Η τρίτη αξιολόγηση κλείνει και το μεγάλο ζήτημα τώρα είναι τι θα συμβεί όταν τελειώσει το τρίτο μνημόνιο, τον Αύγουστο. Πολλά θα εξαρτηθούν από το σχήμα που θα αποφασιστεί για την επόμενη ημέρα.
Του Γιώργου Παπαγεωργίου
Θα υπάρξει η “καθαρή έξοδος” όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση ή έχει δίκιο η αντιπολίτευση που το αμφισβητεί;
Είναι αναμενόμενο να υπάρχει οξεία πολιτική αντιπαράθεση για το ζήτημα.
Η μεν κυβέρνηση επιδιώκει να έχει τα χέρια λυμένα την επόμενη ημέρα για να προωθήσει πολιτικές που θα τη βοηθήσουν να ανατρέψει κάποιες συνέπειες από τις δύσκολες αποφάσεις που αναγκάστηκε να λάβει οι οποίες είχαν και μεγάλο πολιτικό κόστος και για να υιοθετήσει κάποια μέτρα που θα ανακουφίσουν τους πολίτες.
Η αντιπολίτευση, από την άλλη πλευρά, έχει κάθε λόγο να υποβαθμίζει το ζήτημα αφού δεδηλωμένος στόχος της είναι η διενέργεια πρόωρων εκλογών για να αναλάβει εκείνη την εξουσία.
Το γεγονός είναι ότι μετά τη λήξη του μνημονίου θα υπάρξει η πρώτη περίοδος μετά την κρίση που η κυβέρνηση της χώρας θα έχει κάποιους βαθμούς ελευθερίας ως προς τις πολιτικές που θα εφαρμόσει.
Επιπλέον ο συμβολισμός της εξόδου από το μνημόνιο έχει πολιτική αξία, την οποία η κυβέρνηση προφανώς επιδιώκει να αξιοποιήσει.
Το ερώτημα είναι ποιοι θα είναι αυτοί οι βαθμοί ελευθερίας, κατά πόσον η “καθαρή έξοδος” είναι εφικτή αλλά και πώς συνδέεται με το στόχο της ανάταξης της οικονομίας και επαναφοράς της σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Αφενός είναι συζητήσιμο το ποια θα είναι τα περιθώρια ελευθερίας για την εκάστοτε κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια. Το πιθανότερο είναι ότι τυπικά μνημόνιο δεν θα υπάρχει. Δεν το θέλουν ούτε οι δανειστές διότι δεν είναι πολιτικά εφικτό να ξαναδανείσουν την Ελλάδα αλλά και επειδή θέλουν να δείξουν ότι η διαχείριση της κρίσης ήταν επιτυχής και τα προβλήματα ξεπεράστηκαν.
Όμως θα παραμείνουν οι περιορισμοί στον προϋπολογισμό, οι οποίοι απορρέουν από τους στόχους για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ θα υπάρχει και η προβλεπόμενη οικονομική εποπτεία για τις χώρες που βγαίνουν από τα μνημόνια -πιο χαλαρή από ότι σήμερα, αλλά υπαρκτή.
Είναι αμφίβολο, επομένως, ότι ακόμα και στο ενδεχόμενο μιας καθαρής εξόδου η κυβέρνηση θα μπορέσει να προχωρήσει σε εκτεταμένες παροχές.
Εάν, πάλι, υποθέσουμε ότι η Ελλάδα αφήνεται τελείως ελεύθερη μετά το μνημόνιο να αναχρηματοδοτεί το χρέος από την αγορά, είναι βέβαιο ότι το κόστος θα είναι υψηλότερο, από ότι εάν υπάρχει ένα πλαίσιο στήριξης.
Επιπλέον, εάν υιοθετηθεί ένα υποστηρικτικό σχήμα για τη χρηματοδότηση της χώρας, αυτό θα λειτουργήσει ευνοϊκά και για τις προσδοκίες που θα δημιουργηθούν για την ελληνική οικονομία, την προσέλκυση επενδύσεων και την αναπτυξιακή προοπτική.
Σε ένα τέτοιο σενάριο θα υπάρξει όφελος για την πραγματική οικονομία, κάτι που επίσης αποτελεί κεντρικό στόχο της κυβέρνησης, η οποία βασίζει τον οικονομικό, αλλά και τον πολιτικό σχεδιασμό της στην προοπτική ότι η ανάκαμψη θα βελτιώσει την απασχόληση και τα εισοδήματα, με αποτέλεσμα να υπάρξει και ένα “πολιτικό μέρισμα” για την ίδια.
Ωστόσο, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος τάχθηκε υπέρ της υιοθέτησης μιας προληπτικής γραμμής στήριξης μετά τη λήξη του μνημονίου -απηχώντας τις απόψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- η κυβέρνηση απέρριψε τη συλλογιστική της και μάλιστα με ιδιαίτερα έντονο τρόπο, επιμένοντας στην προοπτική της καθαρής εξόδου.
Είναι λογικό οι κυβερνώντες να περιμένουν ως “μάννα εξ ουρανού” την χαλάρωση της οικονομικής και πολιτικής εποπτείας. Η χώρα έχει υποφέρει τα πάνδεινα τα τελευταία χρόνια από τον ασφυκτικό και εκβιαστικό έλεγχο των δανειστών.
Ωστόσο, πρέπει να επικρατήσει ένας οικονομικός ρεαλισμός.
Τα περιθώρια, σε κάθε περίπτωση, δεν θα είναι μεγάλα.
Ειδικά στα θέματα που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό, τα έσοδα και τη διαχείριση των δημοσίων δαπανών, θα συνεχίσει να υπάρχει αυστηρή πειθαρχία -ανεξάρτητα από τη μέθοδο που θα υιοθετηθεί και το τυπικό περίβλημα των ρυθμίσεων.
Οι αριθμοί θα πρέπει να “βγαίνουν” και οι συμφωνίες που έχουν γίνει να τηρηθούν.
Εκεί, όμως, που υπάρχουν περιθώρια είναι στην κατανομή των βαρών στο εσωτερικό της χώρας, στην υιοθέτηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Αυτή είναι η πραγματική μάχη της επόμενης ημέρας και εκεί πρέπει να δοθεί το βάρος, με στόχο να υιοθετηθεί η βέλτιστη λύση η οποία θα εξασφαλίζει μια ασπίδα για την ελληνική οικονομία και προϋποθέσεις ανάπτυξης, αλλά και τα περιθώρια να εφαρμοστεί επιτέλους ένα ελληνικό σχέδιο για την νέα ελληνική οικονομία.
Πηγή: ΕΡΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου