της Μαριάννας Τζιαντζή
"Δυο πόρτες έχει η ζωή", όμως η «αποκατεστημένη» μετανάστρια, είδε μία μόνο πόρτα που της την έκλεισαν κατάμουτρα, αφήνοντάς την έξω από τη ζωή.
Μια αιμόφυρτη γυναίκα μπαίνει σε ένα ταξί. «Με σκότωσε, με σκότωσε…» προλαβαίνει να πει, όχι «με χτύπησε, με λάβωσε». Χρησιμοποιεί τον αόριστο χρόνο σαν να μιλά από τον άλλο κόσμο. Ο οδηγός του ταξί την αδειάζει έξω. Εκείνη σωριάζεται στο δρόμο. Μέρα μεσημέρι στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. «Δεν φαινόταν να έχει τραυματιστεί στο κεφάλι», λέει ένας αυτόπτης μάρτυρας. «Είχε τα μάτια κλειστά κι έτρεμε».
Όμως πριν λίγο είχε τα μάτια αρκετά ανοιχτά ώστε να διακρίνει το ταξί και να μπει μέσα. Κι αναρωτιέται κανείς ποια ήταν η τελευταία εικόνα που είδε αυτή η γυναίκα στην Ελλάδα. Ο αττικός ουρανός; Το κίτρινο ταξί; Η πόρτα απ’ όπου ο ταξιτζής την κατέβασε από το αυτοκίνητο, που ίσως να γινόταν το όχημα της σωτηρίας της αν την πήγαινε κατευθείαν στο νοσοκομείο; Ίσως ν’ άκουσε τον πάταγο της πόρτας καθώς την έκλεινε ο οδηγός, μπορεί και με ανακούφιση που το αυτοκίνητό του δεν θα λερωνόταν (κι άλλο) με αίματα.
Τρία είναι τα πρόσωπα του δράματος: η 50χρονη γυναίκα από τη Βουλγαρία, νόμιμη σύζυγος ενός 87χρονου αντιπτέραρχου εν αποστρατεία και ο ταξιτζής. (Ο αντιπτέραρχος αυτοπυροβολήθηκε και εξέπνευσε στο ίδιο νοσοκομείο όπου το ασθενοφόρο είχε μεταφέρει και το θύμα του.) Το ενωμένο με τα δεσμά του γάμου ανδρόγυνο αποχαιρέτησε τον κόσμο κάτω από την ίδια στέγη.
Αυτός όμως που απασχόλησε την κοινή γνώμη, εντός κι εκτός των social media, είναι ο τρίτος άνθρωπος, ο οδηγός. Και τούτο γιατί δεν άντεξε να μην κάνει δηλώσεις on camera, φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου και υπομειδιώντας, δικαιολογώντας την πράξη του.
Εύκολο είναι να γράψουμε μια μικρή έκθεση ιδεών, κατακεραυνώνοντας τον οδηγό για την αναλγησία του και διαπιστώνοντας τον κυνισμό και την απανθρωπιά της κοινωνίας. Να πούμε «πώς καταντήσαμε» και αυτόματα να τεθούμε οι ίδιοι στην πλευρά του δίκαιου και του καλού. Το δύσκολο είναι να καταλάβουμε την ανοησία αυτού του ανθρώπου αφού μίλησε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για την εμπειρία του. Μπορεί η ετοιμοθάνατη γυναίκα να έφαγε πόρτα, όμως ο ταξιτζής τής μίλησε στον πληθυντικό: «Περάστε παρακαλώ, βγείτε έξω».
Ακόμα πιο δύσκολο είναι να φανταστούμε τη σχέση της Βουλγάρας μετανάστριας με έναν άντρα περίπου 40 χρόνια μεγαλύτερό της, να αναλογιστούμε τα υπόγεια ποτάμια του μίσους που θα έρρεαν ανάμεσά τους, αφού γάμο από έρωτα αυτό το πράγμα δεν το λες.
Και μια μικρή λεπτομέρεια: πώς επιτρέπεται η οπλοκατοχή σε έναν άνθρωπο τέτοιας ηλικίας; Εκείνος χρειαζόταν το όπλο για προστασία από τους κλέφτες ή για να ενισχύει την ήδη οικονομική εξουσία του αφού η δική του σύνταξη θα συντηρούσε το ανδρόγυνο. Εκτός και αν είχε προμηθευτεί το όπλο στην ανθηρή μαύρη αγορά
Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε το όνομα της γυναίκας. Είναι απλώς η «50χρονη Βουλγάρα». Δεν ξέρουμε τι τράβηξε στη ζωή της, πότε και πώς ήρθε στην Ελλάδα, πόσες δουλειές θα είχε κάνει μέχρι να «αποκατασταθεί», πώς κάποτε ονειρευόταν τη ζωή της στον τόπο μας. Και στις στερνές στιγμές της «έφαγε πόρτα» από έναν επαγγελματία, όπως πριν από χρόνια είχε φάει πόρτα από την ίδια την πατρίδα της, όπως σήμερα πολλοί, μετανάστες και Ελληνες, «τρώνε πόρτα» απ’ αυτό που λέμε ανθρώπινη, αξιοπρεπή ζωή.
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου