Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ο λύκος και η αναμπουμπούλα


Ο λύκος και η αναμπουμπούλα

του Γιάννη Σιώτου*
Το γεγονός ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα αλλά ως τραγωδία είναι η πιο απτή απόδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά με την «εταιρική σχέση» και με αυτούς που εμφανίζονται στα ευρωπαϊκά όργανα ως πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών λαών. Σήμερα, ακόμα και οι ένθερμοι ευρωπαϊστές έχουν αντικαταστήσει το επιχείρημα της δημοκρατικής «νομιμότητας» με το άλλοθι της «καταναγκαστικής» σκοπιμότητας. Το άλλοθι αυτό όμως αναδεικνύει το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ευρωπαϊκός συνασπισμός, το οποίο εστιάζεται στα όρια της Δημοκρατίας.
Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, οι κατά καιρούς Ευρωπαίοι κυβερνήτες κατασκεύασαν πολλούς μύθους για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους. Ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους μύθους είναι ότι η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει ένα συνασπισμό κρατών που τους συνδέει η «αλληλεγγύη», η «ισοτιμία» και ο «σεβασμός». Για να κατασκευάσουν και να συντηρήσουν τον μύθο, οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ των ευρωπαϊκών κρατών αποδύθηκαν σε μία συστηματική διαγραφή των επεισοδίων της Ιστορίας από τα οποία προκύπτει ότι οι προπάτορές τους, όταν έμπαιναν στη μέση λεφτά ή άλλα συμφέροντα, καταπατούσαν όλες τις αρχές της ευρωπαϊκής συλλογικότητας.
Αν πάμε πίσω στη δεκαετία του ’60 θα δούμε ότι ο Ντε Γκολ επανειλημμένα είχε χαρακτηρίσει «ζαμανφουτίστες» τους οπαδούς μιας υπερεθνικής Ευρώπης. Η επιφυλακτικότητα ήταν τόσο έντονη, ώστε ένας άνθρωπος προσδεδεμένος στην οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης ο Γκι ντε Καρμουά, αναρωτιόταν αν υπάρχει μία Κοινή Αγορά. Μάλιστα παρέπεμπε στο βιβλίο του Πολ Φαμπρά: «Y a-t-il un Marché Commun?» για να υπογραμμίσει πόσο εύθραυστη ήταν η οικοδόμηση αυτή. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τον γαλλικό Μάη, ο Δυτικογερμανός υπουργός Οικονομικών Καρλ Σίλερ είχε αρνηθεί να στηρίξει το γαλλικό φράγκο στις πιέσεις που δεχόταν και που οδηγούσαν σε υποτίμησή του -τελικά απεφεύχθη- δίνοντας ένα σαφές μήνυμα για τη λογική της αναβίωσης της γερμανικής κυριαρχίας.
Αλλά και στις επόμενες δεκαετίες, οι αποδείξεις ότι ο ευρωπαϊκός συνασπισμός ήταν ένα μόρφωμα, το οποίο διαπνεόταν από έναν απροκάλυπτο οικονομικό και πολιτικό δαρβινισμό, διαδέχονταν η μία την άλλη. Από τα παζάρια για την ένταξη της Βρετανίας μέχρι τη διεύρυνση προς Ανατολάς και από τα δημοψηφίσματα της δεκαετίας του ’90 μέχρι τα Μνημόνια, όλα δείχνουν ότι το τεχνητό κατασκεύασμα που θεμελιώθηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι ισχυροί της Ευρώπης, για να θέσουν σε πολιτική και οικονομική κηδεμονία τούς πιο αδύναμους «εταίρους» τους. Μία εταιρεία, δηλαδή, στην οποία η πλειοψηφία επέβαλλε στη μειοψηφία τις αποφάσεις της, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις και τις διαφωνίες τους.
«Περσινά ξινά σταφύλια» θα σκεφτείτε. Λάθος. Αν διαβάσει κανείς το επιχείρημα του Μαρκ Ρούτε, του Ολλανδού πρωθυπουργού που απαίτησε ένα κράτος-μέλος να μπορεί να μπλοκάρει εκταμιεύσεις από το προτεινόμενο Ταμείο Ανάκαμψης στην περίπτωση που άλλα κράτη καθυστερούν ή δεν εφαρμόζουν τις «μεταρρυθμίσεις», τότε συνειδητοποιεί την πραγματικότητα.
«Αν θέλουν δάνεια και ακόμα και επιχορηγήσεις, νομίζω ότι είναι λογικό να μπορώ να εξηγήσω... ότι σε αντάλλαγμα έχουν πραγματοποιηθεί αυτές οι μεταρρυθμίσεις», δήλωσε ο Ολλανδός, αποδεικνύοντας ότι στο μυαλό του ίδιου και εκείνων που συμφωνούν μαζί του, η «αλληλεγγύη» είναι τόσο εύπλαστη όσο η πλαστελίνη. Στις Βρυξέλλες επαναλήφθηκε αυτό που ο Μπρεζίνσκι χαρακτήρισε ως «αυτοκρατορική γεωστρατηγική». Οι ισχυροί της Ε.Ε. είτε απευθείας είτε δι’ αντιπροσώπων, αποπειράθηκαν να εμποδίσουν «τη συνεργασία των υποτελών» να διατηρήσουν «την κατάσταση εξάρτησής τους», να παραμείνουν «οι φόρου υποτελείς υποχωρητικοί» και να «εμποδίσουν τους βαρβάρους να ενωθούν μεταξύ τους»
Υπό το πρίσμα αυτό, όποιος -εξακολουθεί [να] πιστεύει- ότι «ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται» θα πρέπει να αισθάνεται -για μία ακόμα φορά-προδομένος. Οι ισχυροί Ευρωπαίοι «φίλοι» εκμεταλλεύτηκαν τη θηριώδη ύφεση λόγω κορονοϊού για να ενισχύσουν την εμπλοκή τους στη διαχείριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των «υποτελών», τους οποίους αποκαλούν «εταίρους».
Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η λογική που διαπνέει αυτήν τη στιγμή τη Μέρκελ, τον Ρούτε, τον Μακρόν πολύ λίγο διαφέρει από αυτήν των Αμερικανών προέδρων που άναβαν το πράσινο «φως» στις απροκάλυπτες επεμβάσεις σε χώρες όπου πίστευαν (;) ότι τα συμφέροντά τους ήταν σε κίνδυνο. Ορισμένες φορές μάλιστα, διαβάζοντας και ακούγοντας τον τρόπο που οι ηγέτες της Ε.Ε. παζαρεύουν και επιβάλλουν τα συμφέροντά τους, αισθάνεσαι ότι δεν διαφέρουν από τον Τσάμπερλεν και τον Νταλαντιέ, που με τη Συμφωνία του Μονάχου έδωσαν το «πράσινο φως» στον Χίτλερ να διαμελίσει και να διαλύσει την Τσεχοσλοβακία.
Ολα αυτά όμως απεικονίζουν τη μία όψη του νομίσματος. Την όψη των ισχυρών. Η άλλη όψη, αυτή των αδυνάτων, είναι εξίσου απογοητευτική καθώς αποδέχονται να συζητήσουν θέματα αρχών που καταλύουν κάθε έννοια συνταγματικής νομιμότητας. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, να αποδέχεσαι την ανταλλαγή «μεταρρυθμίσεων» -ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς με αυτές- με «ευρώ» και να συναινείς στις αρμοδιότητες ενός διευθυντηρίου, το οποίο δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, δεν είναι παζάρι αλλά άνευ όρων παράδοση.
Θα αντιτάξετε και δικαιολογημένα το επιχείρημα: «Και οι προηγούμενοι τα ίδια έκαναν με τα Μνημόνια». Σωστά και για τον λόγο αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι στην Ε.Ε. το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις προθέσεις και στους στόχους των ισχυρών, αλλά στα «κατασκευαστικά λάθη» που επέβαλαν για να τους υλοποιήσουν.
Το γεγονός ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα αλλά ως τραγωδία είναι η πιο απτή απόδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά με την «εταιρική σχέση» και με αυτούς που εμφανίζονται στα ευρωπαϊκά όργανα ως πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών λαών. Σήμερα, ακόμα και οι ένθερμοι ευρωπαϊστές έχουν αντικαταστήσει το επιχείρημα της δημοκρατικής «νομιμότητας» με το άλλοθι της «καταναγκαστικής» σκοπιμότητας.
Το άλλοθι αυτό όμως αναδεικνύει το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ευρωπαϊκός συνασπισμός, το οποίο εστιάζεται στα όρια της Δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτικότητα και η πληρεξουσιότητα των εκλογών δίνει το «ελευθέρας» σε μία κυβέρνηση να δεσμεύει τους πολίτες για δεκαετίες; Ποια είναι τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί μία εκλεγμένη κυβέρνηση και ποια είναι η υποχρέωση των πολιτών όταν διαπιστώνουν ότι αυτά τα όρια παραβιάζονται; Φυσικά, το μόνο που δεν θέλουν οι ελίτ είναι τους «τοπογράφους» της Δημοκρατίας, γιατί τότε θα αποδειχθεί με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι ο τρόπος που διαχειρίζονται τα κοινά πλησιάζει με εκείνον του... καταπατητή.
* Δημοσιογράφος, συγγραφέας
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου