Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Βασιλείς και υπήκοοι

του Νίκου Θωμόπουλου

Πολλοί σοκάρονται με την πρωτοφανή αλαζονεία του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τη συνεχή προβολή των προνομίων του και την καταστρατήγηση των δημοκρατικών ηθών. Βοά ο τόπος για γαλαζοαίματους, Λουδοβίκους και Αντουανέτες. Όχι άδικα. Κανένας πρωθυπουργός μέχρι σήμερα δεν έχει τολμήσει να καταστήσει τόσο σαφή και νομοτελειακή την απόσταση που τον χωρίζει από το πλήθος των πολιτών, κανένας δεν έχει κάνει τέτοια προκλητική επίδειξη της ευζωίας του στα μάτια του λαού του. Και μάλιστα σε τόσο χαλεπούς καιρούς, μέσα στη δυσκολότερη κρίση που έχει βιώσει η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.

Ανέμελες ποδηλατάδες, την ώρα που ο κόσμος πεθαίνει και στενάζει στον εγκλεισμό του, ατελείωτες διακοπές, μπανάκια και χιονοδρομικές απολαύσεις, ενόσω οι πολίτες βουλιάζουν στην ανέχεια, την πείνα και την απόγνωση. Κι από δίπλα, η σύζυγος του Καίσαρα, η οποία απολαμβάνει πλήρως το ρόλο της ως αυτοκράτειρας, τρίβοντάς μας κατάμουτρα τις πολυτελείς της καρφίτσες, τα microneedling της και τα υπέρκομψα pret-a-porter της, αγνοώντας καραντίνες και νόμους εις το όνομα του πατρός, του υιού και του Dior πνεύματος.

Κακώς, όμως, μας εκπλήσσουν τέτοιες βασιλικές συμπεριφορές. Δε θα’πρεπε να πέφτουμε από τα σύννεφα. Ο κύριος Μητσοτάκης είναι αυτός που είναι. Και ακριβώς για αυτό είναι εκεί που είναι. Τα ξεχωριστά του προνόμια δεν είναι υπέρβαση του θεσμικού του αξιώματος, αλλά ο ίδιος ο λόγος που κατέχει αυτό το αξίωμα. Ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να υποδύεται πιστά το ρόλο του στο σενάριο που εμείς εγκρίναμε. Ποιός περίμενε από αυτόν να παίξει την Τιτίκα των Αθλίων ή το Ρομπέν των Φτωχών;

Είναι πρόδηλο, νομίζω, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναρριχήθηκε στην πολιτική και στον πρωθυπουργικό θώκο πρώτα και κύρια με όρους κληρονομικής διαδοχής. Στα μάτια των ψηφοφόρων, το όνομα και η συγγένεια βάραιναν περισσότερο από οποιοδήποτε ορθολογικό και αξιοκρατικό κριτήριο. Στο κοινωνικό συμβόλαιο που συνάψαμε μαζί του, προσυπογράφουμε εμείς οι ίδιοι τη νόθευση της δημοκρατίας με στοιχεία μοναρχίας και του δίνουμε το δικαίωμα να λειτουργεί ως διάδοχος του θρόνου. Προς επίρρωση αυτής της «φιλοβασιλικής» νοοτροπίας υπηκόου, φροντίσαμε να μοιράσουμε και άλλα σημαντικά αξιώματα σε άλλα μέλη της δυναστείας. Η δε κατ’επανάληψη εκλογή γόνων μεγάλων πολιτικών οικογενειών ως πρωθυπουργών και βουλευτών, επιβεβαιώνει ότι μιλάμε για ένα διαχρονικό, γενικευμένο φαινόμενο και όχι για μια μοναδική, τυχαία σύμπτωση.

Ζητώντας την ψήφο μας, ο κύριος Μητσοτάκης δεν προσποιήθηκε ότι είναι κάποιος άλλος. Δε φόρεσε ζιβάγκο, δεν το’παιξε λαϊκός, δεν έκρυψε τη μεγάλη περιουσία του και τις ελιτίστικες αντιλήψεις του. Αντιθέτως, μας κάλεσε να τον ψηφίσουμε για όλα αυτά που τον διαχωρίζουν από εμάς και αποτελούν τα σύμβολα του κύρους και της υπεροχής του, της «αριστείας» του: για τα ακριβά του κοστούμια που εμείς ποτέ δε θα φορέσουμε, για τα αμέτρητα σπίτια του που δεν θα αποκτήσουμε ούτε σε δέκα ζωές, για τα χρυσοπληρωμένα πτυχία του που τα παιδιά μας δεν θα δουν ούτε στο όνειρό τους, για τη μεγάλη ζωή του που δεν θα ζήσουμε. Μας το’πε ξεκάθαρα ο άνθρωπος, χωρίς περιστροφές, ότι η κοινωνική ανισότητα είναι μια φυσική νομοτέλεια. Κι εμείς το δεχτήκαμε.

Η συνταγή, καταπώς φαίνεται, πουλάει, κι έτσι, ως πρωθυπουργός, ο κύριος Μητσοτάκης φρόντισε να μας προσφέρει αφειδώς εικόνες από τη ζωή ενός λαμπερού, καλοζωισμένου, εύπορου, αριστοκράτη άρχοντα, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι άλλο αυτός κι άλλο εμείς.

Το απλό, λογικό ερώτημα που θα’κανε ένας απλός, λογικός άνθρωπος είναι γιατί στην ευχή ηδονίζεται ένας λαός που του λείπει ο άρτος με το θέαμα ενός ηγέτη που ζει πλουσιοπάροχα. Γιατί έχουμε επιστρέψει τόσο θριαμβευτικά στις ημέρες του Λουδοβίκου και της Αντουανέτας, λες και η άλωση της Βαστίλης δε συνέβη ποτέ;

Ανέκαθεν, κάθε βασιλιάς είχε ανάγκη από υπηκόους, οι οποίοι θα αποδεχτούν την υποτέλειά τους σ’αυτόν και θα αναγνωρίσουν την ξεχωριστή του θέση και τα δικαιώματά του. Αν, όμως, στην εποχή της απόλυτης μοναρχίας, ο βασιλιάς ασκούσε μια αυθαίρετη εξουσία Ελέω Θεού και με τη βία, σήμερα, μετά από αιώνες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, συνταγμάτων και με κατακτημένη την ισονομία και την ισοπολιτεία, πώς γίνεται αποδεκτό ένας εκλεγμένος πρωθυπουργός να συμπεριφέρεται ως αυθαίρετος, αλαζόνας ηγεμόνας, υπεράνω και έξω από την υπόλοιπη κοινωνία;

Είναι αλήθεια ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα ήταν πάντα, όπως έχει ονομαστεί, καχεκτική. Κάτι οι κοτζαμπάσηδες που σφετερίστηκαν την επανάσταση, κάτι οι ξενόφερτοι βασιλιάδες που επιβλήθηκαν, κάτι τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, κάτι οι εμφύλιοι, κάτι ο πανταχού παρών ξένος δάκτυλος, κάτι ο τυφλός κομματικός οπαδισμός, η σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου έχει σημαδευτεί από έναν έντονο ανορθολογισμό που θολώνει τη δημοκρατική κρίση και κλονίζει την πίστη στους θεσμούς. Η δεκαετία των μνημονίων αποτέλεσε την ταφόπλακα των δημοκρατικών ψευδαισθήσεων, διαχέοντας στην κοινωνία ένα μηδενιστικό πολιτικό αμοραλισμό και κυνισμό. Τα γνωστά τσιτάτα, «όλοι ίδιοι είναι», «δεν υπάρχει εναλλακτική», «το μη χείρον βέλτιστον», κτλ κτλ.

Όσο το ρήγμα στη σχέση λαού και πολιτικής βάθαινε, όσο οι πολιτικοί ως εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης απαξιώνονταν, όσο τα δημοκρατικά κριτήρια ακυρώνονταν, νέες αξίες εδραιώνονταν στο θυμικό των πολιτών-ψηφοφόρων. Τη θέση της θνήσκουσας δημοκρατικής Αγοράς κατέλαβε ολοκληρωτικά η οικονομία της αγοράς, επιβάλλοντας τους δικούς της κανόνες του παιχνιδιού και την ιδεολογία της.

Κι αφού οι παραδοσιακοί πολιτικοί απέτυχαν, ας υποδεχτούμε τους «αρίστους», τους πλουσίους, οι οποίοι, ως επιτυχημένοι επιχειρηματίες και μάνατζερς, είναι και αξιωματικά πιο ικανοί και αυτοδικαίως πιο κατάλληλοι να διοικήσουν το κράτος με όρους αγοράς. Έτσι λέει το νέο κλισέ, που πιπιλίζεται σαν καραμέλα. Και το άλλο βέβαια που ακούς συνέχεια, ως τάχαμου σοφιστεία, ότι αυτοί είναι χορτάτοι, και δεν έχουν ανάγκη να φάνε από τα δημόσια ταμεία, όχι σαν τους άλλους τους πεινασμένους που ανυπομονούν να πιάσουν την κουτάλα στα χέρια τους. Κάτι σαν αλτρουιστές, φιλάνθρωπους ευπόρους, που απαρνήθηκαν τις υψηλές, επαγγελματικές τους θέσεις και απολαβές, για να υπηρετήσουν με αυταπάρνηση την πατρίδα, τούς βλέπει ο νεοφιλελευθερισμός τους executive πολιτικούς νέας κοπής. Λέγε, λέγε, λέγε, την πιστεύει κι αυτή την παραμύθα ο λαός, ότι οι πλούσιοι είναι εδώ για να τον σώσουν και να υπερασπιστούν τα δικαιώματά του καλύτερα από κάθε άλλον.

Ο νεοφιλελευθερισμός πέτυχε τον πιο σημαντικό του στόχο, να κατακτήσει τις καρδιές και το μυαλό των ίδιων των θυμάτων του. Σπέρνοντας ιδέες στην καμένη γη που ο ίδιος άφηνε πίσω του. Κι έτσι, η ανισότητα έγινε φυσιολογικός κανόνας, η ατομική επιτυχία υπέρτερη κάθε κοινωνικού αγαθού, το χρήμα μοναδική αξία και κριτήριο.

Στο βασίλειο του άκρατου καπιταλισμού, οι new age βασιλιάδες αυτοπροβάλλονται ως λαμπρά πρότυπα -υλικής και μόνο- επιτυχίας που καλούνται να θαυμάσουν και να μιμηθούν οι υπήκοοι. Γίνονται ο καθρέφτης των προσδοκιών, των επιθυμιών και του φθόνου μιας ολόκληρης κοινωνίας. Είναι όλα αυτά που θα θέλαμε να γίνουμε, όλα όσα ποθούμε να αποκτήσουμε. Πώς μπορούμε να τους κακίσουμε, αφού κι εμείς τα ίδια θα κάναμε στη θέση τους; Την ίδια απληστία θα είχαμε, την ίδια επιδειξιομανία, την ίδια περιφρόνηση για τους κατωτέρους μας.

Ας μην αυταπατώμαστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι τίποτα άλλο από την XXL έκδοση του δικού μας Εγώ, ένας ακραιφνής εκφραστής της νοοτροπίας που διαποτίζει την κοινωνία μας. Μιας νοοτροπίας γαλουχημένης από δεκαετίες lifestyle ψευτογκλαμουριάς, αποθέωσης της μάσας και της καλοπέρασης, θριάμβου του παρτακισμού. Μιας ψυχοσύνθεσης χαλυβδωμένης από την κουλτούρα του star system και των τηλεοπτικών ειδώλων, ανδρειωμένης στα social media του ναρκισσισμού και της μαζοχιστικής ηδονοβλεψίας.

Για να εκθρονίσουμε αυτούς τους βασιλιάδες δεν αρκεί να επικαλεστούμε το Σύνταγμα και να περιφρουρήσουμε τα δημοκρατικά δικαιώματα. Πρέπει πρώτα απ’όλα να εκριζώσουμε τους ίδιους τους δυνάμει βασιλίσκους που κρύβουμε μέσα μας. Να σπάσουμε το είδωλο στον καθρέφτη, να αποκαθηλώσουμε από το τοτέμ τον ίδιο τον πλούτο και την εξουσιομανία, που νομιμοποιούν τη διάκριση σε βασιλείς και υπηκόους. Ας θυμηθούμε ότι ο χρυσός έχει τόση αξία όση εμείς του δίνουμε, κι ας αναφωνήσουμε, ως το νέο μας mantra, τους πολύτιμους στίχους του αρχαίου ποιητή Αρχίλοχου:

“Τα πλούτη του Γύγη του πολύχρυσου δεν με ενδιαφέρουν,
Ούτε ζήλεψα ποτέ μου ούτε εποφθαλμιώ όσα του έδωσαν οι θεοί,
Δεν ποθώ τη μεγάλη βασιλική εξουσία,
Γιατί όλα αυτά είναι μακριά από τις βλέψεις μου.»
 
*Στη φωτό, ο «βασιλίσκος», μυθολογικό ον, μείξη κόκορα και δράκου.

TVXS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου