Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Το φαινόμενο Τζέρεμι Κόρμπιν στη Μεγάλη Βρετανία



του Δημήτρη Γιαννουλόπουλου*
«Ο νεοφιλελευθερισμός καταστρέφει τη δημοκρατία μας», σημειώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Νόαμ Τσόμσκι, με την έννοια ότι η επιβολή κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που οδηγούν την πλειονότητα του πληθυσμού σε διαρκή αγώνα επιβίωσης και οικονομικό τέλμα έχει ως αναγκαίο αποτέλεσμα την αποξένωσή του από κάθε είδους πολιτικές διαδικασίες, την απώλεια εμπιστοσύνης έναντι του πολιτικού κόσμου, τη μετατόπιση των ψηφοφόρων στα «άκρα» και την υπονόμευση τελικά της ίδιας της δημοκρατίας.
Τα παραδείγματα της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και του δημοψηφίσματος για το Brexit αντανακλούν, σε μεγάλο βαθμό, τη βίαιη αντίδραση μιας ξεχασμένης πλειοψηφίας απέναντι στην ελίτ, όσο κι αν πρόκειται, φυσικά, για σχήμα οξύμωρο να εκφράζεται ένα τέτοιο φαινόμενο με την ανάδειξη σε Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών ενός δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία ή με μια πολιτική επιλογή (της εξόδου από την ΕΕ στην περίπτωση του Brexit) που όχι απλώς δεν δίνει κάποια λύση στη δυσβάσταχτη κοινωνική ανισότητα που υφίσταται ιστορικά στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά επαυξάνει, μάλιστα, τον κίνδυνο περαιτέρω απομόνωσης των ασθενέστερων οικονομικών στρωμάτων, αφού, σε περίπτωση οικονομικής κρίσης που θα προκληθεί από το Brexit, εκείνα είναι που θα υποστούν και το μεγαλύτερο πλήγμα.
Θα μπορούσε, λοιπόν, μια επιστροφή στις αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας να λειτουργήσει ως υγιές αντανακλαστικό απέναντι στη συνεχιζόμενη κρίση; Μετά το παγκόσμιο οικονομικό κραχ του 2008, θα περίμενε κάποιος αυτό να έχει ήδη συμβεί. Ο χώρος της ακροδεξιάς αντέδρασε όμως ακαριαία, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος ώστε να καλλιεργήσει μια κουλτούρα μίσους απέναντι στους «ξένους», επενδύοντας στον ρατσισμό και την ξενοφοβία και προτείνοντας ως λύση έναν άκρατο εθνοκεντρισμό, αποπροσανατολίζοντας έτσι μεγάλη μερίδα του πληθυσμού από τα πραγματικά αίτια της κρίσης. Η κατάρρευση κομμάτων της Κεντροαριστεράς, για παράδειγμα στη Γαλλία και τη Γερμανία, ήρθε ως φυσικό επακόλουθο και είναι πλέον ορατό το ενδεχόμενο, σύντομα, κόμματα της Κεντροαριστεράς να βρίσκονται στην εξουσία σε λιγοστές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αντίθετα στην τάση αυτή πάει το «φαινόμενο Κόρμπιν» στη Μεγάλη Βρετανία. Η κατάσταση στη χώρα τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία αντικατοπτρίζει πλήρως την άποψη του Τσόμσκι ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί η εφαρμογή ενός καπιταλιστικού μοντέλου χωρίς φραγμούς. Η ανθρώπινη τραγωδία στον φλεγόμενο Πύργο Γκρένφελ, σε έναν από τους πιο πλούσιους δήμους της χώρας, αποτυπώνει σε μια εικόνα το μέγεθος του προβλήματος με τις ταξικές διακρίσεις στη Βρετανία. «Πρόκειται για μια από τις χώρες με τον μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικών ανισοτήτων στον αναπτυγμένο κόσμο», ανέφερε σε μελέτη της το 2016 η φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam, προσθέτοντας ότι το πλουσιότερο 1 τοις εκατό του πληθυσμού έχει είκοσι φορές μεγαλύτερα κεφάλαια από το φτωχότερο 20 τοις εκατό -δηλαδή 13 εκατομμύρια ανθρώπους-, όπως επίσης και ότι το πλουσιότερο 10 τοις εκατό έχει στην κατοχή του τον μισό πλούτο ολόκληρης της χώρας.
Σίγουρα, το πλούσιο αυτό κομμάτι του πληθυσμού δεν χρειάζεται να απευθυνθεί στο δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο βρίσκεται σε πρωτοφανή κρίση. Ούτε τους απασχολεί ότι η αγορά πρώτης κατοικίας έχει γίνει όνειρο απατηλό για τη νέα γενιά ή ότι η κυβέρνηση των Συντηρητικών έχει βάλει τους νέους ανθρώπους στη μέγγενη της ιδιωτικής χρηματοδότησης μέσω της πληρωμής υπέρογκων διδάκτρων. Τα πανεπιστήμια του «Οξμπριτζ» και οι άμεσοι ανταγωνιστές τους θα εξακολουθήσουν να προσελκύουν τους καλύτερους μαθητές, κατά κύριο λόγο από τα ακριβότερα ιδιωτικά σχολεία της χώρας. Η πολιτική λιτότητας των τελευταίων ετών, η οποία έχει οδηγήσει σε συρρίκνωση εισοδημάτων τους μισθωτούς και προκαλεί ασφυξία σε δημόσιες υπηρεσίες, γενικότερα δεν τους αγγίζει.
Κάπως έτσι, έχει ήδη συντελεστεί ένας «αδιανόητος κοινωνικός αποκλεισμός» αυτών που ξέχασε η ανάπτυξη, όπως τον είχε έγκαιρα προβλέψει, γενικότερα για την Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Ντελμάς-Μαρτί. Στη Βρετανία, πιο συγκεκριμένα, δεκαετίες «θατσερικής» διακυβέρνησης, με φανατικούς θιασώτες ακόμη και τους ίδιους τους Εργατικούς, μέσω του «αναμορφωτή» Τόνι Μπλερ και της ιδεολογίας του New Labour, έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους.
Με αυτή την ιδεολογία αποτολμά τώρα ρήξη ο Τζέρεμι Κόρμπιν, δεχόμενος αρχικά ενορχηστρωμένη επίθεση από την πλειονότητα των ΜΜΕ της χώρας. Αυτά ήταν που τον παρουσίαζαν και ως φανατικό μαρξιστή που θα ανατρέψει την πολιτική και οικονομική παράδοση της χώρας και θα υποσκάψει το πολιτικό μέλλον των Εργατικών.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η επιτυχία του στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ξεπερνά κάθε προσδοκία, ενώ στο συνέδριο του κόμματος τον Σεπτέμβρη στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της Θάτσερ αποτελεί πλέον παρελθόν. «Θέλετε σπίτια, περίθαλψη, κοινωνική αλληλεγγύη ή ανώτατη εκπαίδευση για τους λίγους και νομιμοποίηση του… κυνηγιού της αλεπούς;» φωνάζει απευθυνόμενος σε ένα νεανικό κοινό κατά τη διάρκεια συναυλίας, το οποίο του επιφυλάσσει υποδοχή ροκ σταρ.
Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν για λαϊκισμό. Η απήχησή του, ωστόσο, στην εργατική τάξη και ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους αποτελεί ως τώρα ασπίδα προστασίας. Μένει, φυσικά, να δούμε αν θα μπορέσει να εφαρμόσει τις φιλόδοξες πολιτικές που επαγγέλλεται, εάν (όταν) του δοθεί η ευκαιρία να αναλάβει την εξουσία στο προσεχές μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι τώρα επιτυχία του, δεδομένης της καθίζησης κομμάτων της Κεντροαριστεράς σε όλη την Ευρώπη, καλό θα είναι να απασχολήσει και τον νέο φορέα στη χώρα μας. Η συνεχιζόμενη μνημονιακή κρίση και η έκρηξη της κοινωνικής ανισότητας στην οποία αυτή έχει οδηγήσει επιτρέπουν, αν μη τι άλλο, να γίνουν χρήσιμες συγκρίσεις. Ο Κόρμπιν, ωστόσο, έκανε στροφή 180 μοιρών ώστε να απομακρύνει το κόμμα του από «αμαρτίες» του παρελθόντος. Στα καθ’ ημάς, η νέα (ή ο νέος) ηγέτης της Κεντροαριστεράς είναι σε θέση να κάνει το ίδιο; Αν ναι, με τη στήριξη ποιων ανθρώπων; Η καμπάνια του Κόρμπιν εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα χάρη στη μοναδική κινητοποίηση των νέων ανθρώπων. Αυτή της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, αντιθέτως, φαίνεται να συγκίνησε κυρίως τους νοσταλγούς του «ένδοξου» παρελθόντος του σοσιαλιστικού κινήματος.
* Αντιπρύτανης και Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής, Brunel University London, διευθυντής της ακαδημαϊκής δεξαμενής σκέψης Britain in Europe

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου