του Παντελή Μπουκάλα
"Τελετάρχη της ζωής" χαρακτήριζε τον δημοσιογράφο ο Γιάννης Αποστολάκης, οξυδερκής αλλά και οξύτατος στις εκφράσεις του μελετητής της νεοελληνικής ποίησης και ειδικά του δημοτικού τραγουδιού.
Το 1950 αυτό, στο βιβλίο του «Το κλέφτικο τραγούδι: Το πνεύμα κ’ η τέχνη του» («Εστία»). Ο Αποστολάκης, αναφερόμενος συγκεκριμένα στην επιρροή του δημοσιογράφου σε ό,τι αποκαλούμε συμβατικά πνευματική ζωή, σημείωνε: «Μόλις δώση το σημείο ο τελετάρχης της ζωής, ο δημοσιογράφος, πως εκλεχτό μέλος έλειψε από τον κόσμο, παρευθύς οι ειδικοί σταματούν το σοβαρό έργο τους και γεμίζουν κουτιά με δελτία και χαρούμενοι ανασκουμπώνονται για τα μεγάλα και τα έτοιμα προβλήματα». Ο ειδικός ιστορικός, ο ειδικός μελετητής της γλώσσας, ο ειδικός θρησκειολόγος και θεολόγος...
Περίπου εφτά πυκνές δεκαετίες αργότερα, σχεδόν τα πάντα έχουν αλλάξει. Πρώτα η τηλεόραση κι έπειτα το διαδίκτυο, άλλαξαν μεθόδους, συνήθειες, αξίες. Ενας δημοσιογράφος μπορεί πια να μη γράψει ποτέ στη ζωή του (αν θα έγραφε υπέρ του δήμου είναι άλλη υπόθεση), στην περίπτωση που έχει τη φωνή του μοναδικό εργαλείο δουλειάς, σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση, και μοναδικό «βοήθημα» τον εαυτό του, για τον οποίο πιστεύει ό,τι και ο Τσακ Νόρις για τον δικό του: πως ξέρει τα πάντα κι άλλα τόσα. Μπορεί επίσης να μη χρησιμοποιήσει ποτέ χαρτί, και εφημεριδογράφος να είναι: ηλεκτρονικά γράφει, ηλεκτρονικά διαβάζει, ηλεκτρονικά στέλνει το κείμενό του, συχνά χωρίς να έχει τον χρόνο –ή τη διάθεση– να το τυπώσει για να το δει αυστηρότερα. Μολαταύτα παραμένει τελετάρχης. Και μάλιστα με διευρυμένες αρμοδιότητες. Τελετάρχης της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της: την οικονομία, την πολιτική, τη μόδα (ό,τι κι αν αφορά: ρούχα, χτένισμα, μάρκα κινητού, τατουάζ, μαγιό, νησί διακοπών), τις «αξίες», τη στάση λ.χ. απέναντι στον άλλο, ξένο ή ημεδαπό. Είναι αδιάφορο τάχα το ότι τμήμα της ελληνικής δημοσιογραφίας υπερπρόβαλε τους χρυσαυγίτες με όρους λάιφ στάιλ;
Τελετάρχες οι δημοσιογράφοι, όσοι πρόθυμοι, είναι μύθος πάντως πως η δημοσιογραφία είναι η τέταρτη εξουσία. Η εξουσία αυτή, που θέλει να δεσπόσει πάνω στις τρεις θεσμικές, δεν είναι όλων όσοι δουλεύουν σε ΜΜΕ. Είναι όσων κατέχουν τα Μέσα και όσων εργάζονται μεν σε αυτά αλλά σε ειδικό πόστο και με ειδικές σχέσεις. Αυτοί δίνουν τον τόνο και τη γραμμή. Το απολύτως νέο γνώρισμα ωστόσο, πλανητικά, είναι ότι η ισχύς συγκροτημάτων Τύπου με μεγάλη παράδοση και φήμη αποδεικνύεται πρακτικά –λ.χ. στον προεκλογικό επηρεασμό της κοινής γνώμης– μικρότερη από την ισχύ ανώνυμων ή ψευδώνυμων ιστοσελίδων· ειδικά δε από την ισχύ ιντερνετικών «τόπων» και ψεύτικων λογαριασμών προσανατολισμένων στην κατασκευή και προώθηση πλαστών ειδήσεων, και όχι για καλαμπούρι (όπως συμβαίνει στον τόπο μας με το vatraxi και το koulouri), αλλά με σκοπό το κέρδος και την πολιτική επιρροή. Τα fake news και τα hoaxes, που δεν είναι δημοσιογραφία αλλά εκλαμβάνονται σαν δημοσιογραφία (περίπου όπως θεωρούνται δημοσιογράφοι οι τηλεπερσόνες-διασκεδαστές), επηρεάζουν τον δυτικό κόσμο περισσότερο απ’ ό,τι «ο λόγος της αληθείας» που κηρύσσουν τα χριστιανικά δόγματα.
Τα (παρα)πολιτικού περιεχομένου fake news, που οργίασαν στον παράλληλο κόσμο του φέισμπουκ, του ίνσταγκραμ και του τουίτερ, συνέβαλαν καθοριστικά, όπως έδειξαν σχετικές έρευνες, να κατακτήσει την προεδρία των ΗΠΑ μια φιγούρα σαν τον Ντόναλντ Τραμπ: Τους τρεις τελευταίους προεκλογικούς μήνες, 8,8 εκατ. χρήστες του φέισμπουκ είδαν ψεύτικες ειδήσεις (το 85% των οποίων ήταν φιλοτραμπικό) και μόνο 7,3 εκατ. είδαν αληθινές. Επικίνδυνα όμως είναι και τα (παρα)ιατρικού περιεχομένου πλαστά νέα, π.χ. ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό. Μπορεί η επανεμφάνιση νόσων που θεωρήθηκαν οριστικά ηττημένες στη Δύση να μην οφείλεται αποκλειστικά στην αποφυγή των εμβολίων που προπαγανδίζει το διαδικτυακό κίνημα κατά των εμβολιασμών, αλλά και στις συνθήκες ζωής των νεόπτωχων, για το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων πάντως η αιφνιδιαστικά μεγάλη αύξηση κρουσμάτων ιλαράς στη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Γαλλία ή την Αυστρία, δεν είναι άσχετη με την αύξηση των ιστότοπων που καταγγέλλουν, χωρίς στοιχεία, τα εμβόλια σαν καταστροφικά (ακόμα και όσα χρησιμοποιούνται επί δεκαετίες δίχως παρενέργειες), δημιουργώντας έτσι μια επικίνδυνη μόδα. Καταστροφικά θεωρούν τα εμβόλια και οι Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, για άλλους λόγους όμως: είναι λέει κάτι σαν δούρειοι ίπποι, διά των οποίων οι Δυτικοί, ή οι κακοί γενικώς, προκαλούν επιδημίες στους μουσουλμάνους.
Για να μην απαξιωθεί το προϊόν τους, για να μην απειληθούν τα κέρδη τους δηλαδή, οι ιδιοκτήτες του Φέισμπουκ και της Γκουγκλ διατείνονται ότι προστατεύουν με ειδικούς αλγορίθμους την «αλήθεια» και τους χρήστες. Μάλλον στα fake news πρέπει να συναριθμήσουμε τον ισχυρισμό τους. Με αφορμή λοιπόν την επινόηση ενός αντιψευδολογικού αλγορίθμου, με το όνομα «Fighthoax», από έναν δικό μας, τον Βαλεντίνο Τζέκα, φοιτητή της Εφαρμοσμένης Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έγραφα στην «Κ» στις 20 Μαΐου:
«Μπορεί αυτού του είδους η καλόβουλη, προστατευτική τεχνολογία να μπαλώσει όσες τρύπες, μάλλον μεγάλες, αφήνει στη σκέψη μας η ψυχολογία; Φαίνεται πως είναι διεθνές, διαφυλετικό και διαταξικό το χούι να πιστεύουμε στο ακραίο, ακόμα κι αν η ακρότητά του είναι καταφανής, στα όρια του γελοίου. Επίσης οικουμενική φαίνεται πως είναι η προτίμηση στους άγγελους κακών ειδήσεων, όχι στους κομιστές ελπιδοφόρων νέων. Τρελαινόμαστε για καταστροφές, συντέλειες, “αποκαλύψεις” τερατωδών σκευωριών. Τρελαινόμαστε να επιβεβαιώνεται –έστω και με κραυγαλέες αναλήθειες– η σιγουριά μας ότι “εκεί έξω”, έξω από τον εαυτό μας δηλαδή, όλοι είναι άθλιοι. Οσο πιο χοντροκομμένο είναι ένα ψέμα τόσο ευκολότερα καταπίνεται. Μπορεί να λειτουργήσει σαν ωφέλιμη κρησάρα η νέα πατέντα, αλλά η ανάγκη για έναν πνευματικό αλγόριθμο δεν θα λείψει».
Τέτοιον αλγόριθμο, ηθικοπνευματικό, οφείλουμε να βρούμε οι δημοσιογράφοι, σαν τελετάρχες του δημόσιου βίου. Ειδάλλως, «αντιλαϊκιστικά» λαϊκιστές, θα συνεχίσουμε να επιτρέπουμε στην εμπάθειά μας να υιοθετεί και να αναμεταδίδει σαν χιλιοεξακριβωμένη είδηση καραμπινάτα ψέματα, που μάλιστα σε προειδοποιούν με την ηθελημένη υπερβολή τους πως είναι ψέματα. Ετσι έγινε με την «είδηση» για το «επίδομα σφραγίδας (50 ευρώ) στους δημοσίους υπαλλήλους». Εκανε την πλάκα του το σατιρικό tovatraxi.com, τον Γενάρη, κι ένα εξάμηνο μετά έγκριτοι δημοσιογράφοι και έγκυρα μέσα διέδωσαν το καλαμπούρι σαν πιστοποιημένο γεγονός. Κι όταν αυτογελοιοποιήθηκαν, τα ’ριξαν στον καύσωνα. Τέτοια αυτοκριτική.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου