του Θόδωρου Γεωργίου*
Από την ίδρυσή της (τη θέσμισή της κατά τον Καστοριάδη) η νεωτερική και η σύγχρονη πολιτική κοινωνία απειλείται από εσωτερικούς εχθρούς. Η γενική αυτή διαπίστωση μπορεί να επαληθευτεί ιστορικά και πολιτικά εάν εξετάσουμε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πολιτική κοινωνία (π.χ. τη γερμανική, τη γαλλική ή την ελληνική κ.ά.) κατά την πρόσφατη μεταπολεμική ιστορική φάση τους.
Εξαρχής δηλώνω ότι δεν θα αναπτύξω γενικές φιλοσοφικές απόψεις για το θέμα των σχέσεων του πολιτικού συστήματος με τους λεγόμενους «εξω-θεσμικούς παράγοντες», αλλά με αφορμή την πολιτική παρέμβαση του εφοπλιστή κ. Βαγγέλη Μαρινάκη θα περιοριστώ σε σκέψεις και παρατηρήσεις που έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση και τη λειτουργία της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας από το τέλος του πολέμου (1945) μέχρι τις μέρες μας (2019).
Οποιος μελετά την ελληνική μεταπολεμική πολιτική ιστορία διαπιστώνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι η ελληνική πολιτική κοινωνία ενώ προσπαθεί να συγκροτηθεί ως ορθολογική οντότητα, «εξω-θεσμικοί παράγοντες» υψώνουν εμπόδια στον σχετικό πολιτικό αυτοπροσδιορισμό της. Και δεύτερον, αυτοί οι «εξω-θεσμικοί παράγοντες» μπορούν τελικά να λειτουργούν, άλλοτε ρυθμιστικά ή κανονιστικά, αλλά σε τελευταία ανάλυση καταλήγουν να λειτουργούν και ως αντι-πολιτικοί και ως αντι-δημοκρατικοί μηχανισμοί.
Αλλά ας ονομάσουμε αυτούς τους «εξω-θεσμικούς παράγοντες» της μεταπολεμικής πολιτικής κοινωνίας. Αυτοί είναι οι εξής τέσσερις (χωρίς αξιολογική ιεράρχηση): πρώτον, τα Ανάκτορα (δηλ. η παραδοσιακή πολιτειακή αρχή χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση), δεύτερον, τα ιστορικά μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) της εποχής των δεκαετιών του ’50 και του ’60, τρίτον, ο στρατός ως κλειστό κοινωνικό σύστημα και, τέταρτον, το οικονομικό σύστημα, το οποίο δεν μπορεί εξαιτίας της εγγενούς δυναμικής του να ενταχθεί σε κοινωνικούς, πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς ελέγχους.
Τώρα επιβάλλεται να εξετάσουμε την τυπολογία των σχέσεων, οι οποίες αναπτύσσονται ανάμεσα στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και σ’ αυτούς, τους ιστορικά δεδομένους «εξω-θεσμικούς παράγοντες». Θα αναφέρω πέντε τύπους συσχετισμών ή ορθότερα διαμεσολαβήσεων ανάμεσα στο εκάστοτε πολιτικό σύστημα και τους τέσσερις εξω-θεσμικούς παράγοντες.
Ο κριτικός, θεωρητικός και πολιτικός στόχος μου είναι να αποδείξω ότι τελικά το πολιτικό σύστημα και το οικονομικό σύστημα είναι δύο κοινωνικές σφαίρες (περιοχές), οι οποίες έχουν αναλάβει για λογαριασμό της ίδιας της κοινωνίας δύο διαφορετικά έργα να επιτελέσουν και δύο διαφορετικές λειτουργίες να διεκπεραιώσουν. Στον βαθμό που ανάμεσα στα δύο αυτά κοινωνικά συστήματα (το πολιτικό και το οικονομικό) ισχύει η αρχή του καταμερισμού εργασίας, αυτό στο θεσμικό επίπεδο σημαίνει ότι η ίδια η πολιτική κοινωνία έχει κατακτήσει την αυτονομία της. Δηλαδή, με άλλα λόγια, έχει καταστεί ορθολογική πολιτική μορφή ζωής.
Μέχρι στιγμής, περιέγραψα έναν τύπο διαμεσολάβησης, ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και το οικονομικό, το οποίο σ’ αυτή την περίπτωση δεν λειτουργεί ως «εξω-θεσμικός παράγοντας». Ζούμε σε μια πολιτική συνθήκη, κατά την οποία η οικονομική ισχύς (Macht) είναι ανεξέλεγκτη και οι Ελληνες πολίτες έχουν γνωρίσει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να σε κυβερνούν τα επιμέρους επίπεδα (π.χ. το επίπεδο των τραπεζών, το χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.λπ.) του οικονομικού συστήματος.
Εάν τελικά ο ορθολογικός καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και το οικονομικό σύστημα διαμορφώνει συνθήκες ορθολογικής οργάνωσης της εκάστοτε πολιτικής μορφής ζωής, τότε (αυτή είναι η εύλογη απορία του πολίτη) γιατί εμφανίστηκαν οι άλλες τέσσερις μορφές και τύποι συσχετισμών ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τους «εξω-θεσμικούς παράγοντες»; Αναφέρω τους εξής τύπους πέραν της ορθολογικής οργάνωσης.
Πρώτον, ο τύπος της αντικατάστασης: παράδειγμα, η επταετία της χούντας (1967-1974): τότε που η πολιτική εξουσία αντικαταστάθηκε από τη στρατιωτική ισχύ.
Δεύτερον, ο τύπος των άμεσων και χωρίς νομιμοποίηση παρεμβάσεων από την πλευρά των Ανακτόρων, κατά την περίοδο της δεκαετίας του ’60. Τα «Ανάκτορα» δεν υπάρχουν πια για τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία.
Ο τρίτος τύπος συσχετίσεων έχει να κάνει με τον ρόλο των ΜΜΕ (δηλ. των παραδοσιακών εκδοτικών συγκροτημάτων και των σύγχρονων τηλεοπτικών σταθμών). Σ’ αυτό το κεφάλαιο μπορεί κανείς να περιγράψει πολλά πολιτικά συμβάντα στη γενικότερη ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία. Ο Μπερλουσκόνι, ως πρωθυπουργός στην Ιταλία, δεν περιορίστηκε στο μοντέλο του επηρεασμού κομμάτων και άλλων κοινωνικών συλλογικοτήτων, αλλά ανέλαβε ο ίδιος την πολιτική εξουσία.
Στις μέρες μας (κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα), τα πολιτικά πράγματα μπορεί να μην ορίζονται από τον Θεό (θεοκρατική εποχή), αλλά το ερώτημά μας είναι κατά πόσον καθορίζονται από τις βουλήσεις των πολιτών. Και ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ και ο πρωθυπουργός της Τσεχίας Μπάμπις, αποτελούν ανάγλυφα παραδείγματα της αντικατάστασης του homo politicus από τον homo economicus.
Ως πολίτης και ως πολιτικός φιλόσοφος δεν θα ήθελα στη χώρα μου να συμβεί αυτό που συμβαίνει στην Αμερική, την Τσεχία και αλλού: δηλ. οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες να «μεταμφιεστούν» σε πολιτικές δυνάμεις. Μία τέτοιου τύπου «μεταμόρφωση» θα μας οδηγήσει στον «βαθμό μηδέν» της πολιτικής και της δημοκρατίας.
*καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου