ευρώ στη χουφτίτσα της, τα γλυκά στο κουτί, διείδα τον φόβο να απλώνεται στο πρόσωπό της, όλο και μεγαλύτερος που τον έκοψε αποφασιστικά με μια φράση σαν να ξεθηκάρωσε δαμασκηνό σπαθί: «Μα… στο σπίτι του Ορέστη είναι τέσσερις»…
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου