του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στη διάρκεια συνέντευξής του στο CNN Turk, την 1η Απριλίου, ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ κλήθηκε να απαντήσει στο εκ πρώτης όψεως αλλόκοτο ερώτημα: «Τι θα ψηφίσουν στο δημοψήφισμα της 16ης του μηνός για τη συνταγματική αναθεώρηση ο τέως πρόεδρος Αμπντουλά Γκιουλ και ο τέως πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου;». Μέλος της τριανδρίας που ίδρυσε το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ ο πρώτος και αρχιτέκτονας της εξωτερικής πολιτικής του ο δεύτερος, θα έπρεπε, λογικά, να είναι υπεράνω υποψίας για τον ρόλο του Βρούτου. Δυστυχώς για τον πρόεδρο Ερντογάν, η πραγματικότητα διαγράφεται λιγότερο καθησυχαστική.
Το υπονοούμενο του δημοσιογράφου δεν ήταν προϊόν κακόβουλης φαντασίας. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Γκιουλ είχε αρνηθεί να πλαισιώσει τον Γιλντιρίμ σε προεκλογική συγκέντρωση του ΑΚΡ, στην Καισάρεια. Η άρνησή του θεωρήθηκε πισώπλατη μαχαιριά στον Ερντογάν, τη στιγμή μάλιστα που οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν το προβάδισμα του «Ναι» να κινείται στα όρια του στατιστικού σφάλματος. Αλλά και ο εκπαραθυρωθείς Νταβούτογλου, όπως και ο τρίτος –πλάι στους Ερντογάν και Γκιουλ– της ιδρυτικής τρόικας του ΑΚΡ, Μπουλέντ Αρίντς, λάμπουν διά της απουσίας τους, διαμηνύοντας την αποστασιοποίησή τους από τη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία μετατρέπει το τουρκικό πολίτευμα σε ενός ανδρός αρχή.
Στο ξεκίνημα της εκστρατείας, το δημοψήφισμα φαινόταν παιχνιδάκι για τον Ερντογάν και το κόμμα του, που έχουν κερδίσει την τελευταία δεκαπενταετία 11 εκλογικές αναμετρήσεις (πέντε βουλευτικές, μία προεδρική, τρεις τοπικές και δύο δημοψηφίσματα) χωρίς να χάσουν καμία. Η ισλαμοεθνικιστική συμμαχία του ΑΚΡ με τους Γκρίζους Λύκους του ΜΗΡ ξεκινούσε από το 61,4%, που κέρδισαν αθροιστικά τα δύο κόμματα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, τον Νοέμβριο του 2015. Με την αξιωματική αντιπολίτευση του κεμαλικού CHP σε κρίση, τους ηγέτες του τρίτου κόμματος, του αριστερού-φιλοκουρδικού HDP, στη φυλακή και τα μέσα ενημέρωσης που συνεχίζουν να λειτουργούν νόμιμα να προβάλλουν κατά 90% το «Ναι», ποιος θα αμφέβαλε, άραγε, για το τελικό αποτέλεσμα;
Γρήγορα έγινε φανερό, όμως, ότι ο δρόμος του Ερντογάν προς την υπερπροεδρία δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης του ακροδεξιού, αλλά απολύτως κοσμικού ΜΗΡ δεν ακολούθησε την ηγεσία του και στράφηκε στο «Οχι». Οι Κούρδοι, που αντιστοιχούν στο 15-20% του εκλογικού σώματος και σημαντική μερίδα τους είχε ψηφίσει στο παρελθόν τον Ερντογάν, προτιμώντας τον από την κεμαλική στρατοκρατία, πολώνονται προς το «Οχι» σε ποσοστά 62%- 70%, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις.
Αυτός είναι και ο λόγος που ώθησε τον Ερντογάν να προχωρήσει σε ανοίγματα προς την κουρδική μειονότητα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα επανέλθει στην ειρηνευτική διαδικασία με το ΡΚΚ και υποδεχόμενος στην Αγκυρα τον ηγέτη των Ιρακινών Κούρδων, Μασούντ Μπαρζανί. Με το που επέστρεψε, όμως, στο Αρμπίλ, ο Μπαρζανί ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, ενώ η κουρδική σημαία υψώθηκε στο Κιρκούκ, εξαγριώνοντας την Αγκυρα. Η επανεμφάνιση του κουρδικού εφιάλτη στην τελική ευθεία προς το δημοψήφισμα απειλεί να στοιχίσει ακριβά στον Ερντογάν, στερώντας του ψήφους και από το κουρδικό στοιχείο και από τους εθνικιστές.
Το βέβαιο είναι ότι, εάν ο Ερντογάν επικρατήσει την επόμενη Κυριακή, δεν θα πρόκειται για το τέλος του δρόμου, αλλά μόνο για το ξεκίνημα μιας δεύτερης εποχής ΑΚΡ, πολύ διαφορετικής από την πρώτη, που ξεκίνησε με υποσχέσεις εκδημοκρατισμού και όρκους πίστης στην ευρωπαϊκή προοπτική. Τώρα, οι πιστές του εφημερίδες προαναγγέλλουν μια «δεύτερη επανάσταση» (έπειτα από εκείνη του Ατατούρκ) απέναντι σε πραγματικούς ή φανταστικούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει προειδοποιήσει ότι μπορεί να προχωρήσει σε νέο δημοψήφισμα για τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., ενώ αφήνει ανοιχτή την επαναφορά της θανατικής ποινής. Το ενδεχόμενο αποξένωσης της Τουρκίας από το σύνολο της Δύσης ήρθε πιο κοντά ύστερα από την πρώτη επίσκεψη του νέου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον, όπου δεν έγινε το παραμικρό βήμα στα δύο θέματα που δηλητηριάζουν τις διμερείς σχέσεις – την έκδοση του Γκιουλέν και την αμερικανική βοήθεια στους Κούρδους.
Οποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η προεκλογική εκστρατεία έδειξε ότι ο Ταγίπ Ερντογάν κινδυνεύει να μοιραστεί, αργά ή γρήγορα, τη μοίρα πολλών απολυταρχικών ηγετών και καθεστώτων: από τη στιγμή που η κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση δεν μπορούν να εκφραστούν αποτελεσματικά μέσα στο υπάρχον σύστημα, μοιραία διαθλώνται στις ίντριγκες, στις υπόγειες διαμάχες και στα ανακτορικά πραξικοπήματα μέσα στο ίδιο το κόμμα που μονοπωλεί την εξουσία. Υπό αυτό το πρίσμα, το ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι τόσο τι θα κάνει ο Γκιουλ, ο Νταβούτογλου, ο Αρίντς και ποιος ξέρει ποιοι άλλοι την ερχόμενη Κυριακή, αλλά τι θα κάνουν έπειτα από αυτήν.
καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου