του Αντώνη Λιάκου*
Οι δικαστές συχνά διασταυρώνονται με την Ιστορία. Μοιράζονται τη μεθοδολογία έρευνας, αλλά ο στόχος τους είναι διαφορετικός. Εκεί όπου ο δικαστής αναζητά ενόχους και αποδίδει ατομικές ευθύνες, ο ιστορικός αναζητά κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές αιτίες. Στην Ιστορία οι υποθέσεις δεν τελεσιδικούν, όπως στη Δικαιοσύνη, αλλά υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση καθώς αλλάζουν τα ερωτήματα, η οπτική γωνία ή προκύπτουν νέα τεκμήρια. Εντούτοις, υπάρχουν κομβικές στιγμές που οι δικαστές παράγουν Ιστορία. Οι δίκες της Νυρεμβέργης, οι δίκες των δωσίλογων, οι δίκες της χούντας παρήγαγαν αποφάσεις-τομές που καθόρισαν τρόπους πρόσληψης του παρελθόντος και χάραξαν σαφείς γραμμές αποδοχής ή απόρριψής του. Οι δικαστές λειτούργησαν ως δημόσιοι ιστορικοί.
Υπάρχει όμως μια διευρυνόμενη τάση οι δικαστές να περιλαμβάνουν στη δικαιοδοσία τους τον έλεγχο ιστορικών μελετών. Πρόκειται για «μνημονικούς» νόμους που αφορούν ζητήματα όπως οι γενοκτονίες, αλλά επεκτείνονται και σε ζητήματα όπως αποικιοκρατία, ολοκληρωτισμός κ.λπ. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η δίωξη εναντίον του Γερμανού ιστορικού Χανς Ρίχτερ, για όσα είχε γράψει για την αντίσταση των Κρητικών στη γερμανική εισβολή. Πήγα μάρτυρας υπεράσπισής του, αν και απεχθάνομαι όσα υποστηρίζει, μόνο για λόγους αρχής. Δεν είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να κρίνει ιστορικές μελέτες, ακόμη και αν σφάλλουν. Υπάρχουν άλλες δικλίδες ελέγχου της αξιοπιστίας. Διαφορετικά εγκαθιδρύεται καθεστώς λογοκρισίας.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη υπόθεση που ο δικαστής έρχεται πάλι αντιμέτωπος με ζητήματα Ιστορίας. Πρόκειται για αγωγή απογόνων του στρατηγού Χρυσοχόου, μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας στη Θεσσαλονίκη. Ανώτατος αξιωματικός του στρατού, ακολούθησε τον Τσολάκογλου στη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στη διοίκηση της Μακεδονίας και φρούραρχος της Θεσσαλονίκης.
Συνεργάστηκε με τις αρχές κατοχής, ακριβώς την εποχή που ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης στελνόταν στα ναζιστικά στρατόπεδα για να εξοντωθεί. Προσήλθε μάλιστα μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Μέρτεν. Μετά την Κατοχή παραπέμφθηκε σε δικαστήριο δωσιλόγων, αλλά απαλλάχτηκε με βούλευμα, προβάλλοντας ως δικαιολογία της συνεργασίας του την αντίσταση στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, καθώς και την απόκρουση του κομμουνισμού.
Στην ατμόσφαιρα του εμφυλίου πολέμου δεν ήταν ο μόνος συνεργάτης των κατακτητών που εντάχθηκε στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Εγινε ακόμη και βουλευτής της ΕΡΕ. Στη δικτατορία, ο χουντικός δήμαρχος της πόλης τον τίμησε με κεντρική οδό στο όνομά του.
Πριν από δύο χρόνια, όμως, στο πλαίσιο ανασύνταξης της θεσμικής μνήμης της πόλης και ανάδειξης του Ολοκαυτώματος, ο δρόμος αυτός μετονομάστηκε. Αντιδρώντας, οι συγγενείς του κατέθεσαν αγωγή, για προσβολή της μνήμης του, εναντίον τριών πολιτών και δημοτικών συμβούλων που εισηγήθηκαν τη μετονομασία. Το μεν δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να μετονομαστεί η οδός, ώστε να μην τιμάται ένας δωσίλογος, οι δε συγγενείς ζητούν αποζημίωση, θεωρώντας τον πατριώτη.
Τι οφείλει να πράξει τώρα η Δικαιοσύνη; Είναι δουλειά της να αποφανθεί αν πρόκειται για προδότη ή πατριώτη; Να επαναλάβει τις μεταπολεμικές δίκες των δωσιλόγων; Η περίπτωση Χρυσοχόου αφορά την ιστορική έρευνα, η οποία σε όλες τις αποχρώσεις και εκδοχές της υποστηρίζει ότι πρόκειται για συνεργάτη των αρχών κατοχής με επαφές και με τους συμμάχους. Λίγοι ήταν όσοι συνεργάστηκαν με τους ναζί από ιδεολογική πεποίθηση και μόνο.
Οι περισσότεροι επικαλούνται τον ένα ή τον άλλο λόγο, από την ατομική τους επιβίωση έως την επιβίωση του αστικού καθεστώτος και την καταπολέμηση του κομμουνισμού, και μπροστά στην αβέβαιη έκβαση του πολέμου, πρόσφεραν εκδουλεύσεις και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αντίστοιχες είναι άλλωστε οι διαβόητες περιπτώσεις Μορίς Παπόν και Πολ Τουβιέ στη Γαλλία. Συνεργάστηκαν με το κατοχικό καθεστώς και συνέχισαν σε υψηλόβαθμες θέσεις μεταπολεμικά.
Στην ιστορική έρευνα δεν καταδικάζουμε πρόσωπα. Εξηγούμε, διακρίνουμε αποχρώσεις, επισημαίνουμε αντιφάσεις και ετερογονίες. Είναι διαφορετική όμως η λογική της δημόσιας Ιστορίας. Ο δήμος, η πολιτεία ονοματοδοτεί οδούς και πλατείες, ανεγείρει μνημεία και καθιερώνει επετείους δημιουργώντας μια δημόσια αίσθηση Ιστορίας, παραδειγματίζοντας, προβάλλοντας τους άξιους της πόλης και της πατρίδας, τα αξιομνημόνευτα γεγονότα.
Είναι Ιστορία δεοντολογική που δημιουργεί πρότυπα πολιτειότητας. Σαφώς διακριτή από την Ιστορία των ιστορικών. Και οι δικαστές; Θα κρίνουν ως ιστορικοί ερευνητές; Θα αποφανθούν για τη δοσολογία δωσιλογισμού και πατριωτισμού στον Χρυσοχόου; Θα υποκαταστήσουν τις δημοτικές αρχές ορίζοντας τα πρότυπα αξιομνημόνευτου παραδειγματικού πολίτη;
Ο όρος «δωσίλογος» είναι ιστορικός, πολιτικός ή ανήκει στη δικαιοδοσία του Ποινικού Δικαίου; Αλλά, με βάση αυτόν, ο Δήμος Θεσσαλονίκης θεώρησε ότι ο Χρυσοχόου δεν δικαιούται οδωνύμιο. Πάντως, παρόμοια αγωγή (2016) που αφορούσε τον κατοχικό νομάρχη της Σύρου, εναντίον της Σέιλα Λεκέρ, συγγραφέα του βιβλίου «Το νησί του Μουσολίνι», απεσύρθη.
Τη σιωπή δεκαετιών για την εξόντωση των εβραϊκών πληθυσμών της Ελλάδας από τους ναζί τη διαδέχτηκαν τα τελευταία χρόνια, και σωστά, εκδηλώσεις αναγνώρισης, ανάμεσά τους και η μετονομασία δρόμων. Πρόκειται για οφειλή στα θύματα και αποκατάσταση της δημόσιας μνήμης της πόλης. Είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να κρίνει επί της ουσίας την απόφαση και την εισήγηση με την οποία ελήφθη;
* Iστορικός - Πανεπιστήμιο Αθηνών
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου