Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Μας ξανάρχονται ένα ένα


Επανίδρυση του διαβόητου «Σπουδαστικού» της Ασφάλειας

του Τάσου Κωστόπουλου

Την 1η Οκτωβρίου 1974, δυο μήνες μετά την κατάρρευση της χούντας, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης Καραμανλή ανακοίνωσε την κατάργηση του «Σπουδαστικού» (επισήμως: «Τμήμα Πνευματικής Κινήσεως») της Ασφάλειας. Ο επικεφαλής του, αστυνόμος Κωνσταντίνος Καραπαναγιώτης, είχε τεθεί ήδη από τις 11/9 σε διαθεσιμότητα (μαζί με τους υπαρχηγούς του Ιωάννη Καλύβα, Κωνσταντίνο Σμαΐλη, Βασίλειο Κραββαρίτη και 13 ακόμη συναδέλφους τους) «διότι εξετέθησαν ανεπανορθώτως εις την κοινήν γνώμην» με τις αποκαλύψεις για τις επιδόσεις τους στον βασανισμό κρατουμένων επί δικτατορίας.

Καραπαναγιώτης, Κραββαρίτης και Καλύβας καταδικάστηκαν τελικά το 1976 σε κάμποσους μήνες φυλάκισης για σωματικές βλάβες κρατουμένων (αυτά καθαυτά τα βασανιστήρια δεν συνιστούσαν, βλέπεις, αυτοτελές ποινικό αδίκημα μέχρι τον Ν.1500 του 1984). Απόβλητοι από τη μεταπολιτευτική αστυνομία, οι περισσότεροι βρήκαν στέγη τα επόμενα χρόνια στον Ομιλο Λάτση, ως προσωπικό ασφαλείας στις εγκαταστάσεις του στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας.

Η κατάδειξη των ορίων της μεταπολιτευτικής «κάθαρσης» κάθε άλλο παρά αναίρεσε, βέβαια, τη σημασία της κατάργησης του «Σπουδαστικού», ως αποφασιστικής τομής για την απαλλαγή των ελληνικών ΑΕΙ από τον βραχνά της ασφυκτικής αστυνομικής επιτήρησης και τρομοκρατίας. Οπως και σε ουκ ολίγες ακόμη πτυχές του μεταπολιτευτικού εκδημοκρατισμού, η τομή αυτή δεν σημειώθηκε σε σχέση μόνο με το χουντικό αλλά και με το προδικτατορικό παρελθόν, όταν το «Σπουδαστικό» λειτουργούσε ως μηχανισμός πρωτοβάθμιας καταστολής του φοιτητικού κινήματος: τρομοκρατώντας προληπτικά τους λιγότερο αποφασισμένους, υπαγορεύοντας συλλήψεις των πιο ενεργών και ψευδομαρτυρώντας συστηματικά στα δικαστήρια· χρηματοδοτώντας, επίσης, και καθοδηγώντας τους «εθνικιστές» της φασίζουσας ΕΚΟΦ, της «ακομμάτιστης» παρακρατικής οργάνωσης που δρούσε ως αιχμή του δόρατος της κυβερνητικής Δεξιάς στα ΑΕΙ.

Εξ ου και η κατάργησή του αποτελούσε τη δεκαετία του 1960 πάγιο αίτημα όχι μόνο της ΕΔΑ και των «Λαμπράκηδων» αλλά και της νεολαίας της Ενωσης Κέντρου. Αίτημα που, όπως και τόσα άλλα, υλοποιήθηκε κατά την πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης, όχι μόνο ως παραχώρηση σ’ ένα φοιτητικό κίνημα που έβγαινε από τη δικτατορία με τις δάφνες της μαζικής αντίστασης αλλά και για έναν συμπληρωματικό λόγο: οι αστυνομικοί που το επάνδρωναν προδικτατορικά, ως θεματοφύλακες της εθνικής και πολιτικής «κανονικότητας» στα ΑΕΙ, ήταν τα ίδια πρόσωπα μ’ εκείνους που ξεσάλωσαν επί χούντας, ως βασανιστές των δημοκρατών φοιτητών που συλλαμβάνονταν ή καλούνταν στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν των».

Η εποχή της διακριτικότητας

Την κατάργηση του «Σπουδαστικού» ακολούθησε μισός αιώνας δημοκρατίας, στη διάρκεια του οποίου η αστυνόμευση του φοιτητικού κινήματος κατέστη λίγο-πολύ αθέατη. Οπως επιβεβαιώνεται από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό, η επιτήρηση των τεκταινόμενων στους πανεπιστημιακούς χώρους από τα Σώματα Ασφαλείας συνεχίστηκε μεν, πραγματοποιούνταν ωστόσο εξ αποστάσεως, με κάποιες δύσκολα ομολογήσιμες απολήξεις στο εσωτερικό του.

Σε παλιότερο αφιέρωμά μας στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1987 παραθέσαμε λ.χ. τις υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. που κατέγραφαν τις κινήσεις κάθε συνιστώσας του κινήματος, δίχως να εμπλέκονται εμφανώς στην καθημερινότητά του («Εφ.Συν.», 11/11/2017). Για την έκταση αυτής της επιτήρησης, τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι σποραδικά μεν, αρκετά εύγλωττα δε.

Στις 28 Αυγούστου 1989, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για το κάψιμο των «φακέλων» από την κυβέρνηση Τζαννετάκη, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης της τελευταίας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, έδωσε στη δημοσιότητα μια δεκαριά τεκμήρια αστυνομικής παρακολούθησης πολιτικών χώρων από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.

Ανάμεσά τους κι ένα «Δελτίον Πληροφοριών» (25/11/1988) ειδικά για το περιοδικό «Και μη χειρότερα» που εξέδιδε η αριστερή Συνεργασία Ανεξάρτητων Φιλοσοφικής (ΣΑΦ), με πληροφορίες για το πού συνεδρίαζαν οι συντάκτες του και λεπτομερή στοιχεία (ονοματεπώνυμο, αριθμό ταυτότητας, κατοικία και αρμόδιο αστυνομικό τμήμα) τεσσάρων «μελών της συντονιστικής γραμματείας και της εκδοτικής ομάδας» του.

Στην πραγματικότητα, ένα τέτοιο όργανο ήταν παντελώς φανταστικό. Απλώς, οι τέσσερις κατονομαζόμενοι ήταν τότε ενεργά μέλη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, τα ονόματα των οποίων τα λαγωνικά της Ασφάλειας ξεχώρισαν από τον κατάλογο της πολυμελούς συντακτικής επιτροπής που αναγραφόταν στο περιοδικό, δίχως σχέση με την πραγματική συμβολή καθενός τους στη σύνταξή του. Λεπτομέρεια που, όπως εύστοχα επισήμανε ένας από τους τέσσερις στο περιοδικό «Σχολιαστής» (9/1989, σ.14), «φανερώνει σαφώς ένα γενικευμένο φακέλωμα πολιτών από την Ασφάλεια».

Τον Ιανουάριο του 1991, πάλι, τις κρίσιμες μέρες μετά τη δολοφονία του αριστερού καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από ομάδα κρούσης της ΟΝΝΕΔ, στην κατειλημμένη Νομική Αθηνών οι θυρωροί που ξέραμε από χρόνια αντικαταστάθηκαν ξαφνικά από κάτι μυστήριες φάτσες που έκαναν μπαμ ότι προέρχονταν από άλλη υπηρεσία. Καθώς οι πολιτικοστρατιωτικοί συσχετισμοί δεν επέτρεπαν την επίλυση του προβλήματος με ριζικές μεθόδους, ακολούθησε μία εβδομάδα ανήσυχης συμβίωσης ώσπου, με την επάνοδο στην κανονικότητα, επανήλθαν και οι κανονικοί θυρωροί. Ενας από αυτούς προειδοποίησε, μάλιστα, εμπιστευτικά φοιτητή επί πτυχίω, που λόγω ηλικίας και αμφίεσης φαινόταν να πρωτοστατεί στα τεκταινόμενα, «να προσέχει» γιατί «τον έχουν εντοπίσει» -ποιοι ακριβώς και πώς ο ίδιος το πληροφορήθηκε, δεν χρειάστηκε να διευκρινίσει.

Επεισοδιακότερος υπήρξε ο εντοπισμός ασφαλίτη με πλαστή ταυτότητα κατά τη διάρκεια συζήτησης αναρχικών στο Χημείο, λίγο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ (18/1/1982).

Σε ηπιότερες φάσεις, την ίδια δουλειά φαίνεται πάλι πως έκαναν συγκεκριμένοι φοιτητές τής (εκάστοτε κυβερνητικής) ΠΑΣΠ ή ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, οι οποίοι –παρά τα ακραιφνή παπανδρεϊκά ή ακροδεξιά τους «πιστεύω»– είχαν την περίεργη συνήθεια να παρατηρούν «τυχαία» εκ του συστάδην κάθε ακροαριστερή ή αντιεξουσιαστική συγκέντρωση που πραγματοποιούνταν στα Προπύλαια.

Παρά τον εμπλουτισμό των υπηρεσιακών φακέλων, όλες αυτές οι πρακτικές παρέμεναν ωστόσο ως επί το πλείστον διακριτικές ή αθέατες. Σε αντίθεση με παλιότερους καιρούς, οι επιπτώσεις τους στη μετέπειτα ζωή και σταδιοδρομία των χαφιεδιζόμενων υπήρξαν δε μάλλον αμελητέες. Η διακριτικότητα αυτή περιόρισε επίσης σε μεγάλο βαθμό τις τριβές στο εσωτερικό των ΑΕΙ, σε αντίθεση με όσα υπόσχεται η επικείμενη «μεταρρύθμιση» των κ.κ. Μητσοτάκη και Χρυσοχοΐδη.

Το νέο «Σπουδαστικό»

Μισό σχεδόν αιώνα μετά, φαίνεται γαρ πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να αποκατασταθεί η τιμή του αδικοχαμένου «Σπουδαστικού» με την πανηγυρική –και «εκσυγχρονισμένη»– ανασύστασή του από την κυβέρνηση του ανέμελου ποδηλάτη της Πάρνηθας. Μετά την αναβίωση της αλήστου μνήμης παπαδοπουλικής νομοθεσίας του 1971-1972 για τις διαδηλώσεις με τον Ν.4703 (βλ. «Εφ.Συν.» 24/6/2020), η «Καθημερινή» του περασμένου Σαββάτου προανήγγειλε πρωτοσέλιδα τη σύσταση ειδικού σώματος της ΕΛ.ΑΣ., δύναμης 500-1.000 ανδρών, οπλισμένων με κλομπ και χειροπέδες, που «θα ανήκουν οργανικά στην ΕΛ.ΑΣ», θα περιπολούν μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους και «στις περιπτώσεις που διαπιστώνουν αδικήματα τα οποία διώκονται αυτεπάγγελτα, θα κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να απαιτείται άνωθεν εντολή»· «σε άλλες πιο σύνθετες περιπτώσεις θα βρίσκονται σε συνεννόηση με τον αντιπρύτανη».

Τα βασικά σημεία του δημοσιεύματος επιβεβαιώθηκαν την Τρίτη κατά τη συνάντηση Χρυσοχοΐδη - Κεραμέως - Διγαλάκη με τους πρυτάνεις και την ΠΟΣΔΕΠ. Υπενθυμίζουμε ότι αυτεπάγγελτο αδίκημα συνιστά ακόμη και η «διέγερση σε ανυπακοή», τουτέστιν το δημόσια κάλεσμα «σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής» (ΠΚ 183). Πεδίον δόξης λαμπρόν, συνεπώς, για το νέο σώμα, μόλις οι άνδρες του βρεθούν απέναντι και στις ειρηνικότερες ακόμη εκφάνσεις του φοιτητικού ριζοσπαστισμού –από αφίσες κι εφημερίδες τοίχου μέχρι τραπεζάκια με υλικό που θα τους μυρίζει «απείθεια».

Εξίσου διαφωτιστική ήταν η προαναγγελία όσον αφορά τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της νέας υπηρεσίας: «Τα άτομα που θα τη στελεχώσουν θα μπουν στην αστυνομία με την ίδια διαδικασία-εξπρές που εφαρμόστηκε για την πρόσληψη των 1.500 ειδικών φρουρών στα τέλη του 2019. Μετά την επιλογή τους θα παρακολουθήσουν πρόγραμμα εκπαίδευσης ίδιο με εκείνο των νεοπροσληφθέντων ειδικών φρουρών», συν ένα «γύρο μαθημάτων προκειμένου να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες απαιτήσεις και χαρακτηριστικά των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων». Προσλήψεις εξπρές (εκτός πανελληνίων), λοιπόν, και εκπαίδευση ειδικών φρουρών –αποδεδειγμένου δηλαδή επαγγελματισμού, αξιοπιστίας και προ παντός ψυχραιμίας...

Το μόνο που μένει ακόμη αδιευκρίνιστο, εκτός από τον ακριβή αριθμό των αστυνομικών που θα σταλούν σε κάθε ίδρυμα, είναι σύμφωνα με την «Καθημερινή» το όνομα της υπηρεσίας: «Εως τώρα φέρει τον τίτλο “ομάδα προστασίας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων”. Καθώς όμως το αρκτικόλεξο ΟΠΠΙ δεν θεωρείται εύηχο, η μετονομασία της θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη».

Για να κάνει αποδεκτό το νέο κατασταλτικό άλμα, μετά την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και την ουσιαστική ποινικοποίηση των διαδηλώσεων, η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να το εμφανίσει ως αναγκαία προσαρμογή στα ευρωπαϊκά κι υπερατλαντικά πρότυπα. Σχετικό δημοσίευμα της «Καθημερινής» (9/11), βασισμένο σε δηλώσεις ορισμένων πάλαι ποτέ φοιτητών του εξωτερικού κι ενός πανεπιστημιακού στη Βρετανία, εμφανίζει λ.χ. τον έλεγχο ταυτοτήτων στην είσοδο των ΑΕΙ και την ολοκληρωτική απαγόρευση εισόδου σε «εξωπανεπιστημιακούς» σαν πανταχού παρούσα πραγματικότητα, που μόνο η ελληνική παραξενιά επιμένει να θεωρεί υπερβολική.

Ο γράφων έχει όμως μπει και βγει την τελευταία δεκαπενταετία σε πανεπιστήμια διαφόρων χωρών, από τη Γερμανία και τη Γαλλία μέχρι τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία· ποτέ και πουθενά δεν του απαγορεύθηκε η είσοδος ούτε του ζητήθηκε να επιδείξει ταυτότητα ή διαβατήριο, με μόνη εξαίρεση το Μεσανατολικό Πολυτεχνείο της Αγκυρας, σε μια χώρα που κάθε άλλο παρά παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί για μια πολιτεία που θέλει να λέγεται δημοκρατική. Ακόμη κι εκεί όπου υπάρχει έλεγχος εισόδου (σε πανεπιστήμια λ.χ. της Βρετανίας, μαζί με τσουχτερά δίδακτρα κι ένα σύστημα δαπανηρότατης ιδιωτικοποίησης της φοιτητικής μέριμνας, ή σε κάποια περιφερειακά ΑΕΙ του Παρισιού που αντιμετώπισαν οξυμένα προβλήματα σοβαρής εγκληματικότητας, ένοπλες ληστείες δηλαδή και βιασμούς), αυτός έχει ανατεθεί σε προσωπικό ασφαλείας του ίδιου του ιδρύματος. Οχι στην αστυνομία, πόσο μάλλον σε κάποια λάιτ εκδοχή ΜΑΤ.

Εγγύηση βίας

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς πως η εγκατάσταση των ΟΠΠΙδων (ή όπως αλλιώς ονομαστούν) εντός των ΑΕΙ, σε σταθερή πλέον βάση και συνθήκες καθημερινότητας, είναι ένα εγχείρημα δομικά διαφορετικό από τις επιχειρήσεις καταστολής κάποιων σποραδικών βιαιοτήτων. Οχι μόνο δεν πρόκειται να περιορίσει τα όποια επεισόδια, αλλά θα τα πολλαπλασιάσει μέσω της διαρκούς τριβής που αναπόφευκτα θα επιφέρει ο ενοφθαλμισμός αυτού του ξένου σώματος στους πανεπιστημιακούς χώρους.

Νεαρά κατά τεκμήριο αρσενικά, φορτωμένα με όλα τα συμπλέγματα κατωτερότητας που γεννά ένα εκπαιδευτικό σύστημα επικεντρωμένο σχεδόν αποκλειστικά στις εισαγωγικές εξετάσεις, οπλισμένα όμως και διαποτισμένα με την αίσθηση εξουσίας και ατιμωρησίας που έχει εμφυτευθεί στην ΕΛ.ΑΣ. την τελευταία χρονιά, επισήμως επιφορτισμένα, τέλος, με την πάταξη της «ανομίας» σ’ έναν αφιλόξενο γι’ αυτά χώρο, θα βρεθούν απέναντι σε μια νεολαία με πολύ διαφορετική κουλτούρα και συμπεριφορές, που θα τα αντιμετωπίζει άλλοτε αφ’ υψηλού, άλλοτε με απροκάλυπτη εχθρότητα κι άλλοτε με διάχυτη καχυποψία.

Η διαχείριση των συνακόλουθων εντάσεων δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση κι ο καθένας μπορεί να φανταστεί τις μορφές που θα πάρει, όταν κάποια ροπαλοφόρα και χειροπεδοφόρα όργανα θελήσουν να υποστυλώσουν το πληγωμένο Εγώ τους με μια διευρυμένη ερμηνεία των υπηρεσιακών τους καθηκόντων – πόσο μάλλον αν έχουν την επίγνωση ότι, με τις επίσης εξαγγελθείσες νέες πειθαρχικές ρυθμίσεις, θα μπορούν να διώξουν από το πανεπιστήμιο όποιον βάλουν στο μάτι. Εξίσου διαγνώσιμες είναι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτής της παρουσίας και στη συνοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας, με τον αναπόφευκτο στιγματισμό όσων από τα μέλη της αναπτύξουν με το νέο σώμα σχέσεις κάπως παραπάνω από τυπικές.

Η ίδια η μεθόδευση αυτού του ενοφθαλμισμού, καθώς οργανώνεται επικοινωνιακά με πολεμικούς κυριολεκτικά τόνους, θυμίζει κάτι από τη ρωμαϊκού τύπου απόβαση των ΜΑΤ του κ. Χρυσοχοΐδη τον περασμένο Φλεβάρη στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Είναι δε γνωστό πώς ακριβώς αντιμετωπίζονται παρόμοιες εισβολές από ανθρώπινες κοινότητες με ισχυρή τοπική ή επαγγελματική ταυτότητα.

Με τα μάτια της Ολγας

Η ίδια η ιστορική εμπειρία του «Σπουδαστικού», πολύ κοντινότερη στην επιδιωκόμενη πάταξη μιας φοιτητικής «ανομίας» με πολιτικά χαρακτηριστικά από ό,τι τα άσχετα παραδείγματα τύπου Κέμπριτζ και Οξφόρδης, επιβεβαιώνει αυτές τις εκτιμήσεις. Οπως θυμούνται όλοι οι παλιοί φοιτητές της προδικτατορικής και χουντικής περιόδου που ρωτήσαμε σχετικά, η παρουσία των ασφαλιτών γινόταν εσκεμμένα αντιληπτή από όλο τον φοιτητικό πληθυσμό, καθώς λειτουργούσε ως μέθοδος προληπτικής καταστολής των ριζοσπαστικών διαθέσεων.

Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται από το βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη για τη Γενική Ασφάλεια επί χούντας («Μεσογείων 14-18», Αθήνα 2019) και τα ντοκουμέντα της υπηρεσίας που διέσωσε ο Φώντας Λάδης και διένειμε προ καιρού σε ειδική έκδοση η «Εφ.Συν.» («Πώς φακέλωναν τη γενιά του Πολυτεχνείου», Αθήνα 2017). Μια συνηθισμένη μέθοδος ήταν η κατάσχεση από τους ασφαλίτες των ταυτοτήτων των στοχοποιημένων φοιτητών, που έπρεπε να τις παραλάβουν από την τότε ΓΑΔΑ υφιστάμενοι τις συνέπειες –από απλή άσκηση ψυχολογικής πίεσης μέχρι ξυλοδαρμό.

Για τις καθημερινές, ωστόσο, τριβές που προκαλούσε η παρουσία των οργάνων στους πανεπιστημιακούς χώρους, ακόμη πιο εύγλωττη αποδεικνύεται η μαρτυρία της 22χρονης, τότε, φοιτήτριας Ολγας Τρέμη, κατά την κατάθεσή της το 1973 στη δίκη δυο φοιτητών που είχαν αντισταθεί στην προσπάθεια ασφαλίτη του «Σπουδαστικού» να κατάσχει την ταυτότητα του ενός. Σύμφωνα με το «Βήμα» (4/2/1973), «η φοιτήτρια της Νομικής Ολγα Τρέμη είπε ότι ο κ. Μαρκονίκος, υπεύθυνος της Ασφαλείας για το Πανεπιστήμιο, συμπεριφέρεται πολλές φορές κατά τρόπο προκλητικό και προσβλητικό. Και συνέχισε: “Είναι μόνιμος μάρτυς κατηγορίας σε όλες τις δίκες εναντίον φοιτητών”».

Διαφωτιστικότερη είναι η απόδοση της κατάθεσής της, όπως διασώθηκε στη φιλοχουντική «Ακρόπολι» της ίδιας μέρας: «Δεν γνωρίζω τους κατηγορουμένους. Ξέρω όμως τον κ. Μαρκονίκο. Ανήκει στο τμήμα της Γενικής Ασφαλείας που ελέγχει την πνευματική κίνησι. Επανειλημμένα έχει ζητήσει από μένα και από συναδέλφους μου τα στοιχεία μας. Η συμπεριφορά του είναι προκλητική και ιδιαίτερα προς τις κοπέλλες προσβλητική. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του ήταν να δημιουργηθούν και άλλα επεισόδια. Σε διάστημα ενός έτους προκάλεσε δύο παρόμοια επεισόδια».

Απέχουμε, βέβαια, ακόμη σε πολλά επίπεδα από τις μέρες της εθνοσωτηρίου. Οχι όμως στην αίσθηση ατιμωρησίας που προκλητικά αναδίδουν επί Μητσοτάκη - Χρυσοχοΐδη, ακόμη και on camera, ουκ ολίγοι αστυνομικοί των ειδικών μονάδων της ΕΛ.ΑΣ. των επιφορτισμένων με την πολιτική καταστολή. Μια επιστροφή της πανεπιστημιακής καθημερινότητας σε αυτό το κλίμα του 1973 θα πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από απλώς πιθανή.

EFSYN

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου