Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Λιγότερες κραυγές, περισσότερα επιχειρήματα



Τα ριζοσπαστικά κόμματα της Αριστεράς που αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες σε αντίξοες συνθήκες με τον καπιταλισμό σε κρίση και νοσηρά κυνικό κινδυνεύουν να περιπέσουν είτε στον ρεφορμιστικό λεγκαλισμό είτε στη λατρεία του βολονταρισμού.
του Τάσου Παππά
Η συζήτηση ξεκίνησε· δεν διεξάγεται βεβαίως με τους καλύτερους όρους, γιατί πολλοί από τους εμπλεκόμενους δεν μπορούν να χαλιναγωγήσουν τον ρεβανσισμό τους, αλλά είναι προτιμότερο να ασχολούμαστε με το αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις συνεννόησης ανάμεσα στη ριζοσπαστική Αριστερά και στη σοσιαλδημοκρατία, παρά με την παραπολιτική.
Κάποιοι θα διατυπώσουν ενστάσεις με την τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ στη ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά χρησιμοποιώ τον όρο για τη συνεννόηση – άλλωστε κυκλοφορούν τόσο πολλά αριστερόμετρα που δεν ξέρεις ποιο είναι αυθεντικό και ποιο «μαϊμού». Το βασικό ερώτημα έχει δύο σκέλη:Πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα; Μπορεί να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα;
Η ηγεσία και τα περισσότερα στελέχη του υποστηρίζουν ότι ούτε έχουν ούτε θέλουν να έχουν σχέση με τη σημερινή σοσιαλδημοκρατία. Λένε ότι παραμένουν στη ριζοσπαστική Αριστερά και κάνουν ανοίγματα για να διευρύνουν την εκλογική επιρροή του κόμματος, χωρίς πάντως να απαλλοτριώνουν την ιδεολογία του και να υπονομεύουν τη στρατηγική του που είναι, σύμφωνα με τα γενέθλια κείμενα, στρατηγική αμφισβήτησης του συστήματος.
Ερχόμαστε έτσι στην ουσία. Τι είναι η σοσιαλδημοκρατία; Με λίγα λόγια και χωρίς να βουτήξουμε σε βαθιά νερά, μπορούμε να πούμε ότι είναι, σύμφωνα με τους εμβληματικούς θεωρητικούς της των αρχών του προηγούμενου αιώνα, η πολιτική που προσπαθεί να αλλάξει την κοινωνία σταδιακά με μεταρρυθμίσεις, ευρύτερες συναινέσεις και όχι με επανάσταση· είναι η πολιτική που προωθεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο για να περιορίσει τις ακρότητες της αγοράς, να τιθασεύσει την απληστία των ελίτ, να μειώσει τις ανισότητες, να προστατεύσει τους πολλούς από τις κανιβαλικές διαθέσεις των ισχυρών, χωρίς όμως να θίγει τον πυρήνα του καπιταλισμού.
Επί 35 χρόνια στη μεταπολεμική Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπου κυβέρνησαν, υλοποίησαν αυτή τη γραμμή με επιτυχία – κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες. Και ο ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια που κυβερνά αυτό προσπαθεί να κάνει, δηλαδή να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό. Καραδοκεί ο αντίλογος: ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να λειτουργήσει έτσι γιατί η χώρα ήταν χρεοκοπημένη και η κυβέρνησή του ήταν υποχρεωμένη να διαλέξει ανάμεσα στον συμβιβασμό (μνημόνιο) και στην περιπέτεια σε αχαρτογράφητα νερά (έξοδος από την ευρωζώνη), χώρια που είχε εταίρο ένα κόμμα της Δεξιάς και έπρεπε να υπολογίζει τις αντιδράσεις του. Μισή αλήθεια.
Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που αποτελεί σημείο αναφοράς για τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν λιγότερο ριζοσπαστικό από τη διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ το 1981, πιο ήπιο από τις επεξεργασίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο που παρέμενε πιστή στις ιδρυτικές αρχές της· ήταν ένα μείγμα αστικού εκσυγχρονισμού, πολιτικού εκδημοκρατισμού και νεοκεϊνσιανικής οικονομικής σκέψης.
Οχι, δηλαδή, κάτι το πολύ επικίνδυνο για τις κυρίαρχες τάξεις. Στην Ευρώπη, όμως, του 2015 η αριστερή σοσιαλδημοκρατία ήταν «παράνομη». Στην πολιτική δεν αρκεί να θέλεις, πρέπει και να γίνεται αυτό που θέλεις τότε που το θέλεις.
Η εμπειρία δείχνει ότι τα ριζοσπαστικά κόμματα της Αριστεράς που αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες σε αντίξοες συνθήκες με τον καπιταλισμό σε κρίση και νοσηρά κυνικό (καλή ώρα) κινδυνεύουν να περιπέσουν είτε στον ρεφορμιστικό λεγκαλισμό, που οδηγεί στην ενσωμάτωση, είτε στη λατρεία του βολονταρισμού που οδηγεί σε συντριπτικές ήττες.
Συνταγή δεν υπάρχει για να αποφύγεις τις δύο παγίδες, γιατί δεν εξαρτάται μόνο από σένα. Παίζουν ρόλο οι συνθήκες, η κατάσταση των κινημάτων, η ικανότητά σου να αξιοποιείς τις αντιθέσεις στο συγκρότημα του αντιπάλου και η διαθεσιμότητα της κοινωνίας.
Η αμφισημία και η σκόπιμη ασάφεια ως προς τη στρατηγική στόχευση είναι η λύση που επιλέγουν τα κόμματα εξουσίας για να κερδίζουν εκλογές. Το λέει με χιουμοριστικό τρόπο ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης: «Στο δίλημμα “αντισυστημισμός ή σοσιαλδημοκρατία” ο ΣΥΡΙΖΑ (σ.σ.: πρέπει να) απαντά όπως ο Γκράουτσο Μαρξ στην ερώτηση “'καφέ ή τσάι;”': Yes please». («Εφ.Συν.» 21-2-2019). Και έρχομαι στο άλλο ερώτημα: Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα; Σε καμία περίπτωση, λένε η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ. και οι διανοούμενοι που κινούνται σ’ αυτόν τον χώρο. Γιατί; Μα είναι ένα λαϊκίστικο κόμμα, βαρίδι και ντροπή για την Αριστερά και ο πρόεδρός του είναι νεοκομμουνιστής.
Θα πει κανείς: τι κόφτει όλους αυτούς τι είναι και τι δεν είναι Αριστερά; Αισθάνονται αριστεροί; Τι είδους αριστεροί; Της αβλαβούς Αριστεράς; Ανήκει στην Αριστερά η σημερινή σοσιαλδημοκρατία που έχει συνθηκολογήσει άνευ όρων με τον νεοφιλελευθερισμό (σαν να αδημονούσε να υποδουλωθεί) και προτιμά να είναι τσόντα της Δεξιάς σε κυβερνήσεις συνεργασίας από το να συνομιλεί με την Αριστερά;
Για αρχή, γιατί το θέμα θα μας απασχολήσει πολλές φορές μέχρι τις κάλπες, παραθέτω την άποψη του καθηγητή Νίκου Μουζέλη (επικριτής του ΣΥΡΙΖΑ το 2015): «Η σοσιαλδημοκρατία πέφτει και ο λαϊκισμός, όχι μόνον της Χρυσής Αυγής αλλά και της Ν.Δ., ανεβαίνει. Αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο αν η κεντροαριστερά, που αυτή τη στιγμή δυστυχώς βλέπει προς τη Ν.Δ., τουλάχιστον αυτοί που είναι δυσαρεστημένοι με αυτόν τον προσανατολισμό, κοιτάξουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ» (συνέντευξη στο Tvxs).
Καλή συνέχεια, με λιγότερες κραυγές και περισσότερα επιχειρήματα.
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου