Αυτό δεν είναι ένα θέμα για παιδιά. Ούτε παραμύθι, ούτε θρύλος που έφτασε ως στις μέρες μας, ούτε ιστορία να τη διηγηθείς σε νυσταγμένα πιτσιρικάκια. (Αν και κάποτε τα γεγονότα που οδήγησαν εκεί θα γραφτούν στις πιο μαύρες σελίδες της).
Tης Κλαίρης Τζωρτζάκη
Είναι μια σύντομη αναφορά σε έναν κλόουν που μια φορά κι έναν καιρό, μόλις πριν από λίγες ημέρες δηλαδή, γύριζε στους δρόμους και έκανε γκριμάτσες και κολπάκια, ίσως και μαγικά, μπορεί να εμφάνιζε λαγούς ή να εξαφάνιζε τραπουλόχαρτα, σίγουρα χόρευε, τραγουδούσε, σκόνταφτε χωρίς να πέφτει, να μωρέ, αυτά τα χαζά που κάνουν όλοι οι κλόουν του κόσμου σε τσίρκο ή παιδικά πάρτι. Αυτός, όμως, είπαμε: »Δούλευε» στους δρόμους, για τα παιδιά των δρόμων, μπροστά από σκηνικά τρομακτικά, πραγματικά σκηνικά γι αυτό και τρομακτικά, αλλά ήταν αυτό που είχε αποφασίσει ότι ήθελε να κάνει.Να βγάζει από το καπέλο του μια επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας και κανονικότητας σε μικρά πανικόβλητα πλάσματα.
Αν τον ρωτούσαμε εμείς οι Έλληνες πώς τον λένε σίγουρα θα κάναμε φιλότιμες προσπάθειες για να μην γελάσουμε όταν θα ακούγαμε την απάντησή του: »με λένε Άνα». Η ιστορία του έχει καλούς και φυσικά έχει και κακούς αλλά ειλικρινά, σε αυτήν εδώ την αφήγηση δεν μας νοιάζει σε ποιων την πλευρά έτυχε να γεννηθεί.
Πού γεννήθηκε; Κάπου στη Συρία. Κι αυτό όλο κι όλο είναι αρκετό για να ξέρουμε. Τον απομονώνουμε από ένα σκηνικό πολέμου για να τον τοποθετήσουμε σε ένα σκηνικό παραμυθιού. Η ηλικία του εξάλλου μας βοηθά: εικοσιτεσσάρων ετών. Αλλά και τα όνειρά του μας βοηθούν γιατί παντρεύτηκε την κοπελιά του μόλις πριν από δύο μήνες, μέσα σ’ αυτά τα σκηνικά που είπαμε λίγο πιο πριν, τα οποία σίγουρα δεν θα τον εμπόδιζαν να κάνει και ο ίδιος δυο τρία παιδιά. Η οικογένειά του, (γονείς, αδέλφια) όταν άρχισαν τα δύσκολα, εγκατέλειψε άρον άρον την πόλη, κάτι που δεν έκανε ο ίδιος, ίσως γιατί στη γειτονιά του, στην περιοχή του, στην πατρίδα του ο μισός πληθυσμός είναι παιδιά. Κι αυτός είναι κλόουν. Όχι δάσκαλος, όχι ιερέας, όχι στρατιώτης. Κλόουν. Και ένας κλόουν ξέρει τη δουλειά του.
Δεν θα σας πω αν ήταν βόμβα, αν πάτησε νάρκη, αν τον βρήκε αδέσποτη σφαίρα. Θα σας πω απλώς ότι δεν »έφυγε» όπως λέμε για τους πεθαμένους, εμείς οι Δυτικοί όταν θέλουμε να ξορκίσουμε τον θάνατο. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι έφυγε από το πόστο του, από τη δουλειά του, ότι βαρέθηκε, φοβήθηκε, εγκατέλειψε ή ό,τι γούσταρε, τέλος πάντων, και αποφάσισε ένα άλλο ταξίδι.
29 Νοεμβρίου 2016
Σκοτώθηκε, λοιπόν. Πέθανε. Πάπαλα, πώς το λένε. Έγινε, κυριολεκτικά, χίλια κομμάτια, δύο, εκατό χιλιάδες μη σου πω, ακριβώς ένα για κάθε παιδί που είχε γελάσει εξαιτίας του.
Θα μνημονεύσω το πλήρες όνομά του, έτσι, για την τιμή των όπλων που δεν κράτησε:
Άνας αλ Μπασά
Πρωταγωνιστής μιας ιστορίας μόνο για παιδιά αλλά, δυστυχώς, αυστηρώς ακατάλληλης για ανηλίκους στο τελείωμά της.
koutipandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου