Αλήθεια, το πένθος καταργεί το δικαίωμα σου να διαμαρτυρηθείς ή να διεκδικείς;
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι σαν το ασανσέρ στην πυρκαγιά.
"Όταν ακριβώς το χρειάζεσαι περισσότερο, τότε είναι που τίθεται εκτός λειτουργίας"
ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΙΟΣ ακριβώς έχει πει τα λόγια αυτά, ομολογώ πάντως ότι τα ξαναθυμήθηκα αυτές τις μέρες της πανδημίας. Τα δικαιώματα, ωστόσο, στα δύσκολα τα θέλεις. Όταν επιδοκιμάζουμε κάποιον, πολλώ δε μάλλον μια κυβέρνηση, η ελευθερία της έκφρασης είναι περιττή. Όλοι θέλουν να ακούνε φιλοφρονήσεις. Στο απειλητικό, στο προσβλητικό, στο επικίνδυνο: εκεί δοκιμάζεται η αντοχή της ελευθερίας του λόγου. Στην εποχή της πανδημίας, για παράδειγμα, που μας λένε να σιωπούμε. Όντως, η αξίωση της σιγής μπορεί να βρίσκει έρεισμα, διότι οι καιροί είναι ζόρικοι: η πανδημία δεν είναι ματς να κάνουμε όλοι τους προπονητές σε ένα καφενείο. Θέλει ευθύνη περισσή, πράγματι. Η ευθύνη όμως σημαίνει σιωπή; Η τοποθέτηση, η αντίρρηση η διεκδίκηση σημαίνει κατ' ανάγκην, συλλήβδην, ανευθυνότητα;
H πανδημία είναι μια ύψιστη δοκιμασία της κοινότητας. Στη δοκιμασία αυτή δεν μπορεί να προτάσσεται το εγωιστικό δικαίωμα εκάστου αλλά το συλλογικό καθήκον έναντι του δημόσιου αγαθού της υγείας. Επομένως, η σιωπή και η συμμόρφωση προκρίνονται. Καθείς σπίτι του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όταν αυτό δεν γίνεται κατανοητό, τότε αναγκαστικά επιβάλλεται. Αν κάποιοι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ζούμε μια έκτακτη συνθήκη και συμπεριφέρονται όσο ανέμελα συμπεριφέρονταν πριν, μόνο ένας θεσμός έχει τον τρόπο να τους αντιμετωπίσει: το κράτος με τη βία του.
Βλέπουμε προβεβλημένους γιατρούς και καθηγητές να συνηγορούν για σκληρότερα μέτρα, αλλά την ίδια στιγμή οι ίδιοι λένε ότι δεν θα διαπραγματευτούν το αν θα κοινωνήσουν στην Εκκλησία. Αλήθεια, μπορεί να σκεφτεί κανείς πιο επικίνδυνους αρνητές του ιού; Βλέπουμε υπουργούς να «πανηγυρίζουν» που δεν έχουμε 200 αλλά 100 νεκρούς και άλλα αδιανόητα.
Υπήρξαν στιγμές που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε τον υγειονομικό κίνδυνο αλλά άλλους: για «κατάσταση πολιορκίας» κάνει λόγο το Σύνταγμά μας (άρθρο 48), όπως άλλωστε και πολλά συντάγματα του κόσμου. Ακόμη κι αν η πανδημία δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα, εύκολα και εύλογα συνάγεται ότι είναι ικανός λόγος για να επιβληθεί πρωτοφανής περιστολή δικαιωμάτων, προκειμένου να επιτύχουμε την υποχρέωση απόλυτης προστασίας της ανθρώπινης ζωής διά της συνδυαστικής προστασίας του με το δικαίωμα στην υγεία, τόσο από την ατομική όσο και την κοινωνική του οπτική. Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα επιτρέπει την επίταξη κινητών και ακινήτων «για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία» (άρθρο 18).
Και όμως! Το μόνο που προβλέπεται συνταγματικά με ρητό τρόπο για την αντιμετώπιση του υγειονομικού κινδύνου είναι αυτό που δεν έγινε. Ή, μάλλον, επιτάξεις ως τώρα έγιναν μόνο σε δύο μικρές κλινικές στη Θεσσαλονίκη και μόλις πριν από λίγες μέρες. Αυτό είναι ερώτημα αναπόδραστο. Δεν μπορούμε να μην το θέσουμε. Από την άλλη, την ίδια στιγμή που οι λέξεις «πόλεμος» και «εχθρός» έχουν γίνει ψωμοτύρι στο στόμα των κρατούντων, βιώνουμε παράξενες και αντιφατικές καταστάσεις για «πόλεμο».
Βλέπουμε τον ιδιωτικό υγειονομικό τομέα να επιχειρηματολογεί, δέκα μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας, ότι δεν είναι ακόμη έτοιμος να δώσει αυτόν τον αγώνα και να αρνείται τις επιτάξεις. Βλέπουμε προβεβλημένους γιατρούς και καθηγητές να συνηγορούν για σκληρότερα μέτρα, αλλά την ίδια στιγμή οι ίδιοι λένε ότι δεν θα διαπραγματευτούν το αν θα κοινωνήσουν στην Εκκλησία. Αλήθεια, μπορεί να σκεφτεί κανείς πιο επικίνδυνους αρνητές του ιού; Βλέπουμε υπουργούς να «πανηγυρίζουν» που δεν έχουμε 200 αλλά 100 νεκρούς και άλλα αδιανόητα. Παράξενος «πόλεμος»...
Σκέψου να πολεμάς, να γυρνάς να θάψεις εξαντλημένος τους νεκρούς σου και την ίδια στιγμή οι δίπλα στρατιώτες να γυαλίζουν τα παπούτσια τους επιδοτούμενοι. Πιο δίπλα, ο ένας στρατηγός να πανηγυρίζει επειδή θα μπορούσες να θάβεις διπλάσιους, ενώ ο άλλος στρατηγός να δηλώνει ευθαρσώς πως κάνει ό,τι ακριβώς απαγορεύεται. Δεν θα έρθει η στιγμή της διαμαρτυρίας; Δεν θα σκεφτείς μόνο «πώς τα καταφέραμε έτσι;» αλλά και (σε άμεση σχέση με αυτό) «τι πρέπει να κάνουμε σήμερα και αύριο, τι να μην κάνουμε κ.λπ.». Το ερώτημα δεν είναι στείρα καταγγελία αλλά ό,τι γονιμότερο για την κοινότητα. Κι αν τυχόν αρχίσεις να διερωτάσαι «γιατί φτάσαμε ως εδώ;», διεκδικώντας το δικαίωμά σου να πεις μια κουβέντα, θα ακούσεις πως στο πένθος δεν μπορείς να συζητάς για δικαιώματα: καμία ουσιαστική δημόσια ελευθερία δεν μπορεί να ανθήσει στο πένθος και την απώλεια, διάβαζα προ ημερών.
Αλήθεια, το πένθος καταργεί το δικαίωμα σου να διαμαρτυρηθείς ή να διεκδικείς; Όπως το κατάργησε το 2001, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Και τότε δεν μπορούσες να πεις άχνα. Όσοι ψέλλισαν τις αντιρρήσεις τους στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ απάντησαν στη συμφορά τους κατηγορήθηκαν για προδοσία του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας. Από την επομένη των στρατιωτικών επεμβάσεων σε Αφγανιστάν και Ιράκ, όμως, πληρώνουμε τη δυτική αφροσύνη με διαλυμένα κράτη από το ένα άκρο της Ασίας στο άλλο. Η μία χώρα μετά την άλλη ξερνάνε πρόσφυγες. Κι όταν αυτοί μας χτυπάνε την πόρτα, εμείς αναστέλλουμε τη Σύμβαση της Γενεύης. Έτσι δεν κάνουμε; Τα δικαιώματα δεν λειτουργούν όταν τα χρειάζεσαι.
ΘΑ ΤΟ ΔΕΧΤΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΑΥΤΟ; Η δημοκρατία υποφέρει στην πανδημία, όπως είναι καταδικασμένη να υποφέρει σε κάθε έκτακτη ανάγκη. Αυτό όμως δεν σημαίνει σιωπή. Καμία επιστημονική άποψη, όσο ισχυρή κι αν είναι, δεν είναι οριστική. Η διχογνωμία βρίσκεται στον πυρήνα της επιστήμης και της δημοκρατίας συνάμα.
Στη μακρά της διάρκεια, η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης δεν θα κριθεί από το αν θα φτιάξει μια άτρωτη κοινωνία, όπως κάποιοι βιολόγοι μπορεί να πιστεύουν στην αυτάρκεια των προηγμένων εργαστηρίων τους. Θα κριθούμε από το αν θα καταφέρουμε να φτιάξουμε μια ανθεκτική κοινωνία σε μακρά διάρκεια. Άλλο η άτρωτη ανοσία κι άλλο η θωράκιση. Η πρώτη, στα μάτια μου, έχει κάτι το μεταφυσικό. Κάτι καλοπροαίρετα υπερφίαλο. Η κοινωνία είναι εξ ορισμού τρωτή. Το ίδιο ισχύει για τη δημοκρατία. Καμία δημοκρατία δεν είναι άτρωτη. Όπως αποζητάμε μια κοινωνία ανθεκτική στην υγειονομική κρίση, διεκδικούμε και μια ανθεκτική δημοκρατία.
Όπως πρέπει να πλένουμε τα χέρια μας, έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε αν ο δρόμος που βαδίζουμε είναι ο σωστός. Τη στιγμή που δεν συνωστιζόμαστε, οφείλουμε να διεκδικούμε. Σαν διεκδικήσεις αρχίζουν να αναπνέουν τα δικαιώματα. Χωρίς διεκδικήσεις, μαραίνονται. Δεν γίνεται να ζήσουμε χωρίς κριτική.
Κατά τα λοιπά, τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Ας σκεφτούμε ότι στο τέλος του 2020 έχουμε έναν Αμερικανό Πρόεδρο που αρνείται να εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο και μια καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας από τις εννιά το βράδυ σε κάμποσες δυτικές χώρες. Η πραγματικότητα ξεπερνά και τα πιο ευφάνταστα σενάρια. Η άσκηση της ανθεκτικότητας είναι η διαμαρτυρία, ο διάλογος, ακόμη και ο σκληρός διάλογος. Η κριτική. Και η κακοπροαίρετη. Αλήθεια, πού ακούστηκε ότι η κριτική θα είναι μόνο καλοπροαίρετη; Και πώς γίνεται αυτό άραγε;
Η πανδημία με τη δημοκρατία ετυμολογικά συγγενεύουν: έχουν κοινό συνθετικό τον «δήμο». Η μία για καλό, η άλλη για συμφορά. Τα δικαιώματα δεν εξαϋλώνονται στη συμφορά. Εκεί ακριβώς είναι που χρειάζονται. Όπως πρέπει να πλένουμε τα χέρια μας, έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε αν ο δρόμος που βαδίζουμε είναι ο σωστός. Τη στιγμή που δεν συνωστιζόμαστε, οφείλουμε να διεκδικούμε. Σαν διεκδικήσεις αρχίζουν να αναπνέουν τα δικαιώματα. Χωρίς διεκδικήσεις, μαραίνονται. Δεν γίνεται να ζήσουμε χωρίς κριτική. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να καταλαγιάσει χωρίς έναν πυρήνα ελευθεριών της. Και στην πανδημία.
Για να αντέξει η δημοκρατία χρειάζεται άσκηση, αγώνα, αλλιώς σκουριάζει. Καμία δημοκρατία δεν είναι δεδομένη. Καθημερινά δοκιμάζεται. Ας το πάρουμε απόφαση: η κοινωνία και η δημοκρατία δεν είναι άτρωτες. Ανθεκτικές πρέπει να είναι, για να μην καταλήξουν υγειονομικά και πολιτειακά διάτρητες.
LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου