Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ιδιωτικοποίηση ΑΕΙ: Αναζητώντας την αλήθεια



Υποχρέωσή μας και η απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Ποιος ο ρόλος και η αποστολή του Πανεπιστημίου, ποιες οι απαιτήσεις και προσδοκίες μας;
του Κώστα Μπαλτζή
Αδιαμφισβήτητα έντονος ο διάλογος περί ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα μας. Ένας διάλογος που «άναψε» με τη συζήτηση για την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση και την πρόταση της ΝΔ για αναθεώρηση του άρθρου 16 η οποία καταψηφίστηκε μεν, λαμβάνοντας παρά το κλίμα πόλωσης και τις εν όψει εκλογών μικροκομματικές σκοπιμότητες 93 μόνο ψήφους, μα αναντίρρητα θα συνεχιστεί. Σταχυολογώντας την επιχειρηματολογία των υπέρμαχων της πρότασης, ας εστιάσουμε στον περιορισμό της φυγής πόρων στο εξωτερικό και μείωση της επιβάρυνσης των οικογενειών των φοιτητών, την αντιμετώπιση του «brain drain» καθηγητών και φοιτητών, την προσέλκυση ξένων φοιτητών προς όφελος της Οικονομίας μας, και την αναβάθμιση των εν λειτουργία Ιδρυμάτων. Λογικοφανή και εύηχα τα ανωτέρω, σε τι βαθμό όμως ισχύουν, αν όντως έχουν κάποια ισχύ;
Οι υποστηρικτές της πρότασης θέτουν ως ένα επιχείρημα τον περιορισμό της φυγής πόρων στο εξωτερικό. Εστιάζουν στον αριθμό των ελλήνων που σπουδάζουν σε ξένες χώρες, αποφεύγουν όμως τη διάκριση σε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, κάτι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λήψη υποτροφιών από τα πανεπιστήμια υποδοχής ή/και άλλους φορείς. Παραβλέπουν επίσης το γεγονός ότι μέρος των φοιτητών συμπληρώνει έως και καλύπτει τις οικονομικές του υποχρεώσεις ως εργαζόμενοι στο τόπο διαμονής τους. Αποσιωπούν τέλος το ότι οικονομικά εύπορες οικογένειες επιλέγουν αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού για τις σπουδές των παιδιών τους ασχέτως με τις συνθήκες στο εσωτερικό. Σχετικά με την επιβάρυνση των οικογενειών, αυτό δεν αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων που στερούνται οικονομικών δυνατοτήτων. Από τους λοιπούς, όσοι δεν κατοικούν στο λεκανοπέδιο της Αττικής θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το κόστος της εσωτερικής, αυτή τη φορά, φοιτητικής μετανάστευσης. Αναγκαίο είναι και το να διερευνήσουμε τη συσχέτιση ποιότητας παρεχόμενων σπουδών και κόστους φοίτησης. Με εξαίρεση ίσως κάποιες θεωρητικές σχολές, οι ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις των υπολοίπων σε υλικοτεχνική υποδομή, ή θα εκτινάξει στα ύψη τα δίδακτρα των νεοσύστατων ιδρυμάτων, ή θα οδηγήσει σε παροχή υπηρεσιών εμφανώς χαμηλότερου επιπέδου συγκριτικά με αυτές των δημοσίων πανεπιστημίων. Στην πρώτη περίπτωση κανείς δε μπορεί να διασφαλίσει πως η στρόφιγγα θα γείρει υπέρ των ελληνικών ΑΕΙ έναντι αυτών του εξωτερικού, ενώ στη δεύτερη ποιος θα επιθυμούσε την ελλιπή εκπαίδευση της νεολαίας μας, μίας για τους τίτλους μόνο εκπαίδευσης;
Εξίσου άτοπος ο ισχυρισμός περί αποτροπής του «brain drain» των επιστημόνων μας με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Θα είναι οι προσφερόμενοι μισθοί αλλά και η ερευνητική και υλικοτεχνική υποδομή και φήμη των νεοσύστατων ιδρυμάτων αρκετά θελκτικοί παράγοντες για την επιστροφή στη χώρα μας ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού –με μόνη ίσως εξαίρεση κάποια διαφημιστικού/επικοινωνιακού χαρακτήρα «πυροτεχνήματα»– ή, έστω, θα δρούσαν αποτρεπτικά για τη μετανάστευση των «μυαλών» μας; Ταυτόχρονα, η φυγή στο εξωτερικό πολλά υποσχόμενων νέων για προπτυχιακές, μα κυρίως μεταπτυχιακές σπουδές, έχει ιστορία δεκαετιών. Και δεν είναι τόσο η ελληνική πραγματικότητα που εξωθεί μερίδα αυτών στη συγκεκριμένη απόφαση, όσο τα υπάρχοντα θέλγητρα και προοπτικές.
Αίολο επιχείρημα και η ανάδειξη, ως αποτέλεσμα της λειτουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ, της χώρας μας ως περιφερειακού κέντρου εκπαίδευσης μέσω της προσέλκυσης ξένων φοιτητών με οφέλη για την ελληνική οικονομία. Τη φλύαρη και ανεπαρκώς τεκμηριωμένη με ρεαλιστικές τεχνοοικονομικές αναλύσεις, επιχειρηματολογία, συνοδεύουν συνήθως τα παραδείγματα Μ. Βρετανίας και Κύπρου. Κρίνω ως ιδιαίτερα ατυχή, για προφανείς λόγους, την όποια απόπειρα σύγκρισης της ελληνικής πραγματικότητας με τη Μ. Βρετανία. Για τη δεύτερη περίπτωση, αξίζει να επισημανθεί πως σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, η Κύπρος εμφανίζει σε σχέση με τον πληθυσμό της τους περισσότερους φοιτητές που σπουδάζουν στο εξωτερικό (2,13%). Η παρεχόμενη Ιδιωτική Εκπαίδευση στη Μεγαλόνησο είναι ελκυστική για τους ξένους φοιτητές, αποτρεπτική όμως για τους Κυπρίους; Το οικονομικό ισοζύγιο για τη χώρα είναι θετικό, και αν ναι, ποιοι καρπώνονται τα κέρδη; Και ας μην παραβλέπουμε πως στην περίπτωση της Κύπρου ο λόγος γίνεται για ένα σχετικά «παρθένο» στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση τοπίο, με την κάθε σύγκριση μαζί μας εξίσου ατυχή όπως αυτή μεταξύ ημών και Μ. Βρετανίας.
Το τελευταίο και πλέον ανεπιτυχές επιχείρημα υπέρ της ιδιωτικοποίησης των ΑΕΙ είναι αυτό της αναβάθμισης της Δημόσιας Παιδείας μέσω του ανταγωνιστικού κλίματος που θα δημιουργηθεί. Σύμφωνα με την παγκόσμια λίστα κατάταξης πανεπιστημίων του Times Higher Education, οχτώ Ιδρύματά μας βρέθηκαν φέτος μεταξύ των 1000 καλύτερων παγκοσμίως. Δημόσια Πανεπιστήμια με διεθνή φήμη, προσωπικό με ερευνητικές διακρίσεις, σημαντική υλικοτεχνική υποδομή. Ποιο νεοσύστατο ίδρυμα θα μπορούσε να συγκριθεί, για παράδειγμα, με το ΑΠΘ, το ΕΚΠΑ, το ΕΜΠ, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, με τέτοιο τρόπο που θα ενέτεινε τον ανταγωνισμό και μάλιστα προς όφελος της Δημόσιας Εκπαίδευσης; Η Παιδεία είναι ακριβό αγαθό. Τι είδους επενδύσεις θα χρειάζονταν ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο ίδρυμα η ύπαρξη του οποίου θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά με τα ήδη υπάρχοντα; Και το σημαντικότερο, ποιος και ποιο λόγο θα προχωρούσε σε μία τέτοια επένδυση;
Θα έδινα τέλος, και μία απάντηση στην ακατάσχετη παραφιλολογία για τη θέση της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Ενδεικτικά τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Αναπ. Καθηγητή του ΔΠΘ, Π. Γκόγκα, από την οποία πληροφορούμαστε μεταξύ άλλων πως στη Γερμανία λειτουργούν 83 ιδιωτικά πανεπιστήμια στα οποία σπουδάζει το 1% μόνο των Γερμανών φοιτητών, στη Μ. Βρετανία μόλις τέσσερα από τα 120 πανεπιστήμια που σπουδάζουν Έλληνες είναι ιδιωτικά, στην Ελβετία τα ιδιωτικά πανεπιστήμια επιδοτούνται από το δημόσιο…
Υποχρέωσή μας και η απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Ποιος ο ρόλος και η αποστολή του Πανεπιστημίου, ποιες οι απαιτήσεις και προσδοκίες μας; Προεξάρχων ο εκπαιδευτικός του χαρακτήρας, η δημιουργία επιστημόνων, ατόμων που θα συνεισφέρουν άμεσα μέσω των γνώσεων και δεξιοτήτων τους, μα και έμμεσα ως ενεργοί πολίτες. Μία εκπαίδευση ίσων ευκαιριών όμως, δωρεάν παρεχόμενη σε όλες και όλους. Ιδιαίτερα σημαντική και η έρευνα, η παραγωγή καινοτόμου γνώσης σε πρακτικά όπως και θεωρητικά, και χωρίς οικονομικό αντίκρισμα, αντικείμενα. Και προφανώς, δε μπορούμε να αγνοήσουμε τη βαρύνουσα σημασία της άρρηκτης διασύνδεσης του Πανεπιστημίου με την Κοινωνία, μία διαδραστική σχέση της οποίας η αναγκαιότητα αναδεικνύεται ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικών μα κυρίως κοινωνικοπολιτικών κρίσεων. Τι έχουμε επομένως; Μία τριφυή αποστολή που μόνο το Δημόσιο Πανεπιστήμιο μπορεί να εκπληρώσει, μόνο ένας Δημόσιος Οργανισμός του οποίου αυτοσκοπός δεν είναι το οικονομικό όφελος δύναται να φέρει εις πέρας.
Ουδείς διαφωνεί για την ύπαρξη παθογενειών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Προβλήματα υπήρχαν και υπάρχουν με προεξάρχοντα τα τελευταία έτη την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωσή της. Καθώς απομακρυνόμαστε όμως από τη μνημονιακή μέγγενη, επανακτούμε καθημερινά τους απαιτούμενους βαθμούς ελευθερίας για τη βελτίωσή των ΑΕΙ μας, μία βελτίωση η οποία τόσο βραχυπρόθεσμα όσο κυρίως μακροπρόθεσμα θα μεταφραστεί σε βελτίωση της καθημερινότητάς μας μα και συνολικά της χώρας και της Κοινωνίας. Ό,τι άλλο πηγάζει εκ του πονηρού και μόνο με στενά πολιτικοοικονομικά συμφέροντα μπορεί να συμπορεύεται. Αντί λοιπόν να αντιμαχόμαστε το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, αντί να προτείνουμε ως λύση την ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ, ας δουλέψουμε όλοι μαζί, πανεπιστημιακοί, φοιτητές, γονείς, απλοί πολίτες για τη βελτίωσή του. Ιδέες και προτάσεις υπάρχουν, να αποτελέσει στόχευσή μας η υλοποίηση των πλέον ρεαλιστικών, αποτελεσματικών και ηθικά ορθών.
left

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου