"Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το ποσοστό των εργαζομένων της Ε.Ε.-28 στην ηλικιακή ομάδα των 15-64 ετών, που αναφέρουν ότι η κύρια απασχόλησή τους ήταν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, αυξήθηκε σταθερά από 16,7% το 2004 σε 19,6% το 2014."
του Μανώλη Γασπαράκη
Τα ποσοστά της μερικής απασχόλησης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Μόλις λιγότερο από το ένα τρίτο (32,2%) των γυναικών ηλικίας 15-64 ετών που απασχολούνταν στην Ε.Ε.-28 εργάζονταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2014, αναλογία κατά πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη για τους άνδρες (8,8%)
Ακόμη και μετά την κρίση του 2008 σε αρκετές χώρες αυξήθηκε ο βαθμός κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (Ολλανδία, Ελβετία, Φινλανδία, Δανία, Ισλανδία, Μάλτα), ενώ πολλές άλλες πήραν μέτρα επέκτασης των ΣΣΕ σε ακάλυπτες κατηγορίες εργαζομένων (π.χ. αποσπασμένοι) ή χαλάρωσης των προϋποθέσεων επεκτασιμότητας από τον υπουργό Εργασίας (π.χ. χαμηλότερο κατώφλι κάλυψης, λόγοι δημοσίου συμφέροντος)
Σε σύγκριση με το 2008 οι εθνικοί κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σε όλα τα κράτη - μέλη, εκτός φυσικά από την Ελλάδα, όπου μειώθηκαν κατά 14%.
Μεταξύ 2008 και 2017 οι ελάχιστοι μισθοί διπλασιάστηκαν στη Βουλγαρία (+ 109%) και τη Ρουμανία (+99%). Επιπλέον σημαντικές αυξήσεις καταγράφηκαν στη Σλοβακία (+80%) και στα τρία κράτη της Βαλτικής: την Εσθονία (+69%), τη Λετονία (+65%) και τη Λιθουανία (+64%)
Οι εργασιακές σχέσεις στον ευρωπαϊκό χώρο ακολουθούν τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο πεδίο της οικονομίας μετά την όξυνση της οικονομικής κρίσης. Τα μέτρα λιτότητας, που συνεχίζονται, αυξάνουν την ανεργία σε επικίνδυνα επίπεδα για την κοινωνική συνοχή, ενώ ενισχύουν διαρκώς το καθεστώς της μερικής απασχόλησης. Την ίδια στιγμή παρατηρούνται στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης εργασιακές σχέσεις δύο ταχυτήτων, κάτι που αποτυπώνεται τόσο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις όσο και στους μισθούς.
Το φαινόμενο της μερικής απασχόλησης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το ποσοστό των εργαζομένων της Ε.Ε.-28 στην ηλικιακή ομάδα των 15-64 ετών, που αναφέρουν ότι η κύρια απασχόλησή τους ήταν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, αυξήθηκε σταθερά από 16,7% το 2004 σε 19,6% το 2014.
Το κατά πολύ υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2014 παρατηρήθηκε στις Κάτω Χώρες (49,6%) και ακολουθούσαν η Αυστρία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Σουηδία, το Βέλγιο και η Ιρλανδία, όπου η μερική απασχόληση αντιπροσώπευε στην κάθε περίπτωση ποσοστό μεγαλύτερο από το ένα τέταρτο των απασχολουμένων.
Αντίθετα, η μερική απασχόληση ήταν σχετικά σπάνια στη Βουλγαρία (2,5% των απασχολουμένων), καθώς και στη Σλοβακία, την Κροατία, την Τσεχική Δημοκρατία και την Ουγγαρία (από 5% έως 5,5%). Στην Ελλάδα το ποσοστό εκτινάχθηκε από το 4,5% του 2004 στο 9,3% το 2014.
Τα ποσοστά της μερικής απασχόλησης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Μόλις λιγότερο από το ένα τρίτο (32,2%) των γυναικών ηλικίας 15-64 ετών που απασχολούνταν στην Ε.Ε.-28 εργάζονταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2014, αναλογία κατά πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη για τους άνδρες (8,8%).
Πάνω από τα τρία τέταρτα (76,7%) του συνόλου των γυναικών που απασχολούνταν στις Κάτω Χώρες το 2014 εργάζονταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ποσοστό που ήταν με μεγάλη διαφορά το υψηλότερο απ’ όλα τα κράτη - μέλη της Ε.Ε.
Το 2014 το ποσοστό των απασχολουμένων στην Ε.Ε.-28 με σύμβαση ορισμένου χρόνου ήταν 14%. Πάνω από ένας στους τέσσερις (28,3%) εργαζομένους είχαν σύμβαση ορισμένου χρόνου στην Πολωνία, ενώ η αναλογία αυτή ήταν πάνω από ένας στους πέντε στην Ισπανία (24,0%), στην Πορτογαλία (21,4%) και στις Κάτω Χώρες (21,1%). Στα υπόλοιπα κράτη - μέλη της Ε.Ε.-28 το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνταν με σύμβαση ορισμένου χρόνου κυμαινόταν από 19% στην Κύπρο έως 2,8% στη Λιθουανία και 1,5% στη Ρουμανία.
Όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. όσον αφορά την τάση για σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου ενδέχεται, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, να εκφράζουν τις εθνικές πρακτικές, την προσφορά και τη ζήτηση εργατικού δυναμικού, τις εκτιμήσεις του εργοδότη σχετικά με τη δυνητική αύξηση ή συρρίκνωση της δραστηριότητας και την ευκολία με την οποία οι εργοδότες μπορούν να προσλαμβάνουν και να απολύουν προσωπικό.
Ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά όχι για όλους...
Με εξαίρεση την Ελλάδα και τις χώρες του Νότου, όπου οι αλλαγές επιβλήθηκαν μέσω προγραμμάτων διάσωσης και δημοσιονομικής προσαρμογής που προέβλεπαν τη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης, το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η σύναψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στα υπόλοιπα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μέσα από τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο είχε -και διατηρεί μέχρι σήμερα ισχυρές ρίζες- στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, όπου επικρατούν οι εθνικές και κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Ακόμη και μετά την κρίση του 2008 σε αρκετές χώρες αυξήθηκε ο βαθμός κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (Ολλανδία, Ελβετία, Φινλανδία, Δανία, Ισλανδία, Μάλτα), ενώ πολλές άλλες πήραν μέτρα επέκτασης των ΣΣΕ σε ακάλυπτες κατηγορίες εργαζομένων (π.χ. αποσπασμένοι) ή χαλάρωσης των προϋποθέσεων επεκτασιμότητας από τον υπουργό Εργασίας (π.χ. χαμηλότερο κατώφλι κάλυψης, λόγοι δημοσίου συμφέροντος).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανία θεσμοθέτησε πρώτη φορά το 2014 εθνικό κατώτατο μισθό, που καθορίζεται από διμερή διαπραγμάτευση, ενώ ενίσχυσε το 2015 τον θεσμό της επεκτασιμότητας των ΣΣΕ προκειμένου να αυξηθεί η κάλυψη των εργαζομένων σε κλάδους με ανύπαρκτη ή ισχνή συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Σήμερα οι διαπραγματεύσεις βασίζονται κυρίως στις κλαδικές συμβάσεις, αν και τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί και ο αριθμός των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αμοιβής στη Γαλλία γίνονται κατά κύριο λόγο σε κλαδικό επίπεδο. Μηχανισμοί πλήρους επέκτασης των όρων και των προϋποθέσεων που έχουν συμφωνηθεί από τους κοινωνικούς εταίρους εξασφαλίζουν ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό κάλυψης άνω του 90%. Ωστόσο νομοθετικές πρωτοβουλίες που ενεργοποιούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης έχουν επιβάλει τις επιχειρησιακές συμβάσεις, οι οποίες προβλέπουν τα απολύτως βασικά.
Στην Ισπανία το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, που ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη καθώς ανερχόταν περίπου στο 85%, έχει υποχωρήσει κάτω από το 60%. Το βασικό επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων ήταν ανέκαθεν το κλαδικό και εντός των συμβάσεων το τοπικό. Το 2011 και το 2012, αναμορφώθηκαν οι κανόνες για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πλέον η νέα νομοθεσία αμφισβητεί το παραδοσιακό ισπανικό μοντέλο των συλλογικών διαπραγματεύσεων δίνοντας προτεραιότητα στις επιχειρησιακές συμβάσεις, επιτρέποντας έτσι στις εταιρείες να παρεκκλίνουν από τις συλλογικές συμβάσεις.
Στην Πορτογαλία το κυρίαρχο επίπεδο συλλογικών διαπραγματεύσεων ήταν ο τομέας ή ο κλάδος, καλύπτοντας ένα αρκετό μεγάλο ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο οι μνημονιακές ρυθμίσεις οδήγησαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κατάρρευση το 2012.
Στην Ολλανδία το κυρίαρχο στοιχείο είναι το κλαδικό, ενώ πολλές μεγάλες εταιρείες συνάπτουν τις δικές τους επιχειρησιακές. Η κάλυψη βρίσκεται πάνω από το 80% και η χώρα διαθέτει ελάχιστο κατώτατο μισθό και σύστημα επέκτασης.
Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις χώρες της Ε.Ε. την περίοδο 2011 - 2013 ανέρχεται στο 61%.
● Πολύ χαμηλή κάλυψη (κάτω του 20%) διαθέτουν Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία.
● Χαμηλή κάλυψη (20% - 40%) διαθέτουν Βουλγαρία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ηνωμένο Βασίλειο.
● Μέση κάλυψη (40% - 60%) διαθέτουν Κύπρος, Τσεχία, Λουξεμβούργο, Ισπανία και Γερμανία).
● Οι χώρες με υψηλή κάλυψη (60% - 80%) είναι Κροατία, Ιταλία, Μάλτα, Πορτογαλία και με πολύ υψηλή κάλυψη (80% - 100%) Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ολλανδία, Σλοβενία, Σουηδία.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας (Eurofound), αρκετές χώρες αναμένουν αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μέσα στα επόμενα χρόνια. Από περαιτέρω προσαρμογή των μισθών (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο κ.ά.), πιο ευέλικτες συμβάσεις σχετικά με τον χρόνο και τις συνθήκες εργασίας (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.), μέχρι την συρρίκνωση των ίδιων των συμφωνιών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων (Τσεχία, Γαλλία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία).
Ο «χάρτης» των κατώτατων μισθών
Εθνικούς κατώτατους μηνιαίους μισθούς, που κυμαίνονται από 235 ευρώ έως 2.000 ευρώ, έχουν οι 22 από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται στα 684 ευρώ, ενώ, από την 1η Ιανουαρίου 2017, τα 22 από τα 28 κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) έχουν εθνικούς κατώτατους μισθούς (εξαιρέσεις αποτελούν η Δανία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία).
Σε σύγκριση με το 2008 οι εθνικοί κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σε όλα τα κράτη - μέλη, εκτός φυσικά από την Ελλάδα, όπου μειώθηκαν κατά 14%.
Μεταξύ 2008 και 2017 οι ελάχιστοι μισθοί διπλασιάστηκαν στη Βουλγαρία (+109%) και τη Ρουμανία (+99%). Επιπλέον σημαντικές αυξήσεις καταγράφηκαν στη Σλοβακία (+80%) και στα τρία κράτη της Βαλτικής: την Εσθονία (+69%), τη Λετονία (+65%) και τη Λιθουανία (+64%).
Συγκεκριμένα, δέκα κράτη - μέλη, κυρίως από το ανατολικό τμήμα της Ε.Ε., έχουν κατώτατους μισθούς κάτω των 500 ευρώ ανά μήνα. Πρόκειται για Βουλγαρία (235 ευρώ), Ρουμανία (275 ευρώ), Λετονία, Λιθουανία (380 ευρώ), Τσεχία (407 ευρώ), Ουγγαρία (412 ευρώ), Κροατία (433 ευρώ), Σλοβακία (435 ευρώ), Πολωνία (453 ευρώ) και Εσθονία (470 ευρώ)
Σε πέντε άλλα κράτη - μέλη, που βρίσκονται κυρίως στο νότιο τμήμα της Ε.Ε., οι κατώτατοι μισθοί ήταν μεταξύ 500 και 1.000 ευρώ ανά μήνα: Πορτογαλία (650 ευρώ), Ελλάδα (684 ευρώ), Μάλτα (736 ευρώ), Σλοβενία (805 ευρώ) και Ισπανία (826 ευρώ).
Στα υπόλοιπα επτά κράτη - μέλη, τα οποία βρίσκονται στα δυτικά και βόρεια της Ε.Ε., οι κατώτατοι μισθοί είναι πολύ πάνω από 1.000 ευρώ ανά μήνα: Ηνωμένο Βασίλειο (1.397 ευρώ), Γαλλία (1.480 ευρώ), Γερμανία (1.498 ευρώ), Βέλγιο (1.532 ευρώ), Ολλανδία (1.552 ευρώ), Ιρλανδία (1.563 ευρώ) και Λουξεμβούργο (1.999 ευρώ).
avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου