Η στρατηγική, λοιπόν, της κυβέρνησης συνοψίζεται σε μια πολιτική νεοφιλελευθέρων αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, που οδηγεί στην παραβατικότητα, και σε μια επικοινωνιακή προσπάθεια εστιασμένη στο να πείσει ότι η κυβέρνηση παίρνει μέτρα απέναντι στους παραβατικούς εργοδότες.
του Πάνου Κορφιάτη*
Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στα εργασιακά ήταν ότι έφερε στην επιφάνεια ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για τον κόσμο της εργασίας, το πως αντιμετωπίζεται η απόσταση ανάμεσα στα δικαιώματα που προβλέπει η νομοθεσία για τον εργαζόμενο και σε όσα πραγματικά έχει.
Σήμερα, σε μια τελείως διαφορετική συγκυρία, το σκηνικό διατρέχεται από μια βαθιά αντίφαση. H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει ήδη καταφέρει να ακυρώσει προστατευτικές διατάξεις για τους εργαζομένους και συνεχίζει προωθώντας την επί της ουσίας ακύρωση του πλαισίου των κλαδικών συμβάσεων. Την ίδια στιγμή ο Υπουργός Εργασίας δεν χάνει ευκαιρία να διατρανώνει την αποφασιστικότητα του απέναντι στην παραβατικότητα στην αγοράς εργασίας.
Που συνοψίζεται η αντίφαση όμως; Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, το ότι ο εργαζόμενος θα απολύεται πιο εύκολα και θα είναι πιο δύσκολο να βρεθεί κάτω από την συλλογική ομπρέλα μιας κλαδικής σύμβασης, είναι από τους κύριους λόγους για την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας. Το είδαμε στην Ελλάδα ειδικά στην περίοδο την κρίσης, το δείχνει και η εμπειρία διεθνώς: «το μέγεθος της αδήλωτης εργασίας φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης ρύθμισης και όχι της υπερβολικής ρύθμισης. Κοινωνικά συστήματα στα οποία υπάρχει μεγαλύτερη παρέμβαση στην αγορά εργασίας και μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας και αναδιανομής είναι παρουσιάζουν σημαντική συσχέτιση με τη μείωση στο επίπεδο της αδήλωτης εργασίας»1.
Η στρατηγική, λοιπόν, της κυβέρνησης συνοψίζεται σε μια πολιτική νεοφιλελευθέρων αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, που οδηγεί στην παραβατικότητα, και σε μια επικοινωνιακή προσπάθεια εστιασμένη στο να πείσει ότι η κυβέρνηση παίρνει μέτρα απέναντι στους παραβατικούς εργοδότες. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από τον αναπτυξιακό νόμο αρκούν για να δείξουν το πόσο υπέρ των εργαζόμενων παρεμβαίνει η κυβέρνηση.
Πρώτον, παρεμβαίνοντας στο πρόστιμο για την αδήλωτη εργασία, μειώνει την έκπτωση σε περίπτωση 12μηνης πρόσληψης του αδήλωτου εργαζόμενου στα 2.000 ευρώ και καταργεί την απόδοση στον εργαζόμενο ενσήμων τριών μηνών.To μόνο που εξυπηρετεί μια τέτοια αλλαγή είναι η μείωση της επιβάρυνσης του εργοδότη κατά 2.000 ευρώ, κάτι που δείχνει ότι η λογική του Υπουργείου όσο αφορά τα πρόστιμα κινείται σε ανησυχητική κατεύθυνση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αλλαγή της αρχιτεκτονικής του προστίμου για την αδήλωτη εργασία το 2018 συμπεριλήφθηκε στο δελτίο καλών πρακτικών της Ευρωπαϊκής Πλατφόρμας για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και έτυχε μεγάλου ενδιαφέροντος πανευρωπαϊκά.
Δεύτερον, η πρόθεση του Υπουργείου Εργασίας να νομοθετήσει υπερωρία 12% στη μερική απασχόληση είναι κάτι που έχει επικοινωνηθεί έντονα, έχει όμως σημασία να δούμε την επίπτωση που μπορεί να έχει στους εργαζομένους. Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα ένα πολύ σημαντικό ποσοστό της μερικής απασχόλησης είναι στην πράξη υποδηλωμένη εργασία. Το συγκεκριμένο μέτρο, όμως, δεν θα επηρεάσει την υποδηλωμένη εργασία για τον απλό λόγο ότι δεν θα λειτουργήσει αποτρεπτικά γι αυτούς τους εργοδότες για τους οποίους η υποδηλωμένη εργασία είναι συνειδητή επιλογή. Κάτι τέτοιο μπορεί να κάνουν μόνο οι έλεγχοι.
Το δεύτερο επίπεδο στόχευσης του μέτρου, η δημιουργία δηλαδή κινήτρων για την αύξηση της πλήρους απασχόλησης, είναι εξαιρετικά αδύναμο αν δούμε το πραγματικό ύψος της επιβάρυνσης για τον εργοδότη που είναι περίπου πενήντα λεπτά την ώρα. Το μέγεθος της επιβάρυνσης και η δυνατότητα συνεχούς αλλαγής των ατομικών συμβάσεων (και άρα και του ωραρίου) βάζουν πολύ σημαντικά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα μιας τόσο αποσπασματικής προσέγγισης.
Άλλωστε, αν πραγματικά νοιάζονταν για την καταπολέμηση της υποδηλωμένης εργασίας και όχι για την επικοινωνία, ο κ. Βρούτσης δεν είχε παρά να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο που χάραξε η προηγούμενη κυβέρνηση. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε την αύξηση των προστίμων σε περίπτωση που διαπιστώνεται υποδηλωμένη εργασία βασισμένη στη μερική απασχόληση. Παράλληλα, υλοποίησε μια συγκεκριμένη στρατηγική για τη χρήση των πληροφοριακών συστημάτων στην διενέργεια στοχευμένων ελέγχων. Μέσα από ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα κατάφερε να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη μεθοδολογία για τη χρήση των πρακτικών ανάλυσης κίνδυνου στη δουλεία του ΣΕΠΕ, ικανή να αναβαθμίσει κατακόρυφα την αποτελεσματικότητα της δράσης του. Και τα δύο αυτά κομμάτια μιας συνολικής προσπάθειας να αντιμετωπιστεί η υποδηλωμένη εργασία δεν χωρούν στα σχέδια της κυβέρνησης και απαξιώνονται.
Άλλωστε, τα πρώτα δείγματα γραφής ήταν χαρακτηριστικά. Σε μια νύχτα το ΣΕΠΕ μετατράπηκε από έναν αυτόνομο οργανισμό, με την δυνατότητα να χαράζει πολιτική πάνω στην καταπολέμηση της παραβατικότητας, σε γενική διεύθυνση. Δηλαδή, σε μια ακόμα δομή της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου, με την διοικητική δομή που ταιριάζει σε μια υπηρεσία που διεκπεραιώνει διοικητικό έργο, και όχι σε έναν ελεγκτικό μηχανισμό. Η πολιτική επιλογή είναι σαφής. Η παρακαταθήκη ενός ελεγκτικού μηχανισμού ενεργού υπέρ των εργαζομένων δεν χωρά στα σχέδιά της σημερινής κυβέρνησης.
Στον πυρήνα της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας είναι η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης του εργαζόμενου. Είτε συλλογικά είτε ατομικά, ο εργαζόμενος πρέπει να δει τη θέση του να πηγαίνει πίσω, τόσο όσο χρειάζεται για να έρθει η «ανάπτυξη». Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η καταπολέμηση της παραβατικότητας μοιάζει με σκύλο που κυνηγάει την ούρα του. Ο αδύναμος εργαζόμενος γίνεται ευκολότερα θύμα παραβατικών συμπεριφορών και το ίδιο το όριο του τι είναι νόμιμο και τι παράνομο μετακινείται προς τα εκεί που συμφέρει τους ισχυρούς. Σε ένα περιβάλλον όπου νόμος είναι το δίκιο του ισχυρού, η μόνη διέξοδος για όσους δεν έχουν άλλη επιλογή είναι να αγωνιστούν. Το να ξαναστηθεί η εργασία στα πόδια της είναι μια υπόθεση που δεν τέλειωσε με το αποτέλεσμα των εκλογών, αντίθετα τώρα μπαίνει στην πιο κρίσιμη καμπή της.
* πρώην ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ
1 Collin Williams, «Tackling undeclared work in 27 European Union Member States and Norway», 2013 Eurofound.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου