του Χρήστου Γιαννίμπα
Πριν από μόλις τριάντα χρόνια ήταν σχεδόν απίθανο να ήξερε κάποιος το όνομα έστω και ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια τα ονόματα «κρέμονται στα μανταλάκια» και «φιγουράρουν» στις ιστοσελίδες. Βεβαίως, δεν υπάρχει καν σύγκριση του αριθμού των πηγών πληροφόρησης σήμερα με την μία εφημερίδα που διάβαζε κάποιος πριν 30 χρόνια.
Δεν είναι όμως μόνο ζήτημα αριθμού πηγών πληροφόρησης. Είναι και πολλά άλλα και κυρίως η αύξηση των σκανδάλων με πολιτικό «περιτύλιγμα» που με την αρωγή των ΜΜΕ έγιναν γνωστά και απασχόλησαν την κοινή γνώμη. Πχ. με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου ο ανεκδιήγητος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδάς «έκλεψε την παράσταση». Το ίδιο έκανε και η Γ. Τσατάνη με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου. Παρεμπιπτόντως η Τσατάνη είχε ορισθεί εποπτεύουσα της ανάκρισης για το Βατοπέδι.
Φυσικά υπάρχουν λειτουργοί της Δικαιοσύνης που τιμούν το χώρο που υπηρετούν. Να δεχτούμε καλόπιστα πως είναι η πλειονότητα. Δυστυχώς οι εξαιρέσεις είναι πάρα πολλές αποδεικνύοντας μια παμπάλαια αλήθεια.
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Υπάρχουν καλοί και κακοί δικαστές. Όσοι πιστεύουν ότι η Δικαιοσύνη κατοικεί στα δικαστήρια, πολύ απλά ονειροπολούν. Το εύλογο ερώτημα είναι πως ορίζεται ο καλός δικαστής;
Με την πάροδο των χρόνων και υπό το βάρος των δεκάδων χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων, η Δικαιοσύνη έχει μετατραπεί σε μια γραφειοκρατία αντίστοιχη με τις άλλες κρατικές γραφειοκρατίες. Άρα, θα πουν κάποιοι, για τους δικαστές ισχύει ό, τι και για όλους τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους (και γενικότερα για όλους τους εργαζόμενους). Δηλαδή, κάποιοι εργάζονται ευσυνείδητα με υπευθυνότητα και σεβασμό στον πολίτη, κάποιοι άλλοι όχι.
Η αλήθεια είναι πως ο ισχυρισμός αυτός έχει βάση. Μόνο που ο δικαστής δεν είναι ένας ακόμα δημόσιος υπάλληλος. Ποιος λοιπόν είναι καλός δικαστής; Ένα αγγλικό γνωμικό λέει: «Ο καλός δικαστής πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι άνθρωπος, αν ξέρει και λίγα Νομικά δεν βλάπτει.» Νομίζω είναι η πιο σωστή προσέγγιση παρότι εμπεριέχει την «μεταβλητή» άνθρωπος που παραπέμπει στο ερώτημα τι σημαίνει άνθρωπος όταν μιλάμε για δικαστή.
Το δικό μου γνωμικό λέει: «Ο δικαστής είναι άνθρωπος όταν είναι γειωμένος στην κοινωνική πραγματικότητα. Τότε και μόνο τότε είναι καλός δικαστής.» Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι ένα computer με μια αποθηκευμένη τράπεζα νόμων (κάποιοι εκτός τόπου και χρόνου), που του εισάγεις επιλεκτικά δεδομένα και εκδίδει μια απόφαση. Πχ. με την κρίση εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες βρέθηκαν σε τραγική κατάσταση.
Στις τραπεζικές ύαινες μια διέξοδος ήταν ο «νόμος Κατσέλη» (3869/2010).
Έξη χρόνια μετά ποιος μπορεί να πει πόσες από τις εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγές εκδικάστηκαν; Σε πόσες περιπτώσεις (απ’ αυτές που εκδικάστηκαν) δικαιώθηκαν οι δανειολήπτες και σε πόσες οι τράπεζες; Τι ποσό «κουρεύτηκε» από πόσο συνολικό χρέος; Κ.λπ. Δεν έχω πλήρη στοιχεία ούτε καν επαρκή.[1] Από ένα τυχαίο δείγμα 20 περιπτώσεων που μελέτησα η κατάσταση είναι τραγική. Άλλωστε, γι’ αυτό εξακολουθεί να είναι είδηση όταν και αν υπάρξει κάποια ευνοϊκή απόφαση υπέρ δανειολήπτη.
«Η οικονομική κρίση, όμως, δεν είναι δυνατόν να μετακυληθεί μόνο στους δανειολήπτες – οφειλέτες, οι δε τράπεζες να παραμένουν αλώβητες και να δύνανται, αφ' ενός μεν να εκπλειστηριάζουν τα κατασχεθέντα ακίνητα σε τιμές πολύ κατώτερες των πραγματικών, αφ' ετέρου δε να εξακολουθούν να απαιτούν από τους δανειολήπτες ολόκληρο το κεφάλαιο, που χορήγησαν σε αυτούς». Αυτά αναφέρονται σε απόφαση (333/2013) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής.
Αυτό ακριβώς εννοούσα λέγοντας ότι ο δικαστής είναι άνθρωπος όταν γειώνεται στην κοινωνική πραγματικότητα. Πρόκειται για ιστορική δικαστική απόφαση που εκφράζει την κοινή διαπίστωση αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Δυστυχώς, είναι η εξαίρεση. Κι αυτό είναι πλήγμα για τη Δικαιοσύνη και ντροπή για τους δικαστές που πήραν (και για όσους θα πάρουν αύριο) αποφάσεις επιρρίπτοντας την ευθύνη αποκλειστικά και μόνο στους δανειολήπτες, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την ζοφερή οικονομική πραγματικότητα της χώρας που επέφερε την εξαθλίωση της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών.[2]
Γιατί όμως ο δικαστής πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος γειωμένος στην κοινωνική πραγματικότητα αφού οι δικαστές ξέρουν και εφαρμόζουν τους νόμους και το Σύνταγμα; Άλλωστε, αυτό επιβάλει το άρθρο 87 § 2. «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.» Πράγματι ξέρουν και εφαρμόζουν το Σύνταγμα, μόνο που το ερμηνεύουν κατά το δοκούν. Κι αυτό παραπέμπει στην επόμενη αλήθεια.
Σύνταγμα είναι ό, τι ο δικαστής πιστεύει ότι είναι.
Ένα δικαστήριο παίρνει μια απόφαση και ένα άλλο (ή το ίδιο με άλλη σύνθεση) παίρνει μια αντίθετη απόφαση για το ίδιο ακριβώς ζήτημα. Με βάση το Σύνταγμα η μία, με βάση το Σύνταγμα και η άλλη. Ακόμα και με επίκληση του ίδιου άρθρου. Βεβαίως, το Σύνταγμα δεν είναι μαθηματικά όπου 1+1=2 οπότε η εφαρμογή κάποιων άρθρων ίσως να επιδέχεται τη μία ή την άλλη συνταγματική ερμηνεία.
Αυτό δεν ήταν αβλεψία αλλά μια συνειδητή επιλογή που έδωσε λαβή στους πολιτικούς να φτιάχνουν νόμους που είτε παραβιάζουν ευθέως το Σύνταγμα, είτε βρίσκονται στη «γκρίζα ζώνη» αυτού. Στους δε δικαστές το «χώρο» να ερμηνεύουν το Σύνταγμα και τους νόμους όπως θέλει η κούτρα τους. Η τελευταία εξαετία που το Σύνταγμα κατάντησε «σουρωτήρι» προσφέρει αμέτρητα παραδείγματα. Ας κάνουμε όμως το χατίρι σ’ αυτούς που θα πουν πως η χώρα ήταν σε «ειδικές συνθήκες» κι ας πάμε πιο πίσω στο χρόνο.
Το 2009 η ΝΔ ψήφισε τον Ν.3758/2009 που προέβλεπε εφάπαξ έκτακτη εισφορά για εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ, που αποκτήθηκαν το 2007 και δηλώθηκαν στην Εφορία το 2008. Το Σύνταγμα (άρθρο 78, § 2) ορίζει ότι: «Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε».
Ο νόμος της ΝΔ ήταν αντισυνταγματικός;[3] Το δεδομένο είναι ότι έγινε μπάχαλο αφού κρίνοντας προσφυγές πολιτών, άλλα δικαστήρια έκριναν πως είναι και άλλα πως δεν είναι. Προσέξτε τις χρονολογίες. Εισοδήματα του 2007. Δηλώθηκαν το 2008. Ο φόρος επιβλήθηκε το 2009 (για τα εισοδήματα του 2007). Διαβάστε πάλι το παραπάνω άρθρο (78 § 2) και πείτε μου τι όνειρο είδαν οι δικαστές που έκριναν συνταγματική την εισφορά και εφάρμοσαν το νόμο της ΝΔ. Δεν ξέρουν ανάγνωση;
Υπάρχει μία μόνο λογική απάντηση. Οι δικαστές αυτοί έκριναν με βάση την κομματική τους προτίμηση. Αν ούτε αυτό ισχύει, τότε οι συγκεκριμένοι ας γίνουν βοσκοί γιδοπροβάτων γιατί για δικαστές δεν κάνουν.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και με τον Γ. Σανιδά στην υπόθεση του Βατοπεδίου. Παραβίασε ευθέως το Σύνταγμα και επενέβη στα πολιτικά πράγματα ως μη όφειλε. Πήρε απροκάλυπτα το μέρος της κυβέρνησης, ως μη όφειλε επίσης. Δυστυχώς τέτοιες περιπτώσεις, όπως προανέφερα, δεν είναι κάποιες λίγες εξαιρέσεις. Πάμε λοιπόν στις επόμενες διαπιστώσεις.
Η «ανεξάρτητη» Δικαιοσύνη.
Το πολίτευμά θέλει Εκτελεστική (Κυβέρνηση) και Νομοθετική (Βουλή) εξουσία να είναι δύο διακριτές εξουσίες. Μόνο που η πράξη τις πάντρεψε. Δύο σε μία (ούτε σαμπουάν να ήταν), αυτήν του πρωθυπουργού. Το σφιχταγκάλιασμα εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας είναι όχι μόνο οφθαλμοφανές αλλά και ξεδιάντροπο. Ένα πρωθυπουργικό πολιτικό σύστημα που δομήθηκε με σκοπό την λήψη αποφάσεων από εξωθεσμικά κέντρα με προσβάσεις στο πρωθυπουργικό περιβάλλον.
Κάποιοι θα περίμεναν, πιθανόν και να πιστεύουν, πως η Δικαιοσύνη δεν μετέχει σ’ αυτό το αλισβερίσι. Για πολλά χρόνια πίστευαν πως η Δικαιοσύνη είναι το τελευταίο αποκούμπι τους αν χρειάζονταν την προστασία της. Δεν είναι τυχαίο που παλιότερα οι πολίτες σε δημοσκοπήσεις εμπιστεύονταν, με πάρα πολύ μεγάλα ποσοστά, πρώτα τη Δικαιοσύνη με δεύτερο το στρατό (ενώ οι κυβερνήσεις έμεναν μονίμως πάτος).
Η αλήθεια είναι πως πλήρης χωρισμός των εξουσιών ουδέποτε έγινε κι όχι μόνο στη χώρα μας αλλά πουθενά σε όλη την παγκόσμια ιστορία. Άλλωστε, από τον Αριστοτέλη (Πολιτικά) και τον Πλάτωνα (Πολιτεία, Νόμοι) μέχρι τον Μοντεσκιέ (Το πνεύμα των νόμων), κανείς δεν έθεσε ως σκοπό την πλήρη διάκριση των εξουσιών. Το ζήτημα ποτέ δεν ήταν να πάρει κάθε φορέας από μία εξουσία. Ήταν και είναι να μην τις πάρει κανείς όλες τους. Δηλαδή, να μην γίνει συσσώρευση νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αφού κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δημοκρατία αλλά μοναρχία, δεσποτεία ή δικτατορία.
Το ζητούμενο λοιπόν ήταν και παραμένει μια ισορροπία και τέτοια δεν μπορεί να υπάρξει με τον πλήρη διαχωρισμό, θα ήταν αντίφαση «εν τοις όροις», αλλά με την αρμονική διασταύρωση και ομαλή αλληλοεπικάλυψη των πεδίων τους. Αυτονόητο πως όταν μιλάμε για αλληλοεπικάλυψη δεν εννοούμε την πλήρη. Αντίθετα αυτή είναι πάντα μερική και μεταβάλλεται ανάλογα με τα ζητήματα που η Δικαιοσύνη καλείται να αποφανθεί αλλά και η ίδια η ζωή θέτει. Τελικός σκοπός η δημιουργία αλλά και διατήρηση μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Τα προβλήματα δημιουργούνται όταν η πολιτική «ζευγαρώνει» με τη Δικαιοσύνη. Την ίδια στιγμή δίνει όρκους πίστης στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Παράδειγμα. Στην υπόθεση της έκδοσης των 8 Τούρκων η κυβέρνηση δηλώνει πως η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, σέβεται τις αποφάσεις της κ.λπ. Σιγά τα ωά. Ουσιαστικά αυτό που κάνει με τους 8 είναι μια «αλά καρτ» αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης. Απόδειξη.
Ο Άρειος Πάγος με την απόφαση 11/2000 επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη και αμετάκλητη την απόφαση 137/1997 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς για τις αποζημιώσεις των συγγενών των σφαγιασθέντων του Διστόμου. Καμία κυβέρνηση, ούτε και του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έδωσε άδεια εκτέλεσης της απόφασης με αποτέλεσμα η υλοποίησή της να εκκρεμεί. Που είναι λοιπόν οι όρκοι πίστης στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και σεβασμού των αποφάσεών της;
Στη μια περίπτωση δεν εκτελείται η απόφαση για να μην θυμώσει ο φύρερ Σόιμπλε. Στην άλλη θα εκτελεστεί για να μην θυμώσει ο σουλτάνος Ερντογάν. Αν αυτό δεν είναι «αλά καρτ» αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης τότε τι είναι; Βεβαίως, είναι δύο περιπτώσεις με κοινό τόπο ότι επηρεάζουν τις σχέσεις της χώρας με τρίτες χώρες. «Ωραία» λοιπόν, να κόβουμε και να ράβουμε τις δικαστικές αποφάσεις κατά το πώς βολεύει τρίτες χώρες. Ανοίγω μια παρένθεση.
Το ζήτημα τότε δεν θα είναι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Θα είναι κάτι απείρως σπουδαιότερο. Η ανεξαρτησία της ίδιας της χώρας που στηρίζεται και σε μια μεταβλητή που προφανώς οι πολιτικές ηγεσίες ΔΕΝ αντιλαμβάνονται. Πιπιλάνε συνέχεια για το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων. Αξιόμαχο σημαίνει πως έχεις και οπλισμό και γνώσεις να τον χειριστείς αν ο μη γένοιτο χρειαστεί.
Πώς να το κάνεις όμως όταν σου λείπει το ετοιμοπόλεμο; Δηλαδή, η ψυχολογική ετοιμότητα της κοινωνίας (συνακόλουθα και του στρατεύματος που είναι μικρό μέρος της) να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας απευκταίας σύγκρουσης. Η τακτική «εξημέρωσης των θηρίων» είναι μια φοβική πολιτική που μας παίρνει από κάτω όλους. Το σύνολο της κοινωνίας ανεξαρτήτως όλων των άλλων.
Η Ελλάδα σήμερα είναι όντως μια όαση σταθερότητας στην περιοχή. Καλή η φιλία των λαών (να παλέψουμε γι’ αυτήν), το Διεθνές Δίκαιο (να το υπερασπιστούμε) κ.λπ. Αν όμως αύριο τα «θηρία» αποφασίσουν να στερέψει η σταθερότητα στην όαση, αυτά δεν θα μας «ξεδιψάσουν» και τότε χρειάζεται λαός όρθιος, με υψηλό φρόνημα και όχι τσακισμένος με δικαστικά και μνημονιακά «yes men». Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Το προϊόν μοιχείας πολιτικής Δικαιοσύνης είναι πάντα νόθο.
Το προϊόν μοιχείας πολιτικής Δικαιοσύνης είναι πάντα νόθο.
Με τόση συσσωρευμένη εμπειρία δικαστών και πολιτικών, αυτό θα έπρεπε να είναι κάτι που θα απέτρεπε το ζευγάρωμα πολιτικής και Δικαιοσύνης. Δυστυχώς δεν συμβαίνει και εκτιμώ πως την κύρια ευθύνη την έχουν οι δικαστές και όχι μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αλλά και με «καμώματα» που δεν αρμόζουν ούτε σε «απλό» εργατοπατέρα. Για να μην αναφερθώ στη δύσοσμη κατάσταση των συνδικαλιστικών τους, δίνω ένα άλλο παράδειγμα.
Ο Χ. Αθανασίου, τη μια μέρα είναι ανώτατος δικαστικός λειτουργός που έχει πάρει αποφάσεις με πολιτικό αντίκτυπο και την άλλη επικεφαλής ψηφοδελτίου επικρατείας της ΝΔ. Μιας και (κακώς) δεν προβλέπεται «αγρανάπαυση» ας την έκανε μόνος του. Δεν θα έπεφτε έξω η χώρα αν καθυστερούσε δύο ή τρία χρόνια ο Αθανασίου να μπει στην πολιτική. Η Δικαιοσύνη όμως τραυματίζεται γιατί πώς να πιστέψει ο πολίτης ότι οι αποφάσεις που πήρε δεν ήταν ενταγμένες (έστω και μερικώς) στις πολιτικές του επιλογές.
Το παραπάνω είναι πταίσμα(;) συγκριτικά με εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις που η Δικαιοσύνη όχι μόνο δεν είναι τυφλή αλλά είναι και επιλεκτική σε βαθμό που την ντροπιάζει και ταυτόχρονα προκαλεί. Πχ. αν αρχίσω να γράφω για τα «κόλπα» του Βενιζέλου που ο ίδιος ομολόγησε στη Βουλή (λίστα Λαγκάρντ, αμυντικά σχέδια της χώρας κλπ) θα χρειαστούν σελίδες. Ακούσατε μήπως κάποιο εισαγγελέα να διατάζει προκαταρκτική έρευνα για τις δημόσιες παραδοχές παρανομίας;
Όπως προανέφερα πλήρως ανεξάρτητη Δικαιοσύνη δεν υπάρχει και δεν θέλουμε να υπάρχει.[4] Αυτό που θέλουμε είναι μια ισορροπία μεταξύ των τριών εξουσιών. Δεν είναι πάντα εύκολο. Όμως άλλο αυτό και η αναγνώριση της δυσκολίας επίτευξης αυτής της ισορροπίας και άλλο όταν Δικαιοσύνη και πολιτική «ζευγαρώνουν» ξεδιάντροπα σε κοινή θέα.
Η οικονομική ολιγαρχία και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι πρωτοστάτησαν σ’ αυτό το «ζευγάρωμα». Είχαν και έχουν κάθε λόγο να διασύρουν την Δικαιοσύνη όπως έκαναν και κάνουν με την Πολιτική. Να τις καταστήσουν ανυπόληπτες στα μάτια των απλών ανθρώπων. Κοινωνικοποίησαν την ανυποληψία και την διαφθορά με διάχυσή τους στο επίπεδο του απλού πολίτη. Αυτό ήταν το «κατόρθωμα» που επεδίωξαν και δυστυχώς πέτυχαν.
Αντιθέτως, οι δικαστές (και οι δικηγόροι) έχουν κάθε λόγο να υπερασπιστούν το χώρο τους. Όχι μόνο γιατί τρώνε ψωμί απ’ αυτόν αλλά κυρίως γιατί έτσι υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο το πατριωτικό τους καθήκον. Ας συνειδητοποιήσουν ότι το ζήτημα δεν είναι ποια δικαστική ένωση είναι πιο «cool». Αν θα πάρουν πέντε φράγκα παραπάνω ή ποιο % ποσοστό των εισοδημάτων τους θα φορολογείται κ.λπ.
Έτσι απαξιώνουν τους εαυτούς τους και το χώρο. Πατριωτικό σήμερα είναι να μεταμορφώσουν το πράμα που λένε Δικαιοσύνη σε αυτό που πρέπει να είναι και που ο λαός μας προσβλέπει. Το κάστρο του. Εν τέλει, κάστρο υπεράσπισης της ίδιας της χώρας. Μόνο έτσι θα συμβάλουν να ξαναπάρουμε την πατρίδα μας.
Παραπομπές
Παραπομπές
[1] Μήπως όμως ενδιαφέρθηκε κανείς από τους κυβερνώντες, πρώην και νυν, να μάθει τι απέγινε με την εφαρμογή του 3869/2010; Πόσο «περπάτησε» και προς ποια κατεύθυνση; Μήπως χρειάζεται κάποια «επιδιόρθωση»; κ.λπ. Σιγά μην ασχοληθούν κοτζάμ υπουργός, υφυπουργός και βουλευτές με μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ. Εκλογές έχουμε; Άλλωστε στην Ελλάδα, ψηφίζεται ένας νόμος (για οποιοδήποτε ζήτημα), κι από δω πάν οι άλλοι.
[2] Βεβαίως, αναφέρομαι σε νοικοκυριά με αντικειμενικές δυσκολίες εκπλήρωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων ανεξάρτητα από το πώς περιήλθαν σ’ αυτήν την δυσχερή κατάσταση (κάτι που επισημαίνεται και στην Εισηγητική Έκθεση του ν. 3869/2010). Αλλά κι εκτός αυτού είναι τουλάχιστον απάνθρωπο και ανήθικο, δικαστές να θεωρούν τον φτωχό ως υπεύθυνο της φτώχιας του. ΝΤΡΟΠΗ και ΑΙΣΧΟΣ για όλους τους. Σε τελευταία ανάλυση: «Καλή ‘ναι η Δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος.» (Νίκος Καζαντζάκης).
[3] Αξίζει να διαβάσει κανείς, κυρίως για τις ιστορικές αναφορές του, σχετικό άρθρο του Στ. Μάνου στην Καθημερινή (19/7/09) με τίτλο «Αντισυνταγματική η επιβολή της έκτακτης εισφοράς».
[4] Πχ. Πριν λίγα χρόνια η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής απευθύνει μια προσεκτική και τυπική πρόσκληση στον Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Γ. Καλαμίδα ο οποίος απαντά: «Δεν συνάδει προς το κύρος της Δικαιοσύνης να απαντά σε ερωτήσεις 13 μελών της κοινοβουλευτικής επιτροπής.» Ας παραβλέψουμε ότι ανάλογη πρόσκληση είχε αποδεχτεί ο Πρόεδρος του ΣτΕ Π. Πικραμένος που χαρακτήρισε τον διάλογο με τα μέλη της επιτροπής «γόνιμο». Ο Καλαμίδας ξέρει ότι ο ίδιος ΔΕΝ έχει κάποια 100% ανεξάρτητη εξουσία ούτε αυτή που έχει είναι θεόσταλτη. Ξέρει ότι τα μέλη της επιτροπής αντλούν το κύρος τους από την μία και μοναδική πηγή εξουσιών που είναι ο λαός που τα εξέλεξε. Προτίμησε όμως να γράψει στα παπούτσια του, όχι την επιτροπή αλλά τον ελληνικό λαό. «Άξιος».
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου