Τα παιδιά μας γελάνε ακόμη με ατάκες ενός κινηματογράφου που αναφέρεται σε δεκαετίες που δεν ζήσαμε ούτε εμείς. Αλλά μεγαλώσαμε με αυτές τις ατάκες, τα μεγαλώσαμε με αυτές, έγιναν κομμάτι της κουλτούρας μας, λειτουργούν σαν κώδικας επικοινωνίας.
γράφει η @ai_Katerina
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος απεικόνισε με τρόπους εύπεπτους, συχνά με τρόπους άρλεκιν, όλη την ομορφιά και την αγριότητα, το φιλότιμο και την παθογένεια, την ντομπροσύνη και την υστεροβουλία, την φτώχεια και την εκμετάλλευση, τη μοχθηρία, την ηθική και την ανηθικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Ζωγράφισε με κολακευτικά χρώματα την ανερχόμενη ελληνική αστική τάξη των ‘50s, των ‘60s και των 70’s.
Ζωγράφισε τη φτώχεια ντυμένη με λεβεντιά, τη βιοπάλη με χιούμορ, τον έρωτα νικητή των κοινωνικών ανισοτήτων. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο η Σταχτοπούτα, στο τέλος, γίνεται πάντα πριγκηπέσα.
Όσο για τα αγόρια, είτε ξυρίζουν μουστάκια για πάρτη της αρχοντοπούλας, είτε την κάνουν σοσιαλίστρια, στο τέλος αυτοί ζουν καλά-χορεύοντας- και εμείς ακόμη καλυτέρα. Βέβαια και τα χαστούκια βάζουν, όσο να πεις, τα πράγματα στη θέση τους, γιατί είναι ακόμη οι εποχές που το αντριλίκι πρέπει να μυρίζει ματσίλα.
Στις παλιές ελληνικές ταινίες, τα «δουλικά» παίζουν συνήθως τον δεύτερο ρόλο, ένα ρόλο αξεσουάρ για την ανερχόμενη αστική τάξη. Ζουν στο δωμάτια υπηρεσίας των νεόκτιστων διαμερισμάτων- σήμερα αυτά τα «δωμάτια» παίζουν το ρόλο αποθήκης, έχουν έρθει από το χωριό, τα αφεντικά τους, τους κρατούν το μηνιάτικο για να φτιαχτεί η προίκα τους και να τα παντρέψουν με τον «εκτελούνται μεταφοραί». Ασφαλώς δεν έχουν το βάθος που μπορεί να τους δώσει ένας Κουαρόν κι ο ρόλος εξαντλείται σε κάνα-δυο ατάκες με «γραμματιζούμενες» ελληνικούρες για να γελάσει ο θεατής, στον καλοκάγαθο αλλά μουρντάρη «κύριο» και τον χλεχλέ γόνο της οικογένειας, που τις γλυκοκοιτάζει. Η σεξουαλική παρενόχληση είναι ακόμη στο job description της εποχής.
Είναι η ζωγραφιά μιας μετεμφυλιακής αστικής τάξης, χωρίς πολιτικές ανησυχίες που απλώς μαθαίνει τα καινούργια της παιχνίδια, το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το διαμέρισμα, τις διακοπές στη θάλασσα.
Οι κομματάρχες του Γκόρτσου και του Μαυρογιαλούρου, τα πλαστά τιμολόγια, τα έργα και τα αγάλματα της μίζας και των επιτηδείων, ο Ηλιόπουλος να τρώει παστή λακέρδα στο αστυνομικό τμήμα φωνάζοντας «κλέφτες».
Είναι η Ελλάδα που ανακαλύπτει τα λεφτά των τουριστών, που οικοπεδοποιεί τα χωράφια της παραγωγής, που κάνει τις τράτες θαλάσσια ταξί, που κτίζει ξενοδοχεία «μέσα στη θάλασσα», που επιχειρεί να πουλήσει κοψοχρονιά το «μουζάκα, μπουζούκι, ήλιος, θάλασσα» και που ο χαρισματικός Εξαρχάκος παλευει να πείσει τον Φαίδωνα Γεωργίτση ότι δεν κάνουν καμάκι με μπουζούκια αλλά με το «Άντε Μαρία»
Αγαπάμε τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο γιατί είναι το ξεφτισμένο οικογενειακό μας άλμπουμ, με ασπρόμαυρες και παλιοκαιρίτικες έγχρωμος φωτογραφίες, κολλημένες σε λευκής χαρτονένιας σελίδες που χαρίζονταν μεταξύ τους με ρυζόχαρτο.
Είναι από αυτές τις πονεμένες, αλλά που ο χρόνος κάνει ανεκδοτολογικές, ιστορίες για μακρινούς θειους που έμειναν γεροντοπαλίκαρα γιατί οι αδελφές τους είχαν τον απάντρευτο, για τους μπερμπάντηδες θειους που τους τα έτρωγαν οι μικρούλες, για προξενιά, για προίκες, για ζήλιες και τσιγγουνιές.
Είναι ένα κρυφοκοίταγμα στο απαγορευμένο, ένα τράβηγμα της κουρτίνας στην πόρνη με την χρυσή καρδιά, στο παλικάρι από το λιμάνι που θα τα βάλει με τον νταβατζή της, στην υπέροχη Κατερίνα Χέλμη όταν φεύγει κυνηγημένη από τους νοικοκυραίους φορτώνοντας στο τρίκυκλο το κλουβί με το καναρίνι της.
Είναι ο φτωχός, σπουδαγμένος νεαρός που ψάχνει δουλειά στο σχολείο των αρίστων και βρίσκεται αντιμέτωπος με τα καπρίτσια των κληρονόμων «της Οικογενείας Παπασταύρου, βεβαίως, βεβαίως». Δυστυχώς, η μακαρίτισσα Φώφη Μπουλούτα δεν είχε την τύχη του Παπαμιχαήλ.
Μα πάνω από όλα ο ελληνικός κινηματογράφος είναι οι ατάκες του. Οι ατάκες που ακόμα κι αν δεν θυμόμαστε ή και δεν έχουμε δει καν την ταινία, τις χρησιμοποιούμε για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Καταλαβαινόμαστε…
Γιατί ,είτε «ταυτίζεσαι» με την εφοπλίστρια που φοράει το «φουστάνι με τη χαρακιά», πίνει ουίσκυ στις λαϊκές ταβέρνες την εποχή που ξεκινά η αστικοποίηση του μπουζουκιού, είτε είσαι η Αννούλα, επάγγελμα οικιακά, με τα τρία αδέλφια, εργάτες στη ναυπηγοεπισκευαστική και όνειρο για να ξεφύγεις, τα καλλιστεία, το επίδικο είναι εκείνα τα καταγάλανα μάτια που έφυγαν από τη ζωή μόλις προχθές.
Κι αν το γαλάζιο βλέμμα δεν είναι πια μαζί μας, ο κώδικας μένει. Από την εφοπλίστρια μέχρι την Αννούλα, όλοι ξέρουμε τι σημαίνει… του αγοριού απέναντι.
kouti pandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου