του Γιώργου Λακόπουλου
Ανέκαθεν είχε πολλά κουσούρια η ελληνική δημοσιογραφία -ανάλογα με τον εκδότη και την εφημερίδα. Αλλά ήταν δημοσιογραφία. Δηλαδή πρόσφερε ενημέρωση. Οι εκδότες έπαιζαν παιχνίδια -πολιτικά κυρίως. Αλλά οι δημοσιογράφοι ήταν οι κυνηγοί της είδησης.
Ακόμη και από τότε που δημιουργήθηκαν τα «τραστ» -κατά τομέα του ρεπορτάζ- παρέμειναν ρεπόρτερς, με την λατρεία του αποκλειστικού και ανταγωνισμό μεταξύ τους. Δεν είχαν άλλο τρόπο να αναδειχθούν.
Γι’ αυτό η δημοσιογραφία ήταν δύσκολη δουλειά, αγχωτική και καταβροχθιστική για όσους την ασκούσαν. Ίσως γι’ αυτό είχε κύρος και δύναμη επιρροής. Ήταν δουλειά χωρίς ευκολίες. Έπρεπε να την ξέρεις καλά, σου έπαιρνε χρόνια για να τη μάθεις και έπρεπε να την κυνηγάς συνέχεια. Αν την άφηνες, σε άφηνε. Αν την πρόδιδες, σε πρόδιδε.
Υπήρχε μια -όχι και πολύ μακρινή- εποχή στην οποία ο αρχισυντάκτης σου ρωτούσε: «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που γράφεις; Μην μας κόψουν την ατέλεια». Η ατέλεια χάρτου, ήταν οξυγόνο για τις εφημερίδες και η στέρηση της με δικαστική απόφαση, ήταν ποινή για αθέμιτη άσκηση δημοσιογραφίας. Ενίοτε και μοχλός πίεσης από την πλευρά της εξουσίας.
Για να είσαι σίγουρος έπρεπε να είσαι έντιμος και να έχεις πηγές. Με άλλα λόγια να έχεις πληροφόρηση -την οποία ακόμη καλύτερα να μην είχαν οι άλλοι. Η εφημερίδα ήταν ανταγωνιστικό προϊόν και ήθελε φύλλα για να επιβιώσει.
Για να μείνουμε στο πολιτικό ρεπορτάζ, που είχε ανέκαθεν την πρωτοκαθεδρία, δεν ήταν νοητό να συμβεί κάτι σοβαρό στα παρασκήνια και να το αγνοεί ένα καλός πολιτικός συντάκτης. Να συνεδριάζει ένα κομματικό όργανο και να μην ξέρει τι ακριβώς είπε ο καθένας. Δεν έβρισκε δουλειά σε μεγάλη εφημερίδα πολιτικός συντάκτης που δεν είχε την άνεση να μιλάει με τις ηγεσίες των κομμάτων.
Λεπτομέρεια, μιλούσε με έναν πολιτικό αρχηγό πχ για λογαριασμό της εφημερίδας του, όχι για λογαριασμό του πολιτικού αρχηγού. Οι δημοσιογράφοι ήταν αφοσιωμένοι στην εφημερίδα που δούλευαν και δεν την χρησιμοποιούσαν υπέρ τρίτων, πολιτικών ή επιχειρηματιών. Σκάλιζαν την πίσω αυλή των κομμάτων για να βρουν υλικό για τους αναγνώστες τους, δεν περνούσαν στους αναγνώστες τη «γραμμή» των κομμάτων. Λογοδοτούσαν στον διευθυντή τους και στη συνείδησή τους και σε κανέναν άλλον. Και οι διευθυντές ήταν πρωτίστως δάσκαλοι της δημοσιογραφίας.
Είναι η εποχή που οι συνεντεύξεις πολιτικών και άλλων, είναι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του δημοσιογράφου με τον συνομιλητή του και δεν γραφούν οι… συνεντευξιαζόμενοι τις απαντήσεις ή και τις ερωτήσεις ενίοτε. Η εποχή που οι δημοσιογράφοι ζούσαν μόνο με τον μισθό τους, δεν πλούτιζαν από τη δημοσιογραφία και πάντως δεν κυκλοφορούσαν με σύμβολα του πλούτου. Δεν ήταν ταυτόχρονα και επιχειρηματίες. Δεν είχαν εταιρίες, ούτε συμβούλευαν εταιρίες και επιχειρηματίες. Δεν είχαν σπόνσορες και δεν ανακάτευαν τη δημοσιογραφία με τη διαφήμιση.
Δεν υπήρχαν «φίρμες» και οι μόνοι που είχαν τον θαυμασμό της κοινωνίας ήταν οι εγγράμματοι, οι μορφωμένοι, οι καλοί γραφιάδες και οι καταξιωμένοι ρεπόρτερς. Η ύλη των εφημερίδων δεν ήταν πανομοιότυπη και ο τρόμος του δημοσιογράφου ήταν το πρωινό τηλεφώνημα του διευθυντή του: «Γιατί χάσαμε αυτό το θέμα;».
Ύστερα ήλθε το «non paper». H δήθεν ανεπίσημη ενημέρωση, για διευκόλυνση των πολιτικών συντακτών -κυρίως. Στην εποχή του Σημίτη έγινε συστηματική πρακτική και στο μέγαρο Μάξιμου το έλεγαν «μασημένη τροφή» με διάθεση εξευτελισμού των συντακτών στο φαξ των οποίων έφταναν από το βράδυ όσα ήθελε η τότε κυβέρνηση να γράφουν. Ωστόσο, λίγοι πολιτικοί συντάκτες λάμβαναν τότε υπόψη τους τις υποδείξεις. Θα τους κρεμούσαν οι αρχισυντάκτες τους αν το ανακάλυπταν.
Σήμερα το πολιτικό ρεπορτάζ έχει αφεθεί στο έλεος των non papers. Είναι επίσημη πρακτική. Ο πολιτικός συντάκτης πάει στη σύσκεψη με τα… nοn pares των κομμάτων υπό μάλης, αντί για πληροφορίες που άντλησε από το ρεπορτάζ. Και κανείς δεν του δείχνει την πόρτα της εξόδου.
Με απελπιστικά λίγες εξαιρέσεις, τα κόμματα στέλνουν καθημερινά με email στους διαπιστευμένους συντάκτες τις… επιθυμίες τους. Εξαιρέσεις ως προς του αποδέκτες. Δεν χρειάζεται καν επικοινωνία. Δεν υπάρχει λόγος για ρεπορτάζ, έστω για να κρατηθούν τα προσχήματα, ελεγκτή και ελεγχόμενου. Και την επομένη σε ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ η «πληροφόρηση» είναι πανομοιότυπη. Και ανώδυνη για τον αποδέκτη του non paper. Δηλαδή δεν είναι πληροφόρηση.
Το κάνουν σχεδόν όλα τα κόμματα. Και η κυβέρνηση. Αλλά εκεί που έχει αναχθεί σε «επιστήμη» και μόνιμη πρακτική είναι στη σημερινή ΝΔ. Για να μην υπάρχουν περιπτώσεις να αγνοηθεί το περιεχόμενο προς δημοσίευση το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ορίζει και τους… παραλήπτες. Βοά η δημοσιογραφική πιάτσα για συντάκτες που καλύπτουν το ρεπορτάζ της ΝΔ και έχουν τοποθετηθεί -ακόμη και σε εφημερίδες που δεν υποστηρίζουν τη ΝΔ- με υπόδειξη του προέδρου της.
Πιο απλά η ΝΔ… διορίζει εκείνους που θα διαχειρίζονται στα ΜΜΕ ότι την αφορά, και στη συνέχεια τους τροφοδοτεί με το υλικό που κρίνει η ίδια. Ανατριχιαστικό. Σε κάποια από τα προκάτ σημειώματα που στέλνει το πολυπληθές επιτελείο της ΝΔ που κάνει αυτή τη δουλειά υπάρχουν και διευκρινίσεις του τύπου: Ο πρόεδρος το είπε αυτό προκείμενου να αναδείξει εκείνο. Και αυτό μεταφέρεται με υπογραφή δημοσιογράφου.
Σε περιπτώσεις… ανυπακοής, ή σε περιπτώσεις αντίθετης ενημέρωσης να πέφτει τηλεφώνημα. Ως προειδοποίηση ή απειλή. «Ο Κυριάκος ενοχλήθηκε με αυτά που έγραψες». Σε κάποιες περιπτώσεις τηλεφωνεί ο ίδιος ο Κυριάκος. Όσοι δεν συμμορφώνονται, πέφτουν σε… δυσμένεια. Υπάρχουν περιπτώσεις πολιτικών συντακτών που αρνήθηκαν να «συντονιστούν» και δεν κηρύχθηκαν απλώς ανεπιθύμητοι από τη ΝΔ, αλλά μπήκαν και σε καραντίνα από τις εφημερίδες τους.
Από εδώ και κάτω δεν έχει νόημα η συζήτηση. Είναι προφανές γιατί οι εφημερίδες είναι στο χαλί που είναι. Γιατί η δημοσιογραφία περνάει κρίση αντίστοιχη με την κρίση της πολιτικής. Εφημερίδες που κατ’ ουσίαν γράφονται από… τρίτους και όχι από τους δημοσιογράφους δεν είναι εφημερίδες. Η διεύθυνση τους έχει παραδοθεί στα κόμματα. Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ, και ένα με μεγάλο μέρος των δημοσιογράφων, τελούν υπό τον έλεγχο αν όχι την καταδυνάστευση παραγόντων της πολιτικής. Εκτός από αυτούς που έχουν στη δούλεψή τους παράγοντες της οικονομίας.
ΥΓ. Για την ιστορία. Αν ένας πολιτικός ζητούσε από τον Λαμπράκη, τη Βλάχου ή τον Τεγόπουλο να απολύσουν ένα συντάκτη –ή ακόμη και έναν κλητήρα- απέλυαν τον πολιτικό.
Πηγή: Ανοιχτό Παράθυρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου