Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Οι δικαστές πάνε στο σχολείο

Τελικά, κάπου ανάμεσα στην ερμηνεία του συντάγματος, των νόμων και των Υπουργικών Αποφάσεων για το σχολείο χάνεται η, επίσης επιβεβλημένη από το σύνταγμα, διάκριση των εξουσιών και αλλοιώνεται μια ουσιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Λιγότερο σημαντική, αλλά όχι αμελητέα για το προκείμενο, είναι η ένταξη της παιδαγωγικής θεωρίας και της διδακτικής πράξης στο πεδίο των δικαστικών αποφάσεων. Οπότε, η απάντηση στο ερώτημα για τον θεσμικό ρόλο των δικαστών στον καθορισμό βασικών ζητημάτων του σχολείου πρέπει να δοθεί άμεσα και με σαφήνεια από τους ίδιους πριν «δικαστικοποιηθούν» η εκπαιδευτική πολιτική, η παιδαγωγική θεωρία και η διδακτική πρακτική.
του Δημήτρη Χασάπη*
Μια σειρά δικαστικών αποφάσεων για διάφορες όψεις της λειτουργίας του σχολείου, με πρόσφατη εκείνη του ΣτΕ για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στο Λύκειο, θέτουν εκ των πραγμάτων ένα ερώτημα: πώς βλέπουν οι δικαστές τον θεσμικό τους ρόλο στον καθορισμό βασικών ζητημάτων του σχολείου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ουσιαστική για την κατανόηση των αποφάσεων τους. Σε ένα επόμενο, όμως, λογικό βήμα, η απάντηση συναρτάται άμεσα με τη λειτουργία του πολιτεύματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας υπό το οποίο λειτουργούν οι θεσμοί στη χώρα μας.
Το σχολείο, αλλά και γενικότερα το εκπαιδευτικό σύστημα, μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία των μαθημάτων, τις διδακτικές πρακτικές και τις εξεταστικές διαδικασίες, επιτελεί πολλές λειτουργίες που βρίσκονται σε διαρκή αλληλόδραση. Η επικυριαρχία μίας ή περισσότερων από αυτές ενισχύει ή αποδυναμώνει την επίδραση των άλλων και τελικά διαμορφώνει αντίστοιχα τον κοινωνικό ρόλο του σχολείου σε μια συγκεκριμένη κοινωνία σε κάθε ιστορική της φάση. Το σχολείο αναπαράγει τον πολιτισμό, δηλαδή τα κυρίαρχα συστήματα ιδεών, αξιών, προτύπων συμπεριφοράς και κανόνων επικοινωνίας σε μια κοινωνία. Πρόκειται γι’ αυτά που κωδικοποιούνται στον καθημερινό μας λόγο ως γνώσεις και δεξιότητες τις οποίες τα παιδιά αποκτούν μέσα από τη φοίτησή τους στο σχολείο. Οι γνώσεις και οι δεξιότητες αυτές, όπως και οι διαδικασίες απόκτησης και επικύρωσής τους καθορίζονται πρωτίστως από τις εκπαιδευτικές αρχές της χώρας και βέβαια μετασχηματίζονται στην πράξη από τους εκπαιδευτικούς.
Το σχολείο διαμορφώνει την προσωπικότητα και κατασκευάζει την ταυτότητα των παιδιών και των νέων ανθρώπων μέσα από τις παιδαγωγικές πρακτικές, οι οποίες συμπλέκονται με τις πρακτικές διδασκαλίας των γνώσεων, αλλά ως προς τα αποτελέσματά τους διαφοροποιούνται με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε παιδιού και τις ικανότητες κάθε δασκάλου. Οι παιδαγωγικές πρακτικές προκαθορίζονται από τις εκπαιδευτικές αρχές της χώρας και αναπόφευκτα μετασχηματίζονται στην πράξη από τους εκπαιδευτικούς. Το σχολείο, όπως έχει αποδείξει ένα τεράστιο πλήθος κοινωνιολογικών αναλύσεων, συμβάλλει καθοριστικά στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και παράλληλα διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική κινητικότητα και σε πολλές περιπτώσεις ενέχεται στη διαμόρφωση συνθηκών που οδηγούν σε κοινωνικές ανατροπές. Στις λειτουργίες κοινωνικής αναπαραγωγής του σχολείου συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε βαθμίδες και κατευθύνσεις και τα εξεταστικά συστήματα, που εμποδίζουν ή διευκολύνουν τη σχολική εξέλιξη παιδιών συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων. Η οργάνωση της εκπαίδευσης, οι διαδικασίες εξέλιξης από τη μία στην άλλη σχολική βαθμίδα και αντίστοιχα εξεταστικά συστήματα καθορίζονται από τις εκπαιδευτικές αρχές και επικυρώνονται με νομοθετικές ρυθμίσεις.
Το σχολείο υποστηρίζει την κοινωνική ένταξη των παιδιών προβάλλοντας πρότυπα κοινωνικών συμπεριφορών και υποβάλλοντας ερμηνείες της κοινωνικής πραγματικότητας· παράλληλα, εισάγει τα παιδιά στην έννοια του πολίτη, στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματά του μέσα από αντίστοιχες σχολικές δραστηριότητες, με πιο χαρακτηριστικές τις εκλογές των μαθητικών συμβουλίων, ενισχύοντας, ταυτόχρονα, τη νομιμοποίηση και την αποδοχή του πολιτικού συστήματος της χώρας. Οι δραστηριότητες αυτές προδιαγράφονται από τις εκπαιδευτικές αρχές και υλοποιούνται από τη διεύθυνση και τους εκπαιδευτικούς. Το σχολείο, τέλος, προετοιμάζει το εργατικό δυναμικό της χώρας έμμεσα και μακροπρόθεσμα μέσα από τη γενική εκπαίδευση και άμεσα μέσα από την επαγγελματική εκπαίδευση με τα περιεχόμενα των αναλυτικών προγραμμάτων και των συναφών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, τα οποία επίσης καθορίζονται από τις εκπαιδευτικές αρχές και εφαρμόζονται λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένα από τους εκπαιδευτικούς των αντίστοιχων σχολείων.
Οι δικαστές δεν περιλαμβάνονται στις εκπαιδευτικές αρχές, ούτε στο σώμα των εκπαιδευτικών. Δεν είναι βουλευτές, ώστε να ασκούν νομοθετική εξουσία και, σύμφωνα με το σύνταγμα, δεν ασκούν κυβερνητική εξουσία. Μπορούν, όμως, να ακυρώνουν, ως αντισυνταγματικές, αποφάσεις των εκπαιδευτικών αρχών και των υπουργών Παιδείας για βασικά ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του σχολείου μέσα από ερμηνείες άρθρων του συντάγματος. Μόνο που τις ερμηνείες αυτές «τεκμηριώνουν» με παιδαγωγικού τύπου επιχειρήματα, χωρίς βέβαια να είναι θεωρητικοί ή ερευνητές της εκπαίδευσης. Τελικά, κάπου ανάμεσα στην ερμηνεία του συντάγματος, των νόμων και των Υπουργικών Αποφάσεων για το σχολείο χάνεται η, επίσης επιβεβλημένη από το σύνταγμα, διάκριση των εξουσιών και αλλοιώνεται μια ουσιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Λιγότερο σημαντική, αλλά όχι αμελητέα για το προκείμενο, είναι η ένταξη της παιδαγωγικής θεωρίας και της διδακτικής πράξης στο πεδίο των δικαστικών αποφάσεων. Οπότε, η απάντηση στο ερώτημα για τον θεσμικό ρόλο των δικαστών στον καθορισμό βασικών ζητημάτων του σχολείου πρέπει να δοθεί άμεσα και με σαφήνεια από τους ίδιους πριν «δικαστικοποιηθούν» η εκπαιδευτική πολιτική, η παιδαγωγική θεωρία και η διδακτική πρακτική.
* Ο Δημήτρης Χασάπης είναι ομότιμος καθηγητής Μαθηματικής Εκπαίδευσης
αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου