Ένα κείμενο για την Παγκόσμια Ημέρα του Bullying
της Ελένης Καρασαββίδου
«Είναι τόσο εύκολο να προσφέρει ο κόσμος συμπαράσταση σε όσους υποφέρουν. Είναι τόσο δύσκολο να προσφέρει συμπαράσταση σε όσους σκέφτονται...» έγραψε ο Ο. Wilde, αποπειρώμενος να καταγγείλει τον σικέ ανθρωπισμό (και) της εποχής του, όταν γνώρισε την απαξίωση της ίδιας κοινωνίας που αγαπά να ακκίζεται ως «ανθρωπιστική» απέναντι σε κάθε καθησυχαστική ετερότητα που της μοιάζει, αλλά που ξέρει καλά να κρατά το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια απέναντι σε κάθε ετερότητα που (δήθεν) την «προκαλεί».
Οι παγκόσμιες ημέρες (παρά την προφανή κι ενίοτε πολύτιμη συμβολή τους στην επικαιροποίηση των ζητημάτων) αποτελούν απόδειξη αυτής της ρήσης ακριβώς. Ώστε λοιπόν «Παγκόσμια Ημέρα κατά του bullying» (του σχολικού εκφοβισμού) σήμερα, και θα γεμίσουν τα ΜΜΕ, τα σχολεία, τα ενημερωτικά site και τα κοινωνικά δίκτυα από δηλώσεις και δράσεις κατά όλων των μορφών κοινωνικής διάκρισης (του ρατσισμού, του σεξισμού, της ομοφοβίας της τελειομανίας του σώματος κλπ κλπ) που αποτελούν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο, πανικόβλητο μες στην «αφοβιά» του, φυτεύεται -αυθαίρετο κι ανυποχώρητο- το μίσος.
Αλλά, διάολε, (παρά την εμμένουσα -για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα- αξία που έχουν οι επιμέρους παρεμβάσεις εναντίον του) δεν υπάρχει βαθύτερα η δομική αναπαραγωγή του από τους κοινωνικούς, θρησκευτικούς οικονομικούς και βέβαια πολιτικούς φορείς κι από όλους κι όλες εμάς τους συμμετέχοντες σε αυτούς; Βλέπετε άλλο «δεν θέλω να ισοπεδώσω» κι άλλο «επιλέγω να ρετουσάρω», κι ας μην αφορά καθόλου αυτό τις επιμέρους αγαθές προθέσεις πολλών που αντιδρούν.
Η αλήθεια παραμένει όμως πάντα άβολη, αν είναι αλήθεια: Είναι απείρως ευκολότερο (και πολιτικοκοινωνικά -μα και προσωπικά…- βολικότερο…) να καταγγέλλεις τα συμβάντα από το να αναδεικνύεις τις πολιτικοκοινωνικές τους ρίζες. Ίσα ίσα, αυτός ο φετιχισμός των γεγονότων, η επικέντρωση στο «έξω από τα χρηστά ήθη» ιδιαίτερου (τάχα) αντί της ερμηνείας του «κανονικού» και «καθολικού» (για να μην ξεχνιόμαστε…) λογοκρίνει σκαιότατα τον μηχανισμό (ή μάλλον τους μηχανισμούς, αφού απλό και μονοσήμαντο δεν είναι τίποτα, όπως και τίποτα δεν αφορά μονάχα τους εξουσιαστές και όχι και τους εξουσιαζόμενους) που παράγει την κακοποίηση στις πλείστες μορφές της. Κι άρα δεν σκοπεύει να την εξαλείψει, μονάχα να την ποδηγετήσει σκοπεύει.
Ας πούμε, και παρά τις εξαγγελίες και τις δράσεις υμών και ημών των εκπαιδευτικών και των υπουργείων/ών μας, από τη στιγμή που το εκπαιδευτικό σύστημα ανέλαβε το ρητό και τον άρρητο πολιτικό ρόλο να παρέχει γνώση στη βάση συγκεκριμένων ιδεολογικο-πολιτικών στοχεύσεων προσφέροντας την αρεστή κοινωνικοποίηση (και όχι κοινωνικοποίηση απλά) στα παιδιά, κι άρα την συνείδηση της ένταξής τους στην εθνο-πολιτική τους οντότητα και των υποχρεώσεών τους απέναντι της, δεν υπήρξε ρητά (και δεν παραμένει άρρητα) μέρος αυτής της ευθύνης η εκκαθάριση και η αποτροπή της εκθήλυνσης με κάθε τρόπο ως (τάχα) «προαπαιτούμενο επιβίωσης» του συνόλου; Ενός συνόλου στα μέτρα των κυρίαρχων πάντα. Έτσι ο Γιακουμάκης υπήρξε «βδέλυγμα» για την κουλτούρα των «Κρητίκαρων που ναι και πολύ λεβέντες να ’ουμε!». Έτσι ο Ζακ υπήρξε κάρφος στο μάτι των νοικοκυραίων και η ζωή του κοστολογήθηκε λιγότερο από τις βιτρίνες τους. Έτσι η Τοπαλούδη άξιζε να βιαστεί όπως κι η κοπέλα που φορούσε εσωτερικά! στρινγκάκι στην Ιρλανδία (η επίδειξη του γυναικείου σώματος, ακόμη κι όταν είναι κάτω από ρούχα! αποτελεί νομική δικαιολογία για τον βιασμό, αλλά η ξεκάθαρη επίδειξη του πλούτου σε έναν κόσμο πεινασμένων δεν θεωρείται αντίστοιχα νομική δικαιολογία για την κλοπή, αφού η περιουσία κοστολογείται πάνω από την ηθική –βλέπε και τα πατροπαράδοτα συγχωροχάρτια όσων αφού κλέψαν αγιάσαν- και γι αυτό στον κοινωνικό ιστό εδραιώνεται η εντελώς αντίθετη της ηθικής ηθικολογία…). Έτσι η κόρη στην Κέρκυρα πιστολιάστηκε αφού ενώθηκε με άλλη ράτσα, έτσι δικαιολογείται κάθε γυναικοκτονία, κάθε επίθεση σε μετανάστη, κάθε εργάτης/τρια που μπαίνει στη θέση του σε Δύση και Ανατολή που «προκαλεί», ακριβώς γιατί θυμίζει υποσυνείδητα πως το εύρος επιλογών και απορρίψεων των εμπειριών μας είναι διάτρητο και φαιό φτύνοντας μας. Αρχίζοντας από τις γειτονιές και τα σχολεία σε ένα κοινωνικοπολιτικό κι ανθρωπολογικό πρότυπο στο οποίο η εξουσία εδραιώνεται και νομιμοποιείται μέσα στον καθέναν και στην καθεμιά, παίζοντας κρυφτό με τους φόβους και τις ανάγκες. Την σφαγή δεν την μαθαίνουμε στην Τροία, στα σπίτια μας μέσα, στην Ιθάκη, την μαθαίνουμε. Κι εκεί γυρνάμε…
Ώστε δεν είναι τα (όντως πολύτιμα σε και για πολλά άλλα) σχολεία το καταλληλότερο πολιτικό εργαλείο (όπως δείχνουν ρητά κείμενα και άρρητες συμπεριφορές) για την ενδυνάμωση και την εδραίωση των ιεραρχιών με βάση την φυλή, το φύλο, την τάξη, την θρησκεία παρά το υπό διαμόρφωση «νέο –τάχα- σκηνικό», ώστε «να επιτύχουν τη διαιώνιση και την αναπαραγωγή τους».; (Cohn, 1967, 20)
Δεν είναι η θρησκεία της αγάπης, η άκριτα, κι άρα πλήρως αποδεκτή από το πλήθος «των καλών καγαθών» η οποία, (έχοντας πάρει, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποστάσεις από την γλώσσα της αγάπης με την οποία πλασαρίστηκε στον κόσμο), κυνηγά κατεξοχήν αυτούς που ο ιδρυτής της έκανε παρέα; Δεν είναι τα «χρηστά ήθη» της σικέ ηθικής και κανονικότητας που ενώ δημιουργούν έναν ηθικό πανικό για την κακοποίηση των παιδιών σε περίπτωση νομιμοποίησης των γάμων των ομοφυλοφίλων αρνείται να δει πως στατιστικά το κυριότερο πεδίο στο οποίο αυτή η κακοποίηση συντελείται είναι η καθαγιασμένη οικογένεια των «κανονικών» και να πάρει κι εκεί ανάλογη (παράλογη) θέση καταδικάζοντας συλλήβδην ως κακοποιητικό τον υπεράνω κριτικής θεσμό;
Δεν είναι οι πολιτικοί φορείς που ενώ μιλούν για πατρίδα θρησκεία και οικογένεια και μια νέα Ελλάδα μια χαρά καταπίνουν τους παιδεραστές στυλ Γεωργιάδη όταν είναι στελέχη τους, την ίδια ώρα που ζητούσαν από πολιτικούς αντιπάλους (τον ΣΥΡΙΖΑ στην προκειμένη περίπτωση) να απολογηθούν γιατί είχε κατηγορηθεί για σεξουαλική κακοποίηση πρόξενος άλλης χώρας; (παράνοια…) Δεν είναι όμως και η αριστερά όπως και η αναρχία που στο όνομα της επανάστασης δομούνται με ξεκάθαρα φαλλοκρατικά χαρακτηριστικά, αναπαράγοντας διαρκώς αυτό που καταγγέλλουν και εδραιώνοντας την ήττα τους στο διηνεκές;
Δεν είναι η δικαιοσύνη που καταδικάζει αυστηρότερα την καθαρίστρια που έπρεπε να επιβιώσει παρά τον Γεωργιάδη που τον καταδίκασε λόγω εκκωφαντικών στοιχείων μα με αναστολή μπας και δεν το ξανακάνει; Κι αυτά όλα δεν αποτελούν την νομιμοποιημένη, εσωτερικευμένη κανονικότητα μας (που μας διαχειρίζεται ως δήθεν έκπληκτους μπροστά της πάντα) που σπάει και γίνεται πότε πότε στάλες αίμα και κραυγή όταν ξεπεράσει απλά τα όρια αναπαραγωγής της;
Είμαστε σε σημαντικό βαθμό παιδιά των προκαθορισμένων μας θεωριών, αφού μέσα από ό,τι ήδη ισχύει ‘διαβάζουμε’ και δημιουργούμε ό,τι πρόκειται θαρρούμε να το «ανατρέψει», στενεύοντας τις πιθανότητες κάθε πραγματικής ανατροπής. Και γινόμαστε άνθρωποι στον βαθμό που προσπαθούμε να ενηλικιωθούμε από αυτούς τους προκαθορισμούς, δίχως να χάνουμε τελείως τα όποια θετικά τους στοιχεία και την αίσθηση της ταυτότητας που μας δίνουν.
Στην πραγματικότητα πίσω από όλα τα πρόσωπα κι από όλα τα προσωπεία, πίσω από όλες τις εποχές κι από όλες τις συνθήκες, πίσω από όλες τις αρνήσεις να αποδοθεί η ιδιότητα του ανθρώπου σε όσους δεν χωρούν στα κουτάκια μέσα στα οποία τοποθετούνται από τους βολικά άβολους επαΐοντες ο φόβος και η ανάγκη, είναι τα ίδια δυο πρόσωπα που συγκρούονται αλλάζοντας, κατά περίσταση, ρόλους. Ο άρχων κι ο αρχόμενος: Ήταν οι αρχαίοι Αθηναίοι στην αρχέγονη θάλασσα του Αιγαίου που μηνούσαν, με την ψυχρή λογική της υπερδύναμης, στους Μιλήσιους πως παρά τη συγνώμη τους θα τους κατέστρεφαν, γιατί αλλιώς θα ’χαναν την αξιοπιστία τους κι άρα την υπακοή όλων των άλλων. Τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα, έχοντας απαντήσει στους υπαρξιακούς επιθανάτιους φόβους μας με το ιδεολόγημα της «θείας χάρης», κι έχοντας αντικαταστήσει, όπως μας έδειξε ο Βέμπερ, τη θεία χάρη μετά με τα «μέγα σύμβολά της», την ατομική επιτυχία και άρα (και) την ατομική εξουσία, ντυμένη συλλογικά ως εξουσία της δικής μας (εθνικής, ιδεολογικής, θρησκευτικής, σεξικής) ομάδας. Αναζητώντας την, ανάστροφα, στη δυστυχία, την αποτυχία ή την υπακοή των όποιων «διαφορετικών», υποταγμένων και κυνηγημένων ως «εχθρών της ηθικής» και «του ανθρώπινου γένους».
Ας καταδικάσουμε όλοι εμείς το bullying λοιπόν. Θα χουμε κάνει το καθήκον μας στ΄ αλήθεια… Όμως «ό,τι είναι ασυνείδητο δεν μπορεί να εξαλειφθεί με τσιτάτα και απαγορεύσεις» έγραψε η Άλις Μίλερ για να περιγράψει ως κλασσική ψυχαναλύτρια τις φυλακές της παιδικής μας ηλικίας. Στις οποίες, βέβαια, παραμένουμε έγκλειστοι/ες ως τα βαθιά μας γεράματα σε μια τελετουργία στην οποία «ο κλήρος για το ποιος θα φαγωθεί πέφτει πάντα στον πιο νέο, δλδ στον πιο αδύναμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου