Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Η τσάντα



Συντάκτης: Κυριακή Μπεϊόγλου
Ανοιξε τη μεγάλη πάνινη τσάντα που κρατούσε όταν πήγαινε στην αγορά. Αρχισε να τη γεμίζει με ό,τι θεωρούσε χρήσιμο. Βαμβάκι, ιώδιο, οινόπνευμα, τσιρότα, επιδέσμους, παυσίπονα, αντιβιοτικά, ψωμί και φρούτα του Νοέμβρη, μανταρίνια και μήλα. Ο άντρας της προσπαθούσε να τη μεταπείσει: «Τι κάνεις; Τα παιδιά μας δεν τα σκέφτεσαι;». «Αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι! Αυτό που έπρεπε να κάνουμε τόσα χρόνια!». «Μα, τα παιδιά μας, σε παρακαλώ μην πας…». «Για τα παιδιά μας το κάνω!».
Απ’ το ραδιόφωνο πολλά παράσιτα αλλά η φωνή έφτανε πυρωμένο βέλος και της τρυπούσε την καρδιά. Τα παιδιά δεν ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε, ένιωθαν όμως ότι συνέβαινε κάτι κακό, κάτι ανησυχητικό. Κοιτούσαν τη σκηνή αλλά δεν καταλάβαιναν γιατί εκείνα ήταν ο λόγος που ο πατέρας τους εκλιπαρούσε τη μάνα τους να μην πάει.
Στα μεγάλα παιδιά, τους φοιτητές, που ζητούσαν από όλους τους Ελληνες να «κατέβουν» στο Πολυτεχνείο, να βοηθήσουν. Του έκανε τη χάρη και δεν πήγε εκείνο το βράδυ. Αλλά δεν άδειασε και την τσάντα που έτοιμη περίμενε πίσω από την εξώπορτα. Ούτε το ραδιόφωνο έκλεισε όλη νύχτα, έκανε παύσεις αλλά ξανάρχιζε και πάλι η φωνή, πότε γυναικεία πότε αντρική. Ελεγαν συχνά το ίδιο πράγμα, «μη φοβάστε, ελάτε» και «βοηθήστε μας».
Τα παιδιά κοιμήθηκαν στο σαλόνι εκείνο το βράδυ. Οταν ξύπνησαν το πρωί η τσάντα έλειπε από το χολ. Το ραδιόφωνο κλειστό. Η μάνα τους χαμογελαστή και ήσυχη τους έφτιαχνε το γάλα με τις φέτες. Τη ρώτησαν τι έγιναν εκείνοι οι άνθρωποι που φώναζαν βοήθεια. Σώθηκαν; Οχι ακόμα, απάντησε εκείνη. Τότε πρόσεξαν τη μεγάλη τσάντα άδεια και καλοδιπλωμένη πάνω στον πάγκο. Πήγες; Τη ρώτησε η κόρη. Πήγα, χαράματα. Απάντησε εκείνη.
Είχε πάει λοιπόν «το θηρίο». Και μάλιστα με τα πόδια. Από την Καισαριανή μέχρι τα Εξάρχεια. Πέρασε ένα ένα τα αγαθά που κουβαλούσε μέσα από τα κάγκελα. Κι ύστερα περήφανη κι ανάλαφρη έφυγε γρήγορα πίσω για να προλάβει, να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και δεν τη βρουν. «Τι έκανες;».


«Αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι μας», είναι η φράση που έμεινε από τότε στην οικογένεια. Και η τσάντα έμεινε εκεί ακόμα και σήμερα κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Δεν την έδειχνε ποτέ σαν παράσημο, δεν είπε ποτέ «κοίτα τι έκανα εγώ τις μέρες εκείνες». Την τσάντα τη χρησιμοποιούσε όπως πάντα για τη λαϊκή και το σουπερμάρκετ, μέχρι πριν από λίγους μήνες που αναπαύτηκε. Εκανε όπως πάντα δηλαδή αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας.
efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου